Η μέρα της μαρμότας

του Πέτρου Τατσόπουλου

 

Διατρέχοντας την ελληνική πολιτική ειδησεογραφία των τελευταίων ημερών – από τους νεοναζιστικούς πυρήνες στα σχολεία έως τις διεργασίες στο Κίνημα Αλλαγής για την εκλογή προέδρου – αποκομίζεις την αίσθηση ότι παρακολουθείς πάλι και πάλι τη «Μέρα της μαρμότας» (1993) του αείμνηστου Χάρολντ Ράμις, όχι σε καμία αποκαταστημένη ψηφιακή κόπια, αλλά σε κάποια από εκείνες τις θηριώδεις μπομπίνες με το εύφλεκτο σελιλόιντ που φθείρονται από προβολή σε προβολή και στο τέλος καταντούν σχεδόν αγνώριστες.

Πάει καιρός που η «Μέρα της μαρμότας» – με τον Μπιλ Μάρεϊ στον ρόλο του μετεωρολόγου που βιώνει διαρκώς την ίδια μέρα – έχει περάσει στο καθημερινό μας λεξιλόγιο και ουσιαστικά έχει υποκαταστήσει την έννοια του déjà vu: όλα τα έχεις ξαναδεί, όλα τα έχεις ξαναζήσει, μόνο που κάθε φορά τα ξαναβλέπεις και τα ξαναζείς λίγο χειρότερα, λίγο φαιδρότερα…

Αναρωτιέσαι, λόγου χάριν, ποια τρικυμία λυσσομανάει στο κρανίο εκείνου του ανήλικου, που τα χαρακτηριστικά του ορθώς καλύπτονται στην τηλεόραση από το ψηφιακό τζάμι, αλλά το δεξί του χέρι – το πιο εκτεθειμένο σημείο του σώματός του τη δεδομένη στιγμή – βρίσκεται σταθερά αγκυλωμένο στον ναζιστικό χαιρετισμό.

Εννέα χρόνια νωρίτερα, προτού δολοφονηθεί ο Παύλος Φύσσας, ο Νίκος Μιχαλολιάκος υπερασπιζόταν μπροστά στις κάμερες τον ίδιο χαιρετισμό – «αυτά τα χέρια μπορεί καμιά φορά να χαιρετάνε έτσι, αλλά είναι χέρια καθαρά, δεν είναι βρώμικα, δεν έχουν κλέψει» -, μα τώρα ο αρχηγός και η συμμορία του βρίσκονται στη φυλακή και, υποτίθεται, πως είμαστε πλέον λιγότερο ανυποψίαστοι γύρω από τα κίνητρα όσων διατείνονται πως είναι «η σπορά των ηττημένων του ’45» και δείχνουν να υποφέρουν από ανήκεστο πολιτική τενοντίτιδα. Είμαστε; Επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω. «Το μόνο πράγμα που μας διδάσκει η Ιστορία είναι ότι δεν μας διδάσκει τίποτε». Πρώτος διατύπωσε τη ρήση ο Φρίντριχ Χέγκελ, τη μηρύκασαν πολλοί έκτοτε, αυτούσια ή παραλλαγμένη και, στη δοκιμασία του χρόνου, επανειλημμένα επιβεβαιώνεται.

Με τα ευτράπελα της διαδικασίας εκλογής προέδρου στο ΚΙΝΑΛ περνάμε σε άλλη πίστα, όπου εμφανώς τα πιθανά τροχαία καθ’ οδόν δεν θα έχουν ανάλογες τραγικές συνέπειες με την αναβίωση του νεοναζισμού στην εκπαίδευση, αλλά φανερώνουν όλα τα συμπτώματα μιας πρόωρης γήρανσης και μιας εξίσου ολέθριας καθήλωσης στο παρελθόν – ένα φαντασιακό παρελθόν, απενοχοποιημένο, εξωραϊσμένο και βαλσαμωμένο. Εξυπακούεται ότι η νοσταλγία για το ΠΑΣΟΚ πάντοτε σιγόκαιγε σε αυτόν τον χώρο – το ΠΑΣΟΚ του «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα» προφανώς, του κρατικισμού και της αστακομακαρονάδας, όχι το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο τελευταίος πρόεδρος στο ιστορικό κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου, είχε παρατηρήσει σκωπτικά ότι «το ΚΙΝΑΛ είναι γενόσημο του ΠΑΣΟΚ» και, εάν κρίνουμε από τη μέχρι τούδε απήχηση του πρώτου σε σύγκριση με την απήχηση του δεύτερου, η παρατήρηση είναι σκληρή, όχι όμως και άδικη. Ωστόσο, το να ευελπιστείς ότι οι απολωλότες ψηφοφόροι θα επιστρέψουν, αρκεί να μετονομάσεις το ΚΙΝΑΛ σε ΠΑΣΟΚ, σημαίνει πως θεωρείς ότι οι Ελληνες ψηφίζουν πρωτίστως με το θυμικό τους (γεγονός που ισχύει)· το θυμικό τους όμως είναι απρόβλεπτο και καχύποπτο, ιδίως απέναντι σε όσους εκδηλώνουν απροσχημάτιστα την πρόθεση να το μανιπουλάρουν.

Από την άλλη μεριά, το να ορθώνεις το ανάστημά σου ως θεματοφύλακα των αρχών ενός γενόσημου και να στηλιτεύεις εκ των προτέρων κάθε απόπειρα μετακίνησης είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά (λες και δεν καταλαβαίνεις ότι αυτές οι μετακινήσεις επιβάλλονται από το εκάστοτε εκλογικό σου μέγεθος, όχι από κάποιο αρχηγικό καπρίτσιο) μαρτυρούν έναν μανταμ-σουσουδισμό δυσανάλογο με το εκτόπισμά σου: αδυναμία που επίσης τιμωρείται.

https://www.in.gr/

Διαβάστε επίσης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ