Το νέο εθνικό τυφέκιο, η Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία και η Αχαΐα

Γράφει ο Αριστείδης Ασημακόπουλος Δρ. πολιτικός μηχανικός Μέλος τομέα Άμυνας Ν.Δ. από το μητρώο στελεχών

Συμπληρώνονται ήδη σχεδόν δεκαπέντε χρόνια από τη στιγμή που το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας γνωστοποίησε την πρόθεση του Ελληνικού Στρατού, να αντικαταστήσει το τυφέκιο εφόδου G3, το οποίο αποτελεί για χρόνια τον κύριο ατομικό οπλισμό του Έλληνα στρατιώτη. Ένα όπλο που κατασκευάστηκε, κατόπιν αδείας της Γερμανικής εταιρίας Heckler und Koch, με ιδιαίτερη επιτυχία στις εγκαταστάσεις της τότε Ελληνικής Βιομηχανίας Όπλων στην πόλη του Αιγίου, και αντικατέστησε, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, τον ατομικό οπλισμό του Έλληνα στρατιώτη. Η πρόθεση αυτή, μετά από μία και πλέον δεκαετία « επικίνδυνης ανομβρίας» στο χώρο των εξοπλισμών, επανέρχεται και μέσω αυτής αναζητείται η αναγέννηση του εργοστασίου του Αιγίου. Όμως, η επαναφορά της πρόθεσης αυτής αρκεί; Είναι το πρόγραμμα αυτό αρκετό για τη βιομηχανία των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων και την εγκατάσταση του Αιγίου;

Η διαδρομή της Ελληνικής Βιομηχανίας Όπλων,  από τη στιγμή της ιδρύσεώς της έως και σήμερα, όπως και η αντίστοιχη διαδρομή της Ελληνικής κρατικής Αμυντικής Βιομηχανίας στο σύνολό της, χαρακτηρίζεται από την απουσία μακρόπνοου σχεδιασμού για την εγχώρια παραγωγή αμυντικών προϊόντων. Προϊόντων που να συνδυάζουν έρευνα, ανάπτυξη και συνεργασία με τα ερευνητικά κέντρα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, αξιοποιώντας το ικανότατο Ελληνικό ανθρώπινο δυναμικό.

Ίσως να μην είναι γνωστό στο ευρύ κοινό, αλλά προσπάθειες σχεδιασμού εγχώριων προϊόντων από την εταιρία των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων υπήρξαν, χωρίς όμως ποτέ να ευοδωθούν με την ανάλογη επιτυχία. Ο αντιαρματικός εκτοξευτής μίας χρήσης ARIS IV (Antitank Rocket Infantry System), η σχεδίαση του οποίου είχε ολοκληρωθεί το 1984, το αντιαεροπορικό σύστημα Άρτεμις 30 της δεκαετίας του 1980-1990 και τα βομβιδοφόρα βλήματα πυροβολικού GRM 20 και GRM 49,  αποτελούν απτά παραδείγματα τέτοιων προσπαθειών, που όμως χαρακτηρίστηκαν από την απουσία οράματος και προγραμματισμού, με ιδιαιτέρως άσχημα, δυστυχώς, οικονομικά αποτελέσματα για την εταιρία και τη χώρα.

Το νέο τυφέκιο μάχης ίσως αποτελεί μία ουσιαστική ευκαιρία για την εταιρία, όμως αυτή θα καταστεί πραγματική, μόνον αν το πρόγραμμα αυτό αντιμετωπιστεί με όραμα και αναπτυξιακή προοπτική για την άμυνα, το ανθρώπινο δυναμικό, και την οικονομία της χώρας. Η εταιρία των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων δημιουργήθηκε όχι για να αγοράζει ξένη τεχνογνωσία, όπως αρχικά έπραξε στα τέλη της δεκαετίας του 1970, για την συμπαραγωγή του τυφεκίου μάχης G3, αλλά κυρίως, για να σχεδιάζει και να παράγει ανταγωνιστικά αμυντικά προϊόντα με υψηλή προστιθέμενη αξία. Τόσο για την κάλυψη των αναγκών του Ελληνικού Στρατού, όσο και για την κατάκτηση μεριδίου στη διεθνή αγορά και την τόνωση της Ελληνικής οικονομίας και της διεθνούς παρουσίας της χώρας.

Η επιδίωξη αυτή απαιτεί τη διευρυμένη συνεργασία με τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και τα ερευνητικά τους κέντρα, την ικανή χρηματοδότηση της εταιρίας για την έρευνα και ανάπτυξη νέων αμυντικών προϊόντων, και την ουσιαστική προσθήκη του Ελληνικού επιστημονικού δυναμικού στην παραγωγική διαδικασία της εταιρίας. Διαδικασίας που οφείλει να συμπεριλάβει και να επεκτείνει, μεταξύ άλλων, και την εγκατάσταση του Αιγίου.  Ο προγραμματισμός και η χρηματοδότηση προγραμμάτων εγχώριας σχεδίασης αποτελεί μονόδρομο για την ανάπτυξη της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας και έχει άμεση ανάγκη από την «πολιτική βούληση» της χώρας.

Γιατί η «συνολική αξία» ενός ευρώ που προέρχεται από τον σχεδιασμό, την παραγωγή και την εξαγωγή ενός εγχώρια σχεδιασμένου αμυντικού προϊόντος, εμπεριέχει «διαφορετική αξία» από αυτήν του ενός ευρώ, προερχόμενου από το τουριστικό προϊόν της χώρας.  Οικονομική αλλά και γεωπολιτική.