Νομική εκτίμηση της εμβολιαστικής υποχρέωσης των υπαλλήλων

ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΛΕΠΙΔΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ

ΝΟΜΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΜΒΟΛΙΑΣΤΙΚΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

 

 Εμβόλια κατά της COVID-19 έχουν πλέον αναπτυχθεί ως η τελική λύση που απαιτείται για τον τερματισμό της πανδημίας.  Ενώ όμως, το γεγονός αυτό, δίνει ελπίδα ως μέρος μιας λύσης στην πανδημία, εγείρει  ταυτόχρονα κάποιες ανησυχίες λόγω του φαινομένου του «εμβολιαστικού δισταγμού». Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα οφέλη για τη δημόσια υγεία των εγκεκριμένων εμβολίων COVID-19 θα διακυβευτούν από τον δισταγμό των πληθυσμών που πρόκειται να εμβολιαστούν. 

Ο εφησυχασμός η εσφαλμένη εκτίμηση του κινδύνου και η άγνοια, αναφορικά με την σοβαρότητα της νόσου, οι μη διαφανείς πηγές πληροφόρησης, το επίπεδο εμπιστοσύνης των πολιτών στην συμβατική ιατρική κ.ο.κ εντοπίζονται ως κάποιες από τις αιτίες του παραπάνω φαινομένου.

 Το πρόβλημα όμως του «εμβολιαστικού δισταγμού» δεν είναι νέο και ούτε φανερώθηκε με την νόσο covid-19.

Στην Ευρώπη τον 18ο αιώνα, πολλοί θεωρούσαν τον εμβολιασμό «αντίθετο με το σχέδιο του Θεού». Ο επόμενος αιώνας ήταν μάρτυρας της εμφάνισης αντιεμβολιαστικών κινήσεων με κυριότερη την «Αντιεμβολιαστική Ενωση» στη Βρετανία.  Στις αρχές του 20ου αιώνα, σε ορισμένα Αφρικανικά περιβάλλοντα, οι αποικιακές αρχές ανάγκασαν τους ανθρώπους να εμβολιαστούν, προκαλώντας αντίσταση. Στη δεκαετία του 1970, το κίνημα κατά του εμβολιασμού κέρδισε δημοτικότητα στους δυτικούς κύκλους μετά από μια έκθεση (αργότερα διαψεύστηκε) σχετικά με τις ανεπιθύμητες αντιδράσεις στο εμβόλιο κατά του κοκίτη  στη δεκαετία του 1990. Ο δισταγμός υποκινήθηκε περαιτέρω από τη διαμάχη σχετικά με τους δεσμούς μεταξύ του εμβολιασμού για την ιλαρά, την παρωτίτιδας και την ερυθρά και του αυτισμού. Στη δεκαετία επίσης του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, εμφανίστηκαν φήμες που συνδέουν τα εμβόλια, με τη στειρότητα, που προκλήθηκαν λόγω των πρωτοβουλιών εμβολιασμού στις χώρες της Δυτικής Αφρικής.

Έτσι, όταν το πρόβλημα του εμβολιαστικού δισταγμού τίθεται σε μια ιστορική προοπτική, προκύπτουν δύο τάσεις αυτού του φαινομένου. Από τη μία υποστηρίζεται πώς τα εμβόλια προκαλούν μεγαλύτερη ζημιά από τις ασθένειες που προορίζονται να αποτρέψουν και από την άλλη διαπιστώνεται, ότι μεγάλο μέρος αυτής της ανησυχίας έχει τις ρίζες του στις εντάσεις μεταξύ πολιτών και αρχών, που συχνά δημιουργούνται από πολιτικές υποχρεωτικού εμβολιασμού.

Στην περίπτωση των εμβολίων κατά της νόσου covid-19, φαίνεται πώς η επιλογή είναι μεταξύ ενός συγκεκριμένου, σοβαρού, θανατηφόρου κακού σε σημαντικό αριθμό περιπτώσεων, και ενός κακού, που θεωρείται απίθανο σύμφωνα με το σημερινό επίπεδο της επιστήμης.

 Είναι αλήθεια πώς δεν έχουμε και πώς δεν μπορούμε σύντομα να έχουμε την αναγκαία εκ των υστέρων αξιολόγηση όλων των συνεπειών του εμβολίου. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε μακροπρόθεσμες δυσμενείς επιπτώσεις, ακόμη και αν η συντριπτική πλειονότητα των ιατρικών αρχών, σε όλο τον κόσμο μας καθησυχάζει σχετικά με αυτό.

Γνωρίζουμε όμως σήμερα πώς το εμβόλιο σώζει από την ασθένεια πολύ ευρέως και πώς μετριάζει τις συνέπειες της, όταν προσβάλλει τον άνθρωπο.  Έτσι φαίνεται πώς η επιλογή είναι μεταξύ ενός συγκεκριμένου, σοβαρού, θανατηφόρου κακού σε σημαντικό αριθμό περιπτώσεων και ενός ελάχιστα πιθανού και πολύ ηπιότερου κακού, με τα σημερινά δεδομένα της επιστήμης.

 Αυτή η επιλογή, η οποία, επειδή εξακολουθεί να υπάρχει ένας βαθμός αβεβαιότητας, θα μπορούσε να είναι αυτή της άρνησης εμβολιασμού, εάν ήταν μόνο θέμα εαυτού, γίνεται σχεδόν αναγκαστικά αυτή του εμβολιασμού όταν πρέπει να λάβουμε υπόψη, από ηθική και υπεύθυνη άποψη, την κοινότητα στην οποία ζούμε

 Γίνεται γενικά αποδεκτό πώς η ελευθερία προϋποθέτει απουσία εξαναγκασμού, αλλά δεν υπάρχει μοναχική ελευθερία.

Κάθε ελευθερία περιορίζεται από αυτή των άλλων

 Ειδικότερα όποιος θέλει να ασκήσει επαγγέλματα που έχουν και λειτουργηματικό χαρακτήρα (Υγειονομικοί, Σώματα Ασφαλείας κ.ο.κ) που έχει ως καθήκον την προάσπιση της υγείας και της ασφάλειας των πολιτών με βάση νομικούς αλλά και δεοντολογικούς κανόνες.  Ως εκ τούτου, έχει υποχρέωση προληπτικού εμβολιασμού, διατηρώντας εναλλακτικά την ελευθερία άσκησης άλλου επαγγέλματος εάν δεν το επιθυμεί. Ακριβώς όπως οι εταιρείες ζητούν, από όσους θέλουν να είναι αντιπρόσωποι πωλήσεων, να αποδείξουν την κατοχή άδειας οδήγησης, ακριβώς όπως εκείνοι που θέλουν να εργαστούν ως οδηγοί ή πιλότοι πρέπει να έχουν καλή όραση, δεν φαίνεται αφύσικο να ζητάμε από τους αστυνομικούς τους υγειονομικούς κλπ. να εμβολιαστούν έτσι ώστε τα νοσοκομεία και οι λοιπές δομές παροχής υπηρεσιών υγείας να μπορούν να σώσουν αντί να μολύνουν και οι υπάλληλοι των σωμάτων δημόσιας τάξης να περιφρουρούν και να διασφαλίζουν την ζωή αντί να την εκθέτουν σε κίνδυνο.

 Είναι φανερό λοιπόν πώς υπάρχει ελευθερία συνείδησης, κάτι που δικαιολογεί ώστε ο εμβολιασμός να μην είναι –κατ’αρχήν- υποχρεωτικός για το σύνολο του ανεμβολίαστου πληθυσμού, αλλά πως μπορεί να είναι υποχρεωτική μόνο η απαγόρευση άσκησης ορισμένων επαγγελμάτων, η άσκησης ορισμένων δραστηριοτήτων, η εισόδου σε ορισμένα μέρη. Όποιος δεν θέλει να εμβολιαστεί, έχει τις συνέπειες όπως συμβαίνει και με τους  αντιρρησίες συνείδησης. Ο Λοκ έλεγε πώς «αν η ανοχή επεκτεινόταν σε όλα αυτά στα οποία οι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι λόγω της συνείδησής τους είναι αδύνατο για αυτούς να τα ανεχθούν, όλοι οι πολιτικοί νόμοι και όλη η εξουσία του δικαστή θα καταστρέφοντο» (Δοκίμιο για την ανοχή)

Με βάση τα παραπάνω, όταν υπάρχει νόμος που καθιστά μη νόμιμη την παροχή υπηρεσιών η την διενέργεια συγκεκριμένων υπηρεσιακών ενεργειών από ανεμβολίαστους εργαζόμενους, νόμος που τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και προσδιορίζει, είτε ευθέως, είτε μέσω νομοθετικά εξουσιοδοτημένων υπουργικών αποφάσεων, τον κύκλο των εργαζομένων με πλήρη την αιτιολογική έκθεση αυτού, ο υπάλληλος που με βάση τις διατάξεις είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων του (αρθρ. 25 Υ.Κ) οφείλει να τηρήσει και την υποχρέωση του προηγούμενου της εκτέλεσης της εργασίας του, εμβολιασμού του, που αποτελεί πλέον όρο νομιμότητας αυτών. Η ενδεχόμενη εκ μέρους του επίκληση λόγων αντισυνταγματικής η παρανόμου προδηλότητας μιάς τέτοιας υποχρέωσης, ενόψει της μέχρι σήμερα νομολογίας, δεν μπορεί να στηριχθεί, ώστε να τύχει εφαρμογής,  με συνέπεια αυτός να μη δύναται νομίμως να αρνηθεί την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Στο πρόσφατα ψηφισθέντα Ν. 4810/2021, που ουσιαστικά συνόψισε νομοθετικά κατά τρόπο συνταγματικά ανεκτό, δυνατότητες που απέρρεαν και από ισχύουσες ήδη διατάξεις αναφέρεται πώς: «Ειδικώς στην περίπτωση εργαζομένων των παρ. 1 και 2 σε φορείς του δημοσίου τομέα, υπό την έννοια της περ. (α) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α' 143), με απόφαση του επικεφαλής του Φορέα επιβάλλεται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης, το ειδικό διοικητικό μέτρο της αναστολής καθηκόντων για επιτακτικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Κατά τον χρόνο αναστολής καθηκόντων, ο οποίος δεν λογίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, δεν καταβάλλονται αποδοχές. Με τη συμπλήρωση δεκατεσσάρων (14) ημερών από την ολοκλήρωση του εμβολιασμού, η αναστολή αίρεται με όμοια απόφαση»

Όμως και χωρίς την ανωτέρω διάταξη αναφορικά με την μη καταβολή αποδοχών, που εμφανίζεται προβληματική από συνταγματικής απόψεως, σε ενδεχόμενο τέτοιας αρνήσεως, υφίσταται κίνδυνος περικοπής του μισθού του σύμφωνα με την ήδη ισχύουσα διάταξη του άρθρ. 43 παρ. 1 και 2 του Υπαλληλικού Κώδικα, αλλά και πειθαρχικής δίωξής του για παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, εντολές και οδηγίες (αρθρ. 107 παρ. 1β’) αλλά και της απείθειας η σοβαρής απείθειας (αρθρ. 107 παρ. 1κστ’ και 1θ’ αντίστοιχα)

Όπως προαναφέρθηκε στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ο δικαιολογητικός λόγος της συνδρομής περιπτώσεως προδήλου ελλείψεως νομιμότητας, λόγω συγκρούσεως των διατάξεων του συγκεκριμένου νόμου με τις συνταγματικές επιταγές, για την προστασία της αξίας του ανθρώπου, της αυτοδιάθεσης κ.ο.κ

Είναι τελείως διαφορετικό θέμα, αν τέτοιοι ισχυρισμοί μπορούν να αποτελέσουν έρεισμα για έκδοση δικαστικής απόφασης, επί της ουσίας τους. Το βέβαιο είναι πώς δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι έχουν πρόδηλη βασιμότητα, στο πεδίο του πειθαρχικού δικαίου,  προκειμένου να δικαιολογήσουν την άρνηση εκτέλεσης καθηκόντων.

 

Διαβάστε επίσης