Ο Σουηδός σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ίνγκμαρ Μπέργκμαν υπήρξε μια από τις κορυφαίες και επιδραστικότερες μορφές στην ιστορία της εβδόμης τέχνης. «Είναι πιθανότατα ο μεγαλύτερος κινηματογραφιστής από την ανακάλυψη του κινηματογράφου», είχε δηλώσει ο Γούντι Άλεν το 1988, όταν ο Σουηδός μετρ συμπλήρωνε τα 70 του χρόνια.
Ο Μπέργκμαν δημιούργησε ένα έργο μεγάλου συναισθηματικού πλούτου φέροντας στο φως το τραγικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Κύρια θέματα των ταινιών του είναι η αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, η αντιπαράθεση του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τον Θεό, η αμφισβήτηση του τελευταίου, η ανάλυση των διαπροσωπικών σχέσεων και κυρίως των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων και η αναζήτηση του νοήματος της ζωής.
Ο Ερνστ Ίνγκμαρ Μπέργκμαν γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1918 στην Ουψάλα και μεγάλωσε στη Στοκχόλμη. Γιος Λουθηρανού πάστορα, δεύτερο από το τρία παιδιά της οικογένειας, έλαβε αυστηρή και ασκητική ανατροφή από την οποία προσπαθούσε αδιάκοπα να απελευθερωθεί. Τα παιδικά του χρόνια, τα οποία χαρακτήριζε «οδυνηρά και μπλεγμένα» τον σημάδεψαν βαθιά και άφησαν τα ίχνη τους στο έργο του.
Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης ιστορία, τέχνη και φιλολογία. Εκεί για πρώτη φορά άρχισε να ασχολείται με πάθος με το θέατρο γράφοντας και παίζοντας σε έργα και σκηνοθετώντας φοιτητικές παραστάσεις. Το 1944, ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα ως σκηνοθέτης στο Δημοτικό Θέατρο του Χέλσινμποργκ.
Τον ίδιο χρόνο συνάντησε τον Καρλ-Άντερς Ντίμλινγκ, διευθυντή της Σουηδικής Βιομηχανίας Κινηματογράφου, που τού ανέθεσε τη συγγραφή ενός πρωτότυπου σεναρίου, το οποίο σκηνοθέτησε ο Αλφ Σγιέμπεργκ, ο σημαντικότερος σκηνοθέτης του τότε σουηδικού κινηματογράφου με τίτλο «Φρενίτιδα» («Hets»). Η ταινία γνώρισε τεράστια επιτυχία διεθνώς και άνοιξε τον δρόμο στον Μπέργκμαν για να σκηνοθετήσει την πρώτη ταινία, το 1945, με τίτλο «Κρίση» («Kris»). Το σινεμά γίνεται πλέον θρησκεία για τον Μπέργκμαν. «Το να κάνω ταινίες είναι για μένα ένστικτο, μια ανάγκη όπως αυτές που προέρχονται από την πείνα, τη δίψα, τον έρωτα» είχε πει σε μια συνέντευξή του.
Στα μέσα της δεκαετίας του '50 αρχίζει η διεθνής αναγνώριση για τον Μπέργκμαν με τις ταινίες «Χαμόγελα Καλοκαιρινής Νύκτας» (1955), μια γλυκόπικρη κομεντί εποχής, «Η Έβδομη Σφραγίδα» (1956), ένα μεσαιωνικό ηθικοπλαστικό μεσαιωνικό έργο και «Άγριες Φράουλες» (1957), ένας διαλογισμός πάνω στα γηρατειά. Συνεχίζεται με την λεγόμενη «Τριλογία της Σιωπής», που την αποτελούσαν οι ταινίες «Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη» (1961), «Χειμωνιάτικο Φως» (1961) και «Σιωπή» (1963), που από πολλούς κριτικούς θεωρείται το επιστέγασμα της δημιουργίας του. Τα θέματα που διερευνά σε αυτές τις ταινίες είναι τα όρια ανάμεσα στη λογική και στην τρέλα, στην ανθρώπινη επαφή και την απομόνωση.
Από τα μέσα της δεκαετίας του '60 και μετά εγκαταλείπει τη χρήση συμβολισμών και
αλληγοριών που κυριαρχούσαν σε παλαιότερες ταινίες του και περνά σε περισσότερο λιτές σκηνοθεσίες, ερευνώντας κυρίως τη γυναικεία ψυχοσύνθεση και την προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει του εαυτό του. Χαρακτηριστικές ταινίες αυτής της περιόδου είναι οι «Κραυγές και Ψίθυροι» (1972), «Σκηνές από ένα Γάμο» (1974) και «Φθινοπωρινή Σονάτα» (1978), που σημειώνουν μεγάλη επιτυχία διεθνώς.
Το 1976, ο Μπέργκμαν εγκαταστάθηκε στη Γερμανία για φορολογικούς λόγους, όπου γύρισε «Το Αυγό του Φιδιού» (1977), μια ταινία για την άνοδο του ναζισμού. Αργότερα επέστρεψε στη Σουηδία και το 1982 γύρισε την ταινία «Φάνι και Αλέξανδρος» το μεγαλοπρεπές έργο-διαθήκη για την παιδική του ηλικία και το πάθος του για το θέαμα.
Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν σκηνοθέτησε πάνω από 60 ταινίες για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, στις πιο πολλές από τις οποίες έγραψε το σενάριο. Δούλεψε στα περισσότερα έργα του με μια αφοσιωμένη ομάδα καλλιτεχνών, όπως οι διευθυντές φωτογραφίας Γκούναρ Φίσερ και Σβεν Νάικβιστ και οι ηθοποιοί Χάριερ και Μπίμπι Άντερσον, Λιβ Ούλμαν, Ίνγκριντ Τούλιν, Μαξ φον Σίντοφ, Έρλαντ Γιόζεφσον και Γκούναρ Μπγιόρνστραντ
Εκτός από τον κινηματογράφο, εργάστηκε στα σημαντικότερα θέατρα της Σουηδίας ανεβάζοντας έργα των Στρίντμπεργκ, Σέξπιρ, Πιραντέλο, Καμί, Γουίλιαμς, Ανούιγ, Μπρεχτ, Τσέχοφ, αλλά και δικά του. Συνολικά σκηνοθέτησε 170 θεατρικές παραστάσεις.
Τιμήθηκε με πλήθος βραβείων, πολιτικών και καλλιτεχνικών , από τα οποία ξεχωρίζουν τα 3 Όσκαρ (και οι 9 υποψηφιότητες), η Χρυσή Άρκτος του Φεστιβάλ του Βερολίνου και ο Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ των Κανών. Στοιχεία της ιδιωτικής και της επαγγελματικής του ζωής μετέφερε στα βιβλία του «Laterna Magica», «Εικόνες» και «Τα Παιδιά της Κυριακής», που έγινε ταινία από τον γιο του Ντάνιελ.
Μετά τον θάνατο της πέμπτης και τελευταίας συζύγου του, της Ίνγκριντ φον Ρόζεν το 1995, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν έμενε μόνος το μεγαλύτερο διάστημα στο νησί Φορέ, βόρεια της Γιουτλάνδης, όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 30 Ιουλίου 2007, σε ηλικία 89 ετών. Από τους πέντε γάμους του απέκτησε οκτώ παιδιά και ένα εκτός γάμου με την πρωταγωνίστρια των ταινιών του Λιβ Ούλμαν.
Πηγή: sansimera.gr