Έμεινε «πανί με πανί». Το μοναδικό «περιουσιακό» του στοιχείο ήταν το σπουδαίο όνομα που είχε φτιάξει στο θέατρο και τον κινηματογράφο.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ταπί και ψύχραιμος, ξενιτεύτηκε στην Αμερική, για να καταφέρει να ξεπληρώσει τα χρέη που είχε δημιουργήσει και τελικά τα κατάφερε.
Το χρονικό της πτώχευσης
Το 1963, ο Έλληνας «Φρεντ Αστέρ» πήρε την απόφαση να αποκτήσει δικό του θέατρο. Ήταν το «Γκλόρια», στο οποίο ήλπιζε ότι θα πραγματοποιούσε όλες τις καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες.
Όμως, η σχέση του με το χρήμα ήταν τραγική, παρά το γεγονός ότι είχε σπουδάσει οικονομικά. Έτσι, διεύθυνε το θέατρο μόνο με το φιλότιμο και όχι με οικονομικό σχεδιασμό.
Για παράδειγμα, όταν ανέβαζε παραστάσεις που απαιτούσαν 5-6 ηθοποιούς, αυτός προσλάμβανε 15, ώστε να δώσει μεροκάματο σε κάποιον άνεργο συνάδελφο ή φίλο του.
Επίσης, ως θιασάρχης ελεύθερου θεάτρου πλήρωνε πάντα τις πρόβες και το φαγητό των ηθοποιών, όταν σχεδόν κανένας άλλος επιχειρηματίας του χώρου δεν το έκανε.
Την ίδια λογική είχε και όταν διαπραγματευόταν την αμοιβή του, για τη συμμετοχή του σε μια εμπορική ταινία.
Η γυναίκα του πάντα του έλεγε «πήρες λίγα», διαπίστωση που έκανε και ο ίδιος σε συνέντευξη που έδωσε το 1993 στο περιοδικό «Ε» της Ελευθεροτυπίας. «Αισθάνομαι ότι πάντα λείπει ένα μηδενικό από την αξία μου, στο τέλος του αριθμού της αμοιβής μου».
Η αποτυχημένη παράσταση
Το 1966, ο Ηλιόπουλος ανέβασε το θεατρικό έργο «Κονσέρτο για Τρομπόνι».
Το κοινό είδε έναν άλλο ηθοποιό από αυτόν που είχε αγαπήσει. Στην παράσταση σουρεαλιστικού περιεχομένου, που έπεφτε «βαριά» για τα δεδομένα της εποχής, ο δημοφιλής ηθοποιός εμφανιζόταν φορώντας ξανθιά περούκα με μπούκλες.
Κανείς δεν ήθελε να βλέπει αυτόν τον «διαφορετικό» Ηλιόπουλο. Η αποτυχία ήρθε άμεσα. Κάθε παράσταση πήγαινε χειρότερα από την προηγούμενη.
O Ντίνος Ηλιόπουλος πλήρωνε τους ηθοποιούς και άφραγκος γυρνούσε σπίτι με τα πόδια. Είχε πλέον πτωχεύσει και η οικογένειά του υπέφερε οικονομικά.
Ο ελληνικός κινηματογράφος «είχε πάρει την κάτω βόλτα» και σε κάποια μεγάλα στούντιο της εποχής δεν ήταν αρεστός. Γι’ αυτό, αναγκαζόταν να παίζει στα θέατρα ακόμη και δεύτερους ή τρίτους ρόλους, δίπλα σε άγνωστες σταρλετίτσες της δεκαετίας του ’70.
Για το μεγάλο ηθοποιό υπήρχε μόνο μια λύση. Να ξενιτευτεί στην Αμερική και τον Καναδά, για να καταφέρει να «ξελασπώσει» οικονομικά.
Άφησε πίσω του δύο μωρά παιδιά, τη γυναίκα, τους φίλους του και όλα όσα είχε αγαπήσει, όταν πρωτοήρθε από τη Μασσαλία στην Ελλάδα.
Με τον θίασο που σχημάτισε, έπαιξε σε 60 πολιτείες τα έργα Θεσμοφοριάζουσες, Ζητείται Ψεύτης, Το Δικαστήριο των Γυναικών, Ο Αριστοφάνης συναντά το Ζορμπά και Ο κόσμος ανάποδα.
Στα σχεδόν δύο χρόνια που έλειψε, κατάφερε να ισορροπήσει οικονομικά.
Γυρνώντας στην Ελλάδα, συνέχισε και πάλι τη σπουδαία καριέρα του, δίπλα στα μεγάλα ονόματα του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Ο άνθρωπος που χάρισε απλόχερα το γέλιο, πρωταγωνίστησε στο πιο κακόγουστο αστείο της μοίρας. Στην πτώχευσή του.
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου