Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λαμία, σε μιαν εποχή (Κατοχή, Εμφύλιος) που, μέσα σε τρία – τέσσερα χρόνια, διπλασίασε τον πληθυσμό της, αφού, κυρίως ο Εμφύλιος, οδήγησε χιλιάδες ανθρώπους της υπαίθρου να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και την προκοπή τους (αγρότες, ποιμένες, έμποροι) και να βρουν καταφύγιο στις παρυφές της πόλης μας, στην αρχή σε παράγκες και σιγά σιγά σε πολυκατοικίες.
Η πολυκατοικία ήταν άγνωστη στην ελληνική επαρχία έως το 1950. Ενας κάτοικος της υπαίθρου, έστω κι αν κατοικούσε σε αστικά κέντρα, είχε κυρίως ιδιόκτητη μονοκατοικία. Δημόσιοι υπάλληλοι (δικαστές, εκπαιδευτικοί, χωροφύλακες, εφοριακοί) έβρισκαν λίγα καταλύματα για να ενοικιάσουν. Αφήστε που πολλοί από αυτούς, όντας νέοι υπάλληλοι, παντρεύονταν ντόπιες κοπέλες (όπως ο φιλόλογος πατέρας μου) και ρίχνανε ρίζες στον τόπο. Δύσκολες εποχές με εξορίες, εκτελέσεις, πιστοποιητικά φρονημάτων, αλλά με μια ακόρεστη πείνα για γράμματα. Κι όλοι έχουμε από εκείνη την εποχή να ευγνωμονούμε ταμένους δασκάλους που άφησαν τη σφραγίδα τους στη ζωή μας, ακόμη και σε μερικούς από εμάς που αργότερα έκαναν ευδόκιμη θητεία στις Επιστήμες και στα Γράμματα. Εως τα ώριμα χρόνια μας ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ήταν μια άγρυπνη παρουσία στη σκέψη μας και σ’ αυτήν λογοδοτούσαμε κι αυτήν αισθανόμασταν πως έχαιρε με κάθε μικρό ή μεγάλο επίτευγμα ή θλίβονταν για γκάφες, αστοχίες και συμβιβασμούς. Ακόμα και σήμερα, όταν χρειάζεται να γράψω μια λέξη που έρχεται από την αρχαία γλώσσα, θυμάμαι τον δάσκαλο να τη γράφει με αραιά γράμματα στον πίνακα ή να τη διορθώνει, όταν εγώ ή κάποιος συμμαθητής μου την είχαν γράψει ανορθόγραφα.
Ακόμη και τώρα, γράφοντας χιλιάδες λέξεις την εβδομάδα, σταματώ μπροστά σε αυτές που έμαθα από τον δάσκαλο, σε μια εποχή που γενναιόδωρα η εκπαίδευσή μας θεώρησε τη συνέχεια της γλώσσας μας μέσα στους αιώνες και τίμησε κάθε λέξη, ακόμη και του Ομήρου, που μπορούσε να καλύψεις τις εκφραστικές μας ανάγκες. Αργότερα, ως δάσκαλος κι ο ίδιος, χρειάστηκε να πολεμήσω εκπαιδευτικές στρεβλές μεταρρυθμίσεις (τρομάρα τους) που αποξένωναν τους μαθητές μου από έξοχα κείμενα στην καθαρεύουσα. Οποιος Νεοέλληνας θέλει να έχει τα εφόδια να διεισδύσει στα ιδεολογήματα, τους θεσμούς και τα ηθικά προτάγματα, π.χ., του 19ου αιώνα, δεν είναι δυνατόν να το επιτύχει, χωρίς να μελετήσει Παπαρρηγόπουλο και Ραγκαβή. Τα Απομνημονεύματα του Ραγκαβή (πρέσβη, αρχαιολόγου, ιστορικού, μυθιστοριογράφου, θεατρικού συγγραφέα) είναι ανάλογα σε ποιότητα σκέψης και ύφος με τα Απομνημονεύματα του Τσώρτσιλ που βραβεύτηκε (πολιτικός ων) με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας!
Οφείλω την ανακάλυψη του Ραγκαβή στον αξέχαστο φίλο Κωστή Σκαλιόρα που κι αυτός τον είχε ανακαλύψει, όταν ρέκτης εκδότης είχε κυκλοφορήσει τα πολύτιμα άπαντα του Ραγκαβή με τη φωτοτυπική μέθοδο. Εκτοτε, όταν έμπαινα σε τάξη να διδάξω Ιστορία, γνώριζα τι είχε διαβάσει ο Δεληγιώργης, ο Δεληγιάννης, ο Τρικούπης, αλλά και ο Παλαμάς, ο Ξενόπουλος και ο ζωγράφος Λύτρας. Σήμερα ένας δάσκαλος, διδάσκοντας Σεφέρη και Ελύτη, είναι δυνατόν να μην τους συνδυάσει με τον Χατζηκυριάκο – Γκίκα, τον Μόραλη και τον Τσαρούχη; Και, βέβαια, με τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Μαρκόπουλο, τον Ξαρχάκο και τον Σπανό;
Με θλίψη και απελπισία βλέπω σήμερα να ναρκοθετούν την εκπαίδευση συνδικαλιστές, αντιτιθέμενοι στην πρόσβαση παιδιών του λαού σε δημόσια σχολεία που τα μυούν στην έρευνα, στα νέα συστήματα και στα νέα εργαλεία γνώσης, στα Πειραματικά και Πρότυπα Γυμνάσια και Λύκεια. Και ο διάβολος με βάζει να υποπτευτώ, μήπως λειτουργούν τέτοιες ενέργειες συνειδητά ή βλακωδώς ασυνείδητα στο να οδηγηθούν οι άριστοι μαθητές, οι διψώντες και πεινώντες για γνώση, στην ιδιωτική εκπαίδευση. Μετά την απόλυσή μου από τη Χούντα από τη δημόσια εκπαίδευση δούλεψα στην ιδιωτική. Και το Κολλέγιο και η Σχολή Μωραΐτη και άλλα εξίσου σημαντικά ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα είχαν προβλέψει να εκπαιδεύουν ΔΩΡΕΑΝ ταλαντούχα παιδιά που δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να πληρώσουν δίδακτρα. Διαστημικοί επιστήμονες, δικαστές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, καθηγητές Πανεπιστημίου, αρχηγοί κομμάτων, βραβευμένοι λογοτέχνες, διδάκτορες του Καίμπριτζ και του Χάρβαρντ, καθηγητές σε ξένα Πανεπιστήμια πέρασαν από τα χέρια μας και μας έκαναν υπερήφανους. Και αυτή τη στιγμή χαίρομαι μαθητές μου διευθυντές φεστιβάλ, μαέστρους, έξοχους εκδότες, μεταφραστές, ηθοποιούς, θιασάρχες και πρέσβεις. Κανένας δεν ήταν τέκνο ισχυρής οικονομικά οικογένειας. Οι περισσότεροι ήταν υπότροφοι λόγω αριστείας. Και έρχονται τώρα «δάσκαλοι» και αρνούνται στην Πολιτεία να δημιουργήσει συνθήκες, ώστε τα ταλαντούχα παιδιά να μη χάσουν την όρεξη για γνώση ή να μην αναζητήσουν σωσίβια της ευφυΐας τους στην ιδιωτική και στην ευρωπαϊκή εκπαίδευση.
Αλήθεια, αφού οι συνδικαλιστές στην εκπαίδευση αντιδρούν στην αριστεία, γιατί δεν αποφασίζουν να εκλέγονται, αντί με ψηφοδέλτια που επικρατούν οι περισσότεροι σταυροί, με κλήρωση ανάμεσα σε όσους επιθυμούν να εργαστούν στο συνδικάτο;! Αφού τόσο ενοχλούνται για την αριστεία και αποστρέφονται τα αμερικάνικα πρότυπα, όπου οι ιδιοφυείς νέοι επιδοτούνται από μεγάλες επιχειρήσεις, ας, και λόγω ιδεολογικών συγγενειών, μιμηθούν τα σοβιετικά πρότυπα που κλειστά σχολεία μόρφωσαν επιστήμονες και αστροναύτες, όχι μόνο Ρώσους, αλλά και Ελληνες, από τον Σεβαστίκογλου ως τον Κόκκαλη! Τρεις σημερινοί έξοχοι άνθρωποι του θεάτρου μας, η Κατερίνα Ευαγγελάτου, ο Δημήτρης Ημελλος και ο Στάθης Λιβαθινός, αρίστευσαν, σπουδάζοντας στη Ρωσία.
Αλλά, όπως διαβάσαμε πρόσφατα, οι συνδικαλιστές αντιδρούν και στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου. Ο φιλόλογος πατέρας μου, που έφτασε ως τον βαθμό του Επίτιμου Λυκειάρχη, μια ζωή υπερηφανευόταν πως είχε αξιολογηθεί με άριστα, ακόμη κι όταν είχε γυρίσει από την εξορία και επαναπροσλήφθηκε με τα μέτρα επιεικείας του Πλαστήρα και αρίστευσε μάλιστα, με Επιθεωρητή ορκισμένο δεξιό, σε μια δύσκολη πολιτικά εποχή και επαρχία, στην Καλαμπάκα του 1953.
Ως ιδιωτικός εκπαιδευτικός ζήτησα με αίτησή μου να αξιολογηθώ και με επιθεώρηση σπουδαίος εκπαιδευτικός και με τίμησε με μια αναφορά του στην Περιφέρειά του ως παραδείγματος προς μίμησιν. Αυτά είναι τα εύσημά μου και οι μαθητές μου που ακόμα με τιμούν σε κάθε ευκαιρία. Τι άλλο να επιθυμήσει ένας δάσκαλος;
Υπήρχε άλλοτε, όχι πριν πολλά χρόνια, ο θεσμός της μετεκπαίδευσης των εκπαιδευτικών. Ο πατέρας μου είχε επιλεγεί, λόγω υψηλής βαθμολογίας, να παρακολουθήσει μαθήματα ως μετεκπαιδευόμενος στην Αθήνα το 1936. Είχε δασκάλους τον γίγαντα Νικόλαο Βέη, τον μεγάλο φιλόλογο Λορεντζάτο, τον μεγάλο ιστορικό Αμαντο, τον Σίμο Μενάρδο, τον λαϊκιστή, μέγα λεξικογράφο Σκάσση. Οταν πέτυχα να εισαχθώ στη Φιλοσοφική Σχολή, ο πατέρας μου με εφοδίασε με μια επιστολή και πήγα πίσω από του Φιξ στο σπίτι του Νίκου Βέη. Με υποδέχθηκε σε ένα σπίτι που είχε ακόμη και στους διαδρόμους βιβλία και θυμόταν τον πατέρα μου ύστερα 20 χρόνια. Με συμβούλεψε να μην αφήσω σελίδα βιβλίου αδιάβαστη, τίποτε άλλο!
Είχα τη χαρά να συνυπηρετήσω, και στη δημόσια και στην ιδιωτική εκπαίδευση, με εξέχουσες προσωπικότητες που εργάζονταν με πάθος για να εμπνεύσουν τους μαθητές τους στην αφοσίωση στη γνώση και στην κριτική της γνώσης. Μόλις έπεφτε στην αντίληψή μας ένα προικισμένο παιδί, είτε στο επιστημονικό πεδίο, είτε στο καλλιτεχνικό, το εφοδιάζαμε με βιβλία, μεθόδους και πρότυπα, ώστε να αριστεύσει και να διεκδικήσει μια θέση στην κλίμακα των πνευματικών και των επαγγελματικών αξιών.
Τα Πρότυπα και τα Πειραματικά Σχολεία δημιουργήθηκαν για να μελετούν νέες μεθόδους εκπαίδευσης και να εντάσσουν στην εκπαίδευση νέες ιδέες με ερευνητικές διαδικασίες. Με υλικό τα προικισμένα παιδιά της πατρίδας, τα πορίσματα αυτής της εκπαιδευτικής διαδικασίας θα εφαρμοστούν δοκιμασμένα στη γενική, λαϊκή εκπαίδευση. Τα εμβόλια δεν παράγονται σε ειδικά εργαστήρια και δεν είναι αποτελέσματα πειραματισμών; Οποιος άριστος, σε όποιον τομέα, είναι εμβόλιο παιδείας και τίμιας επιχειρηματικότητας.