Ερώτηση Σίας Αναγνωστοπούλου στη Βουλή για την υπόθεση Λιγνάδη

Κοινοβουλευτική ερώτηση προς τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη κατέθεσαν 35 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, με πρωτοβουλία της Τομεάρχη Πολιτισμού Σίας Αναγνωστοπούλου, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο διενεργήθηκαν οι αναγκαίες πράξεις στο στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης, του Δημήτρη  Λιγνάδη.

 Όπως αποκαλύπτουν σχετικά δημοσιεύματα, ο Δημήτρης Λιγνάδης, ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού θεάτρου που εδώ και τρεις περίπου μήνες παραμένει κρατούμενος, μερικές ημέρες πριν από τη σύλληψη του φαίνεται να διέγραψε από τον υπολογιστή του όλα τα αποθηκευμένα στοιχεία και αρχεία,  με την διαδικασία format .Απορίες επιπλέον δημιουργεί  το γεγονός ότι δεν κατέστη δυνατόν να ανακτηθεί το υλικό που ενδεχομένως σβήστηκε από τον υπολογιστή και τα κινητά του τηλέφωνα.

 Επειδή πρόκειται για μια πολύκροτη υπόθεση, μείζονος πολιτικής, νομικής  και κοινωνικής αξίας και οι αρχές οφείλουν να ενεργούν τάχιστα, έτσι ώστε να μην αφήνονται περιθώρια και δυνατότητες να «χάνονται» πολύτιμα τεκμήρια, περιμένουμε με ενδιαφέρον τις απαντήσεις του κυρίου Χρυσοχοίδη.

Η ερώτηση

Στις 6 και στις 8 Μαρτίου οι αρχές πραγματοποίησαν εκ νέου αυτοψία  στο διαμέρισμα του Δ. Λιγνάδη, στο υπόγειο αλλά και στην ταράτσα της πολυκατοικίας όπου διέμενε και εκεί βρέθηκαν και κατασχέθηκαν πλήθος πειστηρίων (51), σημαντικών για την έκβαση της έρευνας.
Επιπρόσθετα, μέχρι σήμερα δεν έχει προχωρήσει η άρση του απορρήτου σε ειδικές εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook κ.ά., τα οποία σύμφωνα με τις καταγγελίες των θυμάτων χρησιμοποιούσε ο κατηγορούμενος.

Ωστόσο, και με βάση τα οριζόμενα στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας κατά το στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης (άρθρο 245 παρ.2 του ΚΠοινΔικ): «Αν υπάρχουν ενδείξεις ότι τελέστηκε αδίκημα και από την καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος απώλειας των αποδεικτικών στοιχείων ή υπάρχει δυσχέρεια πραγματοποίησης συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης ή κτήσης αποδεικτικού στοιχείου στο μέλλον ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα, οι κατά το άρθρο 31 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις ανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα. Στην περίπτωση αυτή ειδοποιούν τον εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο και του υποβάλλουν χωρίς χρονοτριβή τις εκθέσεις που συντάχθηκαν.

Ο εισαγγελέας, αφού λάβει τις εκθέσεις, ενεργεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 43 κ.ε.». Συνεπώς, οι αστυνομικές αρχές όφειλαν και μπορούσαν κατά το στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης να ερευνήσουν τα αρχεία των υπολογιστών, κινητών και άλλων συσκευών από τα οποία θα μπορούσαν να εξαχθούν κρίσιμα στοιχεία για την διερεύνηση της υπόθεσης.

Επειδή, πρόκειται για μια πολύκροτη υπόθεση μείζονος  κοινωνικής, πολιτικής, νομικής και ηθικής απαξίας.

Επειδή, οι αρχές οφείλουν να ενεργούν τάχιστα και να μην αφήνουν περιθώρια και δυνατότητες να απωλεσθούν σημαντικά τεκμήρια για την διερεύνηση μιας υπόθεσης.

Επειδή,  η διαγραφή των ηλεκτρονικών αρχείων και λοιπών πειστηρίων δυσχεραίνει σημαντικά και στην αστυνομική και δικαστική έρευνα.

Ερωτάται ο αρμόδιος Υπουργός:

Για ποιον λόγο δεν  έγινε άμεσα από τις αστυνομικές αρχές η κατάσχεση του κρίσιμου υλικού που είχε ο κατηγορούμενος στην κατοχή του, όπως υπολογιστές, κινητά κ.ά.;

Τίθεται θέμα πειθαρχικών ή άλλων ευθυνών των προανακριτικών οργάνων;
 

Οι ερωτώντες βουλευτές

 

Διαβάστε επίσης