Ούτε καν απώλεια

του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή - Δρ. Κοινωνιολογίας - Συγγραφέας

 

      
Μας έχουν κρύψει το γαλάζιο από την όραση. Επέβαλαν μόνο τις αποχρώσεις του γκρι. Όλα τείνουν στο χρώμα της στάχτης και προοπτικά στο απόλυτο μαύρο. Αλλοίμονο αν κάποιος προσπαθήσει να δώσει χρώματα. Μάταιος κόπος. Όλα βυθίζονται στο κενό. Συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στα βομβαρδισμένα τοπία.

Εκεί όλα είναι νεκροζώντανα. Ρακένδυτοι , πεινασμένοι και χωρίς καμία φωνή , σεργιανούνε στο γκρεμισμένο λιμάνι , αναπνέοντας οσμές δηλητηρίων και αρώματα πένθους. Μόνοι , περιδιαβαίνουν τα εγκαταλελειμμένα σπίτια και τις έρημες ακτές, αναζητώντας πρόσωπα οικεία και τρόπους διαφυγής. Κάθε τόσο ελικόπτερα πετάνε με θόρυβο και όλοι βγαίνουν από τις υπόγειες φωλιές τους , τρέχουν στην μεγάλη πλατεία της Ισοπέδωσης, έργο των ισχυρών φίλων του τόπου. Εκεί σηκώνουν τα χέρια ψηλά και δέχονται μικρά αλεξίπτωτα με τροφές που πέφτουν γλυκά πάνω στις λάσπες. Παλεύουν και ματώνονται, κάποιοι κερδίζουν και άλλοι χάνουν την ευκαιρία . Όλοι γυρίζουν τα μάτια ξανά πάνω στο γκρι και χάνονται βαθιά μέσα στις τρύπες τους.

Τους βλέπω ξανά και ξανά. Είμαι καθισμένος πάνω στον πύργο και αγγίζω με εγρήγορση την σκανδάλη. Οι εντολές είναι ρητές. Πυροβολούμε κάθε ύποπτη κίνηση. Κανείς δεν περνά τον γυάλινο τοίχο . Η θάλασσα υπάρχει μόνο σαν βάθος πεδίου. Τυπωμένη  με αφηνιασμένα κύματα, σταχτιά και αφιλόξενη στο νου της διαφυγής. Κανένας δεν τόλμησε να πλησιάσει κοντά της. Ακόμη και αν κάποιος ξεχάστηκε, μόλις πλησίασε την ταπετσαρία τον πυροβόλησε κάποιος συνάδελφος. Συνήθως ο Φόβος, δεινός  σκοπευτής και ικανός για τα πάντα.

Η ώρα κυλά αδιατάραχτα. Μετράω ανάσες. Αυτές βγαίνουν σαν σύννεφα και ταξιδεύουν στον χώρο. Στις 1 μ.μ. μας φέρνουν συσσίτιο. Αναφέρω μια ρωγμή στο γυαλί κάτω δεξιά στην άκρη της εικόνας.

-          Μην ανησυχείς, μου λέει ο ανώτερος , αδιαπέραστο.

Ησυχάζω. Τίποτα δεν αναιρεί τις βεβαιότητές μας και κανείς δεν μπορεί να μας χαλάσει το βόλεμα. Αφήνω το όπλο και δοκιμάζω να φάω. Αδύνατον. Όλα είναι θέμα αισθητικής. Τροφή μαύρη και ένας ζωμός μέσα στο γκρι. Ανάβω τσιγάρο. Τα σκουλήκια βγήκαν ξανά από τις τρύπες τους. Ένας χορεύει στην τρέλα του. Τον έχω στο στόχαστρο. Εύκολα. Δεν είναι απώλεια καν. Απλά καθαρισμός του τοπίου. Επιπλέον γαλήνη. Μετά την βολή τρέχει αίμα. Είναι το μόνο χρώμα που ακόμη επιμένει. Κόκκινο βαθύ και ρέει πάνω στο γκρι . Μέχρι να χαθεί στην τρύπα του μαύρου όλοι μένουν εκστασιασμένοι. Στην αλλαγή της φρουράς είσαι επαινετός. Έκανες το καθήκον σου άριστα. Αν φτάσει το όριο θα τον πάρω. Αυτός όμως χορεύει, ανεμίζει τα κουρέλια του, κοιτάει ψηλά και αφήνει τα μαλλιά του να πέσουν λυτά. Πετάει την μάσκα από το πρόσωπο και διακρίνω μια γνώριμη μορφή. Παίρνω τα κιάλια και βλέπω καλύτερα. Μα ναι, τον γνωρίζω. Είναι ο πατέρας μου. Αυτός που αρνήθηκε την υποταγή στα χρόνια του μεγάλου πολέμου. Δεν κάνω λάθος. Αυτός είναι . Αψηφά πάλι τον θάνατο . Ο τρελός τρέχει προς το σημείο μηδέν. Οπλίζω. Μια σειρήνα βουίζει τον κίνδυνο. Όλοι οι πύργοι παραμένουν σε ετοιμότητα.

-          Ακίνητος , φωνάζω με τον τηλεβόα, ακίνητος.

Αυτός γυρίζει κοιτά προς το μέρος μου. Σκύβει και αρπάζει μια πέτρα. Την πετά με ορμή πάνω στον γυάλινο τοίχο. Ο χρόνος παγώνει. Σπάει σαν πάγος το τείχος και πίσω η θάλασσα. Βαθύ το γαλάζιο , πολύ το χρώμα και το αίμα ποτάμι κόκκινο.

-          Πατέρα, μου λείπεις.

Δεν υπάρχει γυρισμός, οι σφαίρες χαλάζι και τα σκουλήκια άπειρα να εφορμούν σαν κύματα στα κύματα μέσα στην πανδαισία των απελευθερωμένων χρωμάτων σε μια φωτεινή μέρα που χάθηκε για πάντα η σιγουριά και η ασφάλεια.

Μια πεταλούδα χορεύει τριγύρω μου.  

(Δημοσίευση από το περιοδικό ΔΕΚΑΤΑ) 

Διαβάστε επίσης