Η καθυστέρηση αναγνώρισης της εντεινόμενης διεύρυνσης των ανισοτήτων στην παιδεία λόγω πανδημίας, αναμένεται στο άμεσο μέλλον να οδηγήσει στην διάρρηξη του ήδη αδύναμου κρίκου της λειτουργίας της παιδείας σε μία ισότιμη και κοινωνικά αποδεκτή βάση.
Δυστυχώς, η αδυναμία αυτή αναμένεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία και την ανάπτυξη στο μέλλον. Μπορεί η προετοιμαζόμενη συμφωνία του κυρίου Πιερακάκη με την εταιρία “Starlink” του Elon Musk για την ανάπτυξη στην χώρα μας, σούπερ γρήγορου δορυφορικού internet να είναι προς την σωστή κατεύθυνση, η αδύναμη διαδικασία της σχολικής εκπαίδευσης κατά την περίοδο της πανδημίας όμως, ανέδειξε μία πικρή πραγματικότητα. Αν οι «ταχύτητες» - ξεκινώντας από τις ινετερνετικές- δεν είναι ίδιες για όλους, τότε η διεύρυνση των ανισοτήτων στην παιδεία θα έχει μελλοντικά σημαντικές αρνητικές προεκτάσεις για μία διαρκή και ισορροπημένη κοινωνικοοικονομική πορεία.
Το γρήγορο internet, σε πρώτη φάση, θα βοηθήσει σημαντικά τους νέους, παρέχοντας τους εργαλεία να ανταγωνιστούν τους συνομήλικούς τους άλλων προηγμένων χωρών. Επιπρόσθετα, η τεχνολογία θα μπορέσει να δημιουργήσει εξειδικευμένες πλατφόρμες ειδικής στήριξης σε κατηγορίες μαθητών ανάλογα με τις ανάγκες τους. Όμως, οι υφιστάμενες διαφορές και η έλλειψη διαχρονικού προγραμματισμού ισότιμου επιπέδου παιδείας, θα αναδείξει ακόμα εντονότερα πώς οι νέες «ταχύτητες» δεν θα αφορούν όλους τους μαθητές και όλους τους νέους.
Υποχρέωση του Υπουργείου Παιδείας είναι να διασφαλίζει το επίπεδο της παρεχόμενης παιδείας ισότιμα σε όλες τις βαθμίδες. Χρόνια τώρα οι περισσότεροι πολιτικοί επαναπαυόντουσαν στην Συνταγματικά κατοχυρωμένη υποχρέωση παροχής της δωρεάν παιδείας, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι το μέρος αυτής της υποχρέωσης αφορά και την ισοτιμία ως προς το επίπεδο παροχής της. Μπορεί η τηλεκπαίδευση να μπήκε στα σπίτια. Όμως, επί ένα χρόνο αυτό που παρουσιάσθηκε ως επιτυχία – μπορεί σε κάποιο βαθμό να ήταν - ανέδειξε περισσότερες παθογένειες της πρωτοβάθμιας παιδείας στο επίπεδο των ανισοτήτων, παρά συνέβαλλε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εκπαιδευτικού έργου στα σχολεία.
Ας μην πέσουμε λοιπόν στην παγίδα να πιστεύουμε πως τα «κλειστά» σχολεία λειτούργησαν επειδή εφαρμόσθηκε η τηλεκπαίδευση. Προβλήματα υπήρξαν. Δεν αναφέρομαι σε τεχνικής φύσεως θέματα. Αναδείχθηκαν ακριβώς επειδή βασίσθηκε σε ένα σύστημα που εκτός της εκπαιδευτικής διαδικασίας δεν λειτουργούσε το ίδιο για όλους. Άρα με ενδογενείς ανισότητες στην γέννησή του.
Ανισότητες που εντάθηκαν εξαιτίας του γεγονότος ότι τα ιδιωτικά σχολεία εκ των πραγμάτων προσαρμόσθηκαν ταχύτατα. Χωρίς βέβαια να μειώνουν τα δίδακτρα παρά το γεγονός ότι το συνολικό κόστος λειτουργίας τους ήταν εμφανώς μειωμένο σε σύγκριση με όταν λειτουργούσαν κανονικά. Υποχρέωση του Υπουργείου Παιδείας όμως είναι να διασφαλίζει κατά πρώτον το επίπεδο της παρεχόμενης παιδείας ακόμα και όταν αυτή «τιμολογείται». Η τηλεκπαίδευση – κατά δήλωση της ίδιας της Υπουργού - δεν παρέχει το ίδιο επίπεδο με αυτό της δια ζώσης. Κατά δεύτερον, οφείλει να διασφαλίζει το ίδιο επίπεδο για όλους. Όταν αυτό δεν γίνεται οφείλει να παρεμβαίνει με κάθε τρόπο. Έστω και λεκτικά.
Μία πρόσφατη δημόσια τοποθέτηση της κυρίας Κεραμέως, σχετικά με την μείωση των διδάκτρων των ιδιωτικών σχολείων, εστίασε στην τυπικότητα ότι στα ιδιωτικά σχολεία η σχέση είναι «σχέση» βασιζόμενη σε ιδιωτική συμφωνία μεταξύ δύο μερών. Κατά συνέπεια δεν έχει λόγο ούτε αρμοδιότητα παρέμβασης. Μία τοποθέτηση που είναι εκτός του πνεύματος που θα επιθυμούσα να κινείται μία Υπουργός παιδείας.
Αν θεωρεί πως στα ιδιωτικά σχολεία η τελεκπαίδευση εξομοιώθηκε επιτυχώς με την δια ζώσης, τότε έμμεσα παραδέχεται την αδυναμία εξορθολογισμού της ανισότητας στην παιδεία, καθώς παραδέχθηκε πως το εγχείρημα στα δημόσια σχολεία αντιμετώπισε προβλήματα. Εφόσον όμως δεν έχει την δυνατότητα να πιέσει προς την κατεύθυνση μείωσης των διδάκτρων, τότε οφείλει να προσφέρει έργο προτρέποντας τα ιδιωτικά σχολεία με το ταμειακό πλεόνασμα που διαμόρφωσαν το τελευταίο έτος, να ενισχύσουν για τα επόμενα δύο έτη τουλάχιστον, δημόσια σχολεία απομακρυσμένων περιοχών.
Είναι απορίας άξιο το γεγονός πως κανείς πολιτικός από όλο το πολιτικό φάσμα δεν συζητάει την περίπτωση να πρέπει από ηθικής πλευράς τα ιδιωτικά σχολεία να μειώσουν – έστω και ελάχιστα – τα δίδακτρα. Με αφορμή την παραπάνω διαπίστωση όμως έχει έλθει ο καιρός να μιλήσουμε για μία νέα αντίληψη – συναντίληψη – όλων ως προς το γεγονός ότι η διεύρυνση των ανισοτήτων στην παιδεία δεν προάγει συνολικά την νεολαία στα επόμενα βήματά της στην κοινωνία. Η διαχρονική αδυναμία της πολιτείας και των πολιτικών πρέπει να καλυφθεί – έστω και με μικρά παραδείγματα – από το κεφάλαιο της ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Να «υιοθετήσει» η ιδιωτική εκπαίδευση δημόσια σχολεία στα οποία θα παρέχει στήριξη κάθε μορφής προκειμένου τουλάχιστον αυτά να φθάσουν στο επίπεδο των άλλων δημοσίων των πόλεων και των μεγάλων αστικών περιοχών. Η αναζήτηση λύσεων περνάει μέσα από την στενωπό της ανάδειξης συνεργασιών υποστήριξης της δημόσιας παιδείας από την ιδιωτική. Με κλιμακούμενη ένταση και εύρος επιλογών στήριξης. Η μείωση των διδάκτρων την περίοδο της πανδημίας, αναδεικνύει την δυνατότητα το έκτακτο «αποθεματικό» των ιδιωτικών σχολείων να εισφερθεί για την ενίσχυση δημοσίων σχολείων σε παραμεθόριες ή υποβαθμισμένες περιοχές
Ας δημιουργήσουν οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων με στελέχη του Υπουργείου Παιδείας ένα «task force» με στόχο να επεξεργασθούν ιδέες για τον τρόπο συμβολής τους στην πραγματική ανάταξη της «παιδείας των 100mbps». Η πανδημία ανέδειξε την αναγκαία και διαχρονική συμβολή της δημόσιας πρωτοβάθμιας υγείας στην στήριξη του πληθυσμού. Τα ιδιωτικά νοσοκομεία συνέδραμαν και το σύστημα ισορρόπησε. Τώρα είναι η σειρά των ιδιωτικών σχολείων να συνδράμουν την δημόσια εκπαίδευση σε περιοχές δύσκολες, όπου η κάθε μορφής στήριξη θα προσφέρει σημαντικά εφόδια.
Η νέα αναπτυξιακή φάσης της χώρας πού όλοι προσδοκούμε – αν ο σχεδιασμός προβλέπει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα - προϋποθέτει ισότιμη για όλους και αναβαθμισμένη δημόσια παιδεία. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με νέα δεδομένα για την λειτουργία της κοινωνίας, τον τρόπο ανάπτυξής της αλλά και της ανάγκης άμβλυνσης των ανισοτήτων. Κατά συνέπεια απαιτούνται πράξεις για μία «πατριωτική» παιδεία.
Η αναγνώριση της εκκολαπτόμενης νέας πραγματικότητας απαιτεί νέες καινοτόμες πολιτικές παιδείας. Πολιτικές που να αναδύονται μέσα από την παραδοχή πως μετά από μία δεκαετή κρίση χρέους και μνημονίων και ενός έτους κρίσης πανδημίας, τυχόν αδράνεια προς την κατεύθυνση αυτή θα έχει σοβαρές κοινωνικές, οικονομικές επιπτώσεις από τις οποίες η λειτουργία της δημοκρατίας δεν θα μείνει ανέγγιχτη.