«Οδηγός ανάπτυξης» ο κλάδος της εξορυκτικής βιομηχανίας

Πάνω από μισό δισ. ευρώ επενδυτικών κεφαλαίων μπορεί να κινητοποιήσει ο κλάδος της εξορυκτικής βιομηχανίας στο πλαίσιο «Ελλάδα 2.0», σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) Αθανάσιο Κεφάλα. Εστιάζοντας στα πλεονεκτήματα της ελληνικής εξορυκτικής βιομηχανίας, ο κ. Κεφάλας τονίζει ότι αναγνωρίζονται και από την Επιτροπή Πισσαρίδη, η οποία επισημαίνει την εξωστρέφεια του κλάδου, την παρουσία του στις διεθνείς αλυσίδες αξίας και τη διεθνή ανταγωνιστικότητά του. 

Όπως τονίζει ο πρόεδρος του ΣΜΕ, η εξόρυξη, εντασσόμενη στις προβλέψεις του Σχεδίου «Ελλάδα 2.0», μπορεί να κινητοποιήσει επιπλέον επενδύσεις που αφορούν την προσαρμογή του κλάδου στις ευκαιρίες και προκλήσεις της Βιομηχανίας 4.0, με υλοποίηση έργων αναβάθμισης των μεταλλουργικών μονάδων και των μονάδων καθετοποίησης προϊόντων, στον εκσυγχρονισμό των μεταλλείων και των λατομείων με αυτοματοποίηση διαδικασιών, εφαρμογές ρομποτικής, λειτουργία μηχανημάτων με δυνατότητες μηχανικής εκμάθησης, καθώς και τις αναγκαίες αλλαγές εξοπλισμού με στόχο τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος από τις εκπομπές τους. 

Καταλυτικός ρόλος

Επίσης μπορεί να κινητοποιήσει επενδύσεις για την εφαρμογή των αρχών κυκλικής οικονομίας με αξιοποίηση δευτερογενών πρώτων υλών, σε καινοτομίες στην παραγωγική διαδικασία, ανάπτυξη νέων προϊόντων και στη μεταλλευτική έρευνα για ανεύρεση νέων κοιτασμάτων, καθώς και στην εγκατάσταση και λειτουργία καινοτόμων μονάδων αξιοποίησης Ορυκτών Πρώτων Υλών στις περιοχές που επηρεάζονται από την απολιγνιτοποίηση. Σύμφωνα με τον ΣΜΕ, ο ρόλος των μετάλλων στο νέο μοντέλο οικονομίας είναι καταλυτικός και μπορεί να αποτελέσει για πολλές εταιρείες ανάχωμα στη δύσκολη συγκυρία. Ειδικότερα η σύγχρονη οικονομία απαιτεί μεγάλες ποσότητες μετάλλων και ορυκτών για ενεργειακά έργα, πολύ μεγάλες ποσότητες χαλκού, αλουμινίου και γραφίτη για ηλεκτρικά καλώδια, γεννήτριες, ηλεκτρικές μηχανές. 

Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τον κ. Κεφάλα, τα σημαντικότερα κρίσιμα θέματα που αποτελούν τροχοπέδη στην αναπτυξιακή πορεία της εξόρυξης και πρέπει να αρθούν για να κινητοποιηθούν τα επενδυτικά κεφάλαια, αφορούν την πολύ αργή και περίπλοκη περιβαλλοντική αδειοδότηση, με χρόνους που ξεπερνούν τις περισσότερες φορές τα τρία με τέσσερα χρόνια, η οποία αποθαρρύνει μεγάλες επενδύσεις και δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου, στις ασάφειες στην ενσωμάτωση του ευρωπαϊκού δικαίου, στα περιθώρια ερμηνειών στα διάφορα επίπεδα δημόσιας διοίκησης όσον αφορά τη δασική και λατομική νομοθεσία, που οδηγούν σε καθυστερήσεις και αυξημένο κόστος λειτουργίας, και τελικά επιβαρύνουν τη διεθνή ανταγωνιστική θέση των επιχειρήσεων του κλάδου.

Επιβεβλημένες θεωρούνται επίσης οι αλλαγές στο Λατομικό Νόμο, μετά από εμπειρία τριετούς εφαρμογής του, οι οποίες καθυστερούν αναιτιολόγητα και οδηγούν σε αυξημένο κόστος λειτουργίας αλλά και συντηρούν κλίμα ανησυχίας στις επιχειρήσεις του κλάδου. 

Σημαντική επιβάρυνση αντιμετωπίζουν επιπλέον οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις λόγω του υπολογισμού των μεταλλευτικών τελών με βάση την έκταση των παραχωρήσεων, γεγονός που πλήττει τη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους.

Περιφερειακή ανάπτυξη

Ο εξορυκτικός κλάδος, παρά τη δεκαετή οικονομική κρίση και τη συνεχιζόμενη υγειονομική κρίση των τελευταίων δώδεκα μηνών, είναι οδηγός περιφερειακής ανάπτυξης και διατηρεί το επίπεδο των υποστηριζόμενων ποιοτικών θέσεων. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία στη πενταετία 2012-2016 οι ενεργές επιχειρήσεις του κλάδου μειώθηκαν κατά 45%, το 5% από αυτές έχουν αντικείμενο τα μεταλλεύματα, το 31% την εξόρυξη μαρμάρων και το 47% την εξόρυξη αδρανών, μόλις περίπου το 50% είναι κερδοφόρες και κατά κύριο λόγο είναι μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις. Με βάση τα απολογιστικά στοιχεία του 2019 του ΣΜΕ, ο αριθμός απασχολουμένων στον κλάδο (όπου ανήκουν και οι 29 εταιρείες-μέλη του ΣΜΕ) ανήλθε στα 85.000 άτομα, μειωμένος κατά 15% σε σύγκριση με το 2018. Η παραγωγή (σε τόνους τελικών εμπορεύσιμων προϊόντων) ανήλθε στα 65 εκατομμύρια τόνους, μειωμένη κατά 10%, οι πωλήσεις του κλάδου ανήλθαν στα 2,1 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 15%, και οι εξαγωγές ανήλθαν στο 1,350 δισ. ευρώ.  

ΠΗΓΗ