Αύξηση μετοχικού κεφαλαίου Τρ. Πειραιώς: Άκου, Βλέπε, Σώπα…

του Ηρακλη Ρούπα

 

 

Θα περίμενε κανείς πως μία αύξηση μετοχικού κεφαλαίου τράπεζας ως εξυγιαντική διαδικασία, μόνον θετικές αντιδράσεις θα προκαλούσε. Επιβάλλεται μετά από μία δεκαετία αποτυχημένης διαχείρισης των τραπεζών, η κάθε στρατηγική ενέργεια μίας τράπεζας να αναδεικνύει το επιζητούμενο στίγμα της «νέας σελίδα» στην λειτουργία και τον ρόλο του τραπεζικού συστήματος. Δυστυχώς, ο χειρισμός της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας Πειραιώς μας οδήγησε εκ νέου – νοερά προς το παρόν – στα δύσκολα μονοπάτια μίας δεκαετίας σχεδόν μηδενισμού της αξίας και όχι μόνον των τραπεζών.

Σε ένα χρηματιστήριο που «παλεύει» να ανακτήσει την αξιοπιστία του, αλλά και τον ρόλο του, δεν είναι δυνατόν μία αύξηση μετοχικού κεφαλαίου τράπεζας να δρα ως καταλύτης αρνητικών εξελίξεων και ραγδαίας επιδείνωσης του κλίματος μετά την γνωστοποίηση των διαδικασιών της αύξησης. Όρων που, αρκετές μέρες μετά την έναρξη της πτώσης του ΧΑ δεν έχουν διευκρινισθεί ενώ το ΤΧΣ σιωπά. Ούτε βέβαια φαίνεται να έχει τεθεί θέμα αναστολής διαπραγμάτευσης της μετοχής παρά την σύγχυση που έχει προκληθεί λόγω ασάφειας των χειρισμών.

Διαπράττουν σημαντικό λάθος όσοι αναγάγουν τις τοποθετήσεις για το θέμα αυτό ως βάση πολιτικής αντιπαράθεσης. Ούτε βέβαια ως μία ευκαιρία να επιβληθούν κάποια συμφέροντα εις βάρος άλλων. Όσοι κινούνται με αυτό το σκεπτικό ως γνώμονα της κριτικής, απομακρύνονται από την αναζήτηση απαντήσεων μέσα από την ανάδειξη των παρακάτω ερωτημάτων:

Μετά τα capital controls, την υβριδική σωτηρία του τραπεζικού συστήματος μέσω της επακόλουθης χρηματιστηριακής ανυπαρξία των τραπεζών, υπάρχει κάποιος που δίνει σημασία στον μέτοχο; Οι φορείς, αλλά κυρίως η Κυβέρνηση, έχουν την δυνατότητα να αναγνωρίσουν πως η διαρκής υποβάθμιση των μικρών μετόχων δεν διαμορφώνει ευνοϊκό κλίμα για την παρουσία τους στις μελλοντικές διεργασίες του χρηματιστηρίου;

Προφανώς, η τοποθέτησή μου δεν έχει ως βάση την ανάδειξη μίας ακτιβιστικής προσέγγισης ως προς αυτό που επικοινωνιακά μόνον μέχρι σήμερα προκύπτει για τον χειρισμό της αύξησης της Πειραιώς. Άλλωστε, η ανάδειξη της αναπτυξιακής πολιτικής κάθε Κυβέρνησης διαφέρει. Έχει το δικό της φιλοσοφικό υπόβαθρο. Όταν όμως αυτή προωθείται με δυσκολία σε κάποιους τομείς όπως ο τραπεζικός, τότε αναμφίβολα οι κινήσεις και οι ενέργειες σε κρίσιμα και λεπτά θέματα για την ανάπτυξη πρέπει να είναι πολλαπλά στοχευμένες και ουσιαστικά εξειδικευμένες.

Για πολλούς αναλυτές εδώ και αρκετά χρόνια η τράπεζα Πειραιώς αποτελούσε τον αδύναμο κρίκο της εξυγίανσης. Ας μην διαφεύγει της προσοχής μας ποιες προβληματικές καταστάσεις βρήκαν τραπεζικό «καταφύγιο» στην Πειραιώς. Αυτά τα βάρη σίγουρα επιδρούσαν αρνητικά στην εξυγιαντική διαδικασία. Ακολουθήθηκε η επιλογή της διατήρησης της τράπεζας ως ενιαίας. Λανθασμένα ίσως. Στρατηγικά θα ήταν προτιμότερα να «σπάσει» και τα υγιή τμήματα αυτής να απορριφθούν από τις άλλες τρείς τράπεζες.

Μετά από χρόνια κατέληξε η πλειοψηφία των μετοχών της να ανήκει στο ΤΧΣ. Όχι ακριβώς Δημόσιο, αλλά σίγουρα έμμεσα στηριζόμενη από τους φορολογούμενους, τις αποφάσεις του Οικονομικού Επιτελείου και δυστυχώς δευτερευόντως από τους μικρούς μετόχους. Οι μόνοι που φαίνεται να ικανοποιούνται με τις εξελίξεις είναι οι διεθνείς οίκοι και οι «επερχόμενοι» – για άλλη μία φορά- ξένοι επενδυτές.

Ανακοινώνεται μία «υβριδική» αύξηση με ένα ιδιαίτερο σκεπτικό προσέλκυσης ξένων επενδυτών. Με στόχευση απώλειας σημαντικής πλειοψηφίας για το ΤΧΣ σε μία «επιβαλλόμενη» διεύρυνση του μετοχολογίου της τράπεζας εξ ανάγκης. Παρουσιάζεται δέκα χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης ως η μόνη λύση πλήρους εξυγίανσης. Λύση που πιθανώς να είναι η μοναδική πλέον.

Όταν όμως, μία αύξηση μετοχικού κεφαλαίου τράπεζας παρουσιάζεται για ακόμα μία φορά ως «υβριδική» και ως μονόδρομος εξυγίανσης, αλλά οδηγεί σε καταστροφική διάλυση (dilution) της τιμής της μετοχής – την τρίτη μέσα σε λίγα χρόνια – και απομείωση της περιουσίας του Δημοσίου, τότε η έλλειψη «επενδυτικής ευαισθησίας» κινδυνεύει να αναδείξει ένα ιδιόμορφο αρνητικό αναπτυξιακό αφήγημα:

Αυτό της άτυπης εξαίρεσης όλων των «μικρών» από την επόμενη ημέρα της ανάπτυξης. Η προσωπική μου αναπτυξιακή φιλοσοφία εστιάζεται στο δεδομένο πως το πρόγραμμα «ανάκαμψης» που ανάδειξε ο Πρωθυπουργός με την κινητοποίηση 60 δις ευρώ, έχει ανάγκη από την συνδρομή όλων. Όχι μόνον των ξένων επενδυτών. Η εμπιστοσύνη των “μικρών” θα διαμορφώσει την βάση για το μέλλον.

Ανακοινώνονται εδώ και αρκετές ημέρες από το ΔΣ της τράπεζας οι όροι της ΑΜΚ. Χωρίς προσδιορισμό τιμής καθώς αυτή θα διαμορφωθεί κατά την διαδικασία του book building. Η τιμή της μετοχής διαλύεται και κανείς δεν αντιδρά. Η μετοχή συνεχίζει να διαπραγματεύεται ως όλες οι ενέργειες να είναι ενταγμένες σε μία ομαλότητα. Οι φορείς φαίνεται να αποδέχονται μοιρολατρικά την κατακρήμνιση της μετοχής. Το ίδιο ΔΣ της τράπεζας δικαιολογεί την μεθόδευση της ΑΜΚ ως «δικαιολογημένη για το συμφέρον του ομίλου».

Η αρνητική εξέλιξη ως προς την πορεία της μετοχής μετά την ανακοίνωση της ΑΜΚ εύλογα δημιουργεί ερωτηματικά: Στα ανεπτυγμένα χρηματιστήρια η αντίδραση της τιμής της μετοχής σε κάθε ανακοίνωση της διοίκησης σηματοδοτεί τον βαθμό αποδοχής των επιλογών της. Αν προέκυπτε η βίαια αρνητική πορεία της τιμής της μετοχής της Πειραιώς σε άλλο χρηματιστήριο, ποια θα ήταν η θέση της διοίκησης έναντι των μετόχων; Θα διετηρείτο ή θα ξεκινούσαν ζυμώσεις για την αλλαγή της;

Βέβαια με δεδομένο τον έλεγχο της τράπεζας από το ΤΧΣ, η αξιολόγηση μετατίθεται προς τον φορέα αυτό. Αν αποδεχθεί την συγκεκριμένη κίνηση την δεδομένη χρονική στιγμή, με βάση την διεθνή πρακτική αποτίμησης «πεπραγμένων», το ΔΣ του Ταμείου πλέον θα ήταν το ίδιο εκτεθειμένο και υπόλογο για την εκτιμώμενη ζημία της τάξεως των 1,5 δις ευρώ.  Όμως, η στρεβλότητα έχει αποκτήσει νομική βάση υποστήριξης που παρέχεται από την «ασυλία» που επιτεύχθηκε με πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση. Πράξη που θα ήταν αδιανόητη σε κάθε άλλη ανεπτυγμένη χρηματιστηριακή αγορά.

Διατυπώνεται η άποψη πως η κίνηση αυτή ήταν αναγκαία για την οριστική εξυγίανση/σωτηρία της τράπεζας. Ακόμα όμως και στην περίπτωση που αποδεχθούμε πως η συγκεκριμένη ΑΜΚ είναι μονόδρομος, αναδεικνύεται το επακόλουθο ερώτημα ως προς την αποτελεσματικότητα της διοίκησης της τράπεζας Πειραιώς τα τελευταία χρόνια. Ποια τα θετικά αποτελέσματά της που οδηγούν σε μια ΑΜΚ που ζημιώνει το Δημόσιο, το φορολογούμενο και τους υφιστάμενους μετόχους, ενώ ταυτόχρονα προτάσεις της ως προς την ΑΜΚ διαλύουν την αξία της μετοχής της;

Τα δεδομένα οδηγούν στο συμπέρασμα πως οι μέχρι σήμερα ενέργειες για την εξυγίανση της τράπεζας δεν έχουν υπάρξει αποτελεσματικές. Αυτό άλλωστε αποτυπώνεται από την πορεία της μετοχής. Οδηγείται δε σε μία αύξηση –πιθανώς την λάθος χρονική στιγμή – με την ανοχή τόσο των φορέων και όχι μόνον, χάριν κάποιων ξένων επενδυτικών funds που αναμένεται να εισέλθουν στο μετοχικό κεφάλαιο αναζητώντας υπεραξίες από την προβλεπόμενη ανοδική κίνηση των χρηματιστηρίων.

Τα ίδια αυτά funds έχοντας γνώση της «αντιμετώπισης» των μετόχων – εγχώριων και ξένων- από τις διοικήσεις της τράπεζας τα τελευταία δέκα χρόνια, δεν θα έχουν κανένα ενδιαφέρον για την ουσιαστική κερδοφορία της και τον ρόλο της στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας. Με την αποκομιδή ικανοποιητικών κερδών από την υπεραξία των μετοχών θα πουλήσουν διαταράσσοντας για ακόμα μία φορά την αναγκαία μετοχική ισορροπία.

Το κρίσιμο ερώτημα όμως που αναδεικνύεται είναι αν ο σχεδιασμός της αναπτυξιακής προσπάθειας της Κυβέρνησης περνάει μέσα από την απαξίωση των μικρομετόχων και την στήριξη από κερδοσκοπικά funds βραχυπρόθεσμης;

Αν η απάντηση είναι αρνητική, τότε το ΤΧΣ πρέπει να διατηρήσει μεγάλο μέρος του ποσοστού που κατέχει, συμμετέχοντας σε μία ομαλώς σχεδιασμένη ΑΜΚ με στόχο την ανάκτηση μελλοντικών υπεραξιών και έμμεσου επηρεασμού της λειτουργικής στόχευσης της τράπεζας προς την σωστή χρηματοδοτική στήριξη της ανάπτυξης.

Άλλωστε, πρόσφατες είναι οι επισημάνσεις του Υπουργού Ανάπτυξης για την αποτυχία των τραπεζών στο σύνολό τους να χρηματοδοτήσουν ουσιαστικά την οικονομία μέχρι σήμερα.

https://www.mikrometoxos.gr/

 

*Α' Αντιπρόεδρος ΣΕΠΕΥ,  Υποψήφιος Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών