Στις 13 Οκτωβρίου 1933 το υπερωκεάνιο «Conte Grande» έμπαινε στο λιμάνι του Μπουένος Αϊρες. Στους επιβάτες του ήταν και ο ισπανός ποιητής Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, 35 ετών, που έφθανε στην πρωτεύουσα της Αργεντινής για την πρεμιέρα του θεατρικού του έργου «Ματωμένος γάμος».
Ο Λόρκα σκόπευε να μείνει μόνο λίγες μέρες στο Μπουένος Αϊρες, όμως έζησε έξι μήνες μέχρι την άνοιξη του 1934. Η πνευματική ζωή της πόλης ήταν σε άνθηση, ο Λόρκα έγινε φίλος σπουδαίων συγγραφέων όπως του Αργεντινού Χόρχε Λουίς Μπόρχες, του χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα αλλά και του τραγουδιστή Κάρλος Γαρδέλ, «πατέρα του τανγκό».
Η άνθηση των τεχνών ήταν όμως μόνο μια φωτεινή στιγμή στη δεκαετία του 1930 στην Αργεντινή, καθώς αυτή η περίοδος έχει καταγραφεί ως «η σκοτεινή δεκαετία». Και ήταν, με δεδομένο τι είχε προηγηθεί.
«Argentina potencia»
Το 1916, εκατό χρόνια μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της από τους Ισπανούς, η Αργεντινή ήταν η 5η ισχυρότερη οικονομία στον κόσμο και το ΑΕΠ της αντίστοιχο με αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά, χάρη κυρίως στα έσοδα από τις εξαγωγές πρώτων υλών, σιτηρών και κτηνοτροφικών προϊόντων. Το 30% των Αργεντινών ήταν ξένοι, στην πλειονότητά τους ευρωπαίοι μετανάστες που αναζητούσαν τη χώρα της προόδου και του μέλλοντος.
Ηταν η περίοδος της «Ισχυρής Αργεντινής» («Argentina potencia»), όπου κυριαρχούσε η αντίληψη ότι η χώρα θα εδραίωνε τη θέση της μεταξύ των δέκα ισχυρότερων κρατών του κόσμου. Τόσο σίγουροι για την ισχύ της χώρας τους ήταν οι Αργεντινοί, που σύμφωνα με έναν αστικό μύθο, όταν ταξίδευαν στην Ευρώπη, οι πλουσιότεροι εξ αυτών, μετέφεραν τις δικές τους αγελάδες ώστε τα παιδιά τους να πίνουν το γάλα που έπιναν στην πατρίδα τους.
Περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, η Αργεντινή δεν συγκαταλέγεται στις ισχυρές οικονομίες του κόσμου. Διήνυσε τον 20ό αιώνα από κρίση σε κρίση – κρίσεις οικονομικές και πολιτικές αλλά και σκληρές δικτατορίες. Το 2021 η Αργεντινή πένεται και καλείται, όπως και ο υπόλοιπος πλανήτης, να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού.
Με το ποσοστό της φτώχειας στο 40,9% το πρώτο τρίμηνο του 2020, η κεντροαριστερή κυβέρνηση του περονιστή Αλμπέρτο Φερνάντες (που εξελέγη τον Οκτώβριο του 2019) ψήφισε τον περασμένο Δεκέμβριο την επιβολή εφάπαξ φόρου εισοδήματος ύψους 3,5% στους πολίτες των οποίων η περιουσία ανέρχεται σε περισσότερα από 3,4 εκατομμύρια δολάρια. Οι πολίτες με τέτοιες περιουσίες αποτελούν μόλις το 0,02% του πληθυσμού: η κυβέρνηση υπολογίζει ότι με την εφαρμογή του μέτρου θα συγκεντρωθούν 3,5 δισ. δολάρια προερχόμενα από 12.000 ανθρώπους.
Οι οικονομικές ελίτ
Ανεξαρτήτως του αν κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί με το συγκεκριμένο μέτρο, απότοκο της πανδημίας, αξίζει να σταθεί στο λεγόμενο «παράδοξο της Αργεντινής»: το πώς μια ανεπτυγμένη χώρα, σε διάστημα 120 ετών εξελίχθηκε σε αναπτυσσόμενη. Ο σχετικός διάλογος αναζωπυρώθηκε από το 2016, με αφορμή και την επέτειο των 200 ετών από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Οπως σημειώνει ο αργεντινός ιστορικός Ρομπέρτο Γκαλάσο στην ισπανική εφημερίδα «El Pais», με την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας το 1930 και σε περιβάλλον διεθνούς ύφεσης μετά το κραχ του 1929, η Αργεντινή έπαψε να είναι αξιόπιστη για το κεφάλαιο.
Μέχρι το 1945 τα διαδοχικά δικτατορικά καθεστώτα παρενέβαιναν στην οικονομία αναδιανέμοντας τον πλούτο σε συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων, δημιουργώντας νέες οικονομικές ελίτ και επιτείνοντας τη διαρροή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Ο ιστορικός Φελίπε Πίγνα υποστηρίζει, επίσης στην «El Pais», ότι η Αργεντινή δεν εξελίχθηκε όπως οι ΗΠΑ εξαιτίας της αστικής της τάξης: στις αρχές του 20ού αιώνα, οι ΗΠΑ κατάλαβαν εγκαίρως ότι η αγροτική παραγωγή έπρεπε να γίνει ο κινητήριος μοχλός της οικονομίας και αποφάσισαν την ίση κατανομή των γαιών σε αγρότες που θα καλλιεργούσαν εκτάσεις 30 εκταρίων. Στην Αργεντινή συνέβη το αντίθετο, η γη μοιράστηκε σε ήδη πλούσιους γαιοκτήμονες που δεν αφοσιώθηκαν στην καλλιέργειά της.
Ο Χουάν Περόν, πατέρας του «περονισμού» (πολιτικό κράμα εθνικισμού, σοσιαλισμού με στοιχεία λαϊκισμού), προσπάθησε κατά τη διακυβέρνησή του (1945-1955) να διορθώσει τις ανισότητες. Επεχείρησε την αναδιανομή του πλούτου και κατέβαλε προσπάθειες για την εκβιομηχάνιση της χώρας, ευνοώντας τα εθνικά βιομηχανικά προϊόντα. Στη φωτογραφία, ο Χουάν Περόν με τη σύζυγό του Εβίτα στο Μπουένος Αϊρες το 1950
Η ανατροπή Περόν και η διάλυση της οικονομίας
Την ανατροπή του Περόν από στρατιωτικό πραξικόπημα το 1955, ακολούθησε μια περίοδος οικονομικής και πολιτικής αστάθειας που κορυφώθηκε με τη σκληρή δικτατορία του Bιδέλα (1976-1981), η οποία κόστισε τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες Αργεντινούς που «εξαφανίστηκαν» από το καθεστώς ως αριστεροί, ενώ παράλληλα διέλυσε την οικονομία εκτοξεύοντας τον πληθωρισμό στα ύψη. Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις των δεκαετιών του 1980 και του 1990 δεν κατόρθωσαν να συγκρατήσουν την ύφεση, με αποτέλεσμα το 2001 η Αργεντινή να χρεοκοπήσει. [The Casa Rosada Presidential Palace is seen in Buenos Aires]
Ο 21ος αιώνας βρήκε την Αργεντινή να κυβερνάται από τον περονιστή Νέστορ Κίρσνερ, τον οποίο διαδέχθηκε στην προεδρία για δύο θητείες η σύζυγός του Κριστίνα Κίρσνερ. Και ενώ οι προσπάθειες του Κίρσνερ απέδωσαν και το 2006 η Αργεντινή εξόφλησε τα δάνειά της προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι προεδρικές θητείες της συζύγου του κρίνονται αρνητικά καθώς επί των ημερών της ο ετήσιος πληθωρισμός έφθασε το 25% και η κατάσταση της οικονομίας επιδεινώθηκε.
Σήμερα, σε συνθήκες πανδημίας, η Αργεντινή δυσκολεύεται να ορθοποδήσει. Μένει να αποδειχθεί αν η έκτακτη φορολόγηση των πλουσίων, ο «φόρος του Ρομπέν των Δασών», σύμφωνα με την αμερικανική εφημερίδα «Washington Post», θα συμβάλει στην οικονομική ανάταξη της χώρας, αν το Μπουένος Αϊρες, η καρδιά της Αργεντινής, θα ξαναζωντανέψει, αν το ξενοδοχείο Castelar, που έγινε το σπίτι του Λόρκα στη δεκαετία του 1930, θα ξανανοίξει τις πόρτες του στο κοινό.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΒΗΜΑ