Γιατί τα Πανεπιστήμια, γιατί τώρα;

της Σίας Αναγνωστοπούλου, βουλευτή Αχαϊας ΣΥΡΙΖΑ

 

Εν μέσω πανδημίας, με κλειστά τα Πανεπιστήμια, τους φοιτητές και τους καθηγητές μακριά από τους πανεπιστημιακούς χώρους, καρφωμένους μπροστά σε μια οθόνη υπολογιστή, η κυβέρνηση της ΝΔ επιλέγει να καταθέσει σε μια υπολειτουργούσα Βουλή ένα νομοσχέδιο που πλήττει στον πυρήνα του το Πανεπιστήμιο.

Στο όνομα της «ευταξίας» εγκαθιδρύει την Αστυνομία μέσα στα Πανεπιστήμια, στο όνομα της «αριστείας» περιορίζει δραστικά τους εισακτέους στα ΑΕΙ, στο όνομα της «αποτελεσματικότητας» διαγράφει από τα Πανεπιστήμια τους «αιώνιους» φοιτητές. Τα επιχειρήματα της κυβέρνησης έχουν στοιχεία αληθοφάνειας, μόνο που χρησιμοποιούνται, όχι για να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα, αλλά για να εμπεδωθεί στην κοινωνία το άλλο αφήγημα: αυτό του μεταδημοκρατικού, συντηρητικού, «βαλκανοποιημένου», ψηφιακού καπιταλισμού.

Ο τρόπος αντιμετώπισης φαινομένων παραβατικότητας σε δύο-τρία κεντρικά Πανεπιστήμια, που προτείνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, από τα άλλα κόμματα της Αντιπολίτευσης (πλην Ελληνικής Λύσης), από τη Σύνοδο των Πρυτάνεων, από τον πανεπιστημιακό κόσμο, είναι βασισμένος στο Σύνταγμα και στη δημοκρατική παράδοση της χώρας αλλά και της Ευρώπης. Με σεβασμό λοιπόν στη συνταγματική επιταγή για το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων προτείνεται η παρουσία ενός σώματος φύλαξης που θα ανήκει και θα αναφέρεται στις πανεπιστημιακές αρχές (αυτοδιοίκητο) και θα έχει την ευθύνη υπό την αιγίδα των πανεπιστημιακών αρχών για την «ευταξία» στα ΑΕΙ. Έτσι κι αλλιώς η συνεργασία με την Αστυνομία –όποτε είναι αναγκαία- αλλά και η αυτεπάγγελτη παρουσία της σε περίπτωση κακουργηματικής πράξης δεν αμφισβητείται από κανέναν. Το κρίσιμο ωστόσο σε αυτή την πρόταση είναι ότι οι πανεπιστημιακές αρχές έχουν την ευθύνη να σταθμίσουν την ισορροπία ανάμεσα στην ελεύθερη διακίνηση προσώπων και ιδεών στο χώρο του Πανεπιστημίου, την ελευθερία στη διαμαρτυρία (όπως ισχύει σε όλα τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια) και στην πειθάρχηση, με σεβασμό στους νόμους της Πολιτείας, τους κανόνες του Πανεπιστημίου, και πάνω από όλα στο Σύνταγμα.  

Οι εκλεγμένες πανεπιστημιακές αρχές σε όλα τα ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια έχουν αυτές, και μόνο αυτές, την ιστορική και δημοκρατική ευθύνη να εγγυώνται και την ελευθερία και την ασφάλεια. Αυτή είναι και η τεράστια δημοκρατική κατάκτηση της χώρας μας, μετά από πολλούς αγώνες, που εμπεδώθηκε και θεσμοθετήθηκε στη Μεταπολίτευση. Γύρω από αυτή την κατάκτηση «κρέμονται» και άλλες κατακτήσεις –κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα, και πάνω από όλα η κοινωνική προσδοκία για μια καλύτερη, πιο ελεύθερη, πιο μορφωμένη, πιο αλληλέγγυα -διαγενεακά και διαταξικά- νέα γενιά.  Το Πανεπιστήμιο ως χώρος ελεύθερων ανθρώπων αποτέλεσε πάντα το πεδίο επένδυσης της κοινωνίας για την ηθική, συλλογική και ατομική βελτίωσή της. Η μεγάλη λοιπόν μεταρρύθμιση που προτείνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αλλά και τον πανεπιστημιακό κόσμο είναι να ενισχυθεί η μεγάλη δημοκρατική επένδυση -οικονομικά και θεσμικά- έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ελευθερία, η ασφάλεια αλλά και να οικοδομείται η εμπιστοσύνη ανάμεσα στις μεγαλύτερες και νεότερες γενιές. Μια μεταρρύθμιση που «πατάει» πάνω στη μεγάλη κατάκτηση της Μεταπολίτευσης και συγχρόνως διορθώνει τις στρεβλώσεις και τις παθογένειες που δημιούργησαν –και μέσα στα Πανεπιστήμια- πολιτικές κατά τη Μεταπολίτευση, μιας άτακτης, πελατειακής και στρεβλωτικής νεοφιλελεύθερης επέλασης, ήδη από τη δεκαετία του ’90, με αποκορύφωμα την περίοδο των Μνημονίων.

Η ΝΔ, μια υπερσυντηρητική, νεοφιλελεύθερη πολιτική δύναμη, η οποία έχει τεράστιες ευθύνες για τη δημιουργία των στρεβλώσεων και των παθογενειών κατά τη Μεταπολίτευση (και όχι της Μεταπολίτευσης), δεν έρχεται να άρει –με αυτοκριτική και ταπεινότητα- τους όρους δημιουργίας των παθογενειών, αλλά έρχεται να εξουδετερώσει τις δημοκρατικές κατακτήσεις της κοινωνίας, δηλαδή την (τις) πολιτισμική (ές) ταυτότητα (ες). Βουλευτές της ΝΔ ανεβαίνουν στο βήμα της Βουλής και με περισσό θράσος κατακεραυνώνουν τα 40 χρόνια της Μεταπολίτευσης, με επίκεντρο το Πανεπιστήμιο («επί 40 χρόνια χάθηκε η μπάλα» ή «η παθογένεια της Μεταπολίτευσης), επιχειρηματολογώντας έτσι για την ανάγκη αστυνόμευσης των ΑΕΙ. Αντί λοιπόν να μιλάνε για τις παθογένειες που και το κόμμα τους δημιούργησε, μιλάνε για την παθογένεια της ίδιας της Μεταπολίτευσης, επικαλούμενοι/ες ένα ιδανικό παρελθόν που πάει πριν από τα 40 χρόνια. Πού άραγε; Στην περίοδο της δικτατορίας, στη μετεμφυλιακή εποχή, στην ταραγμένη δεκαετία του ’60; Σε ποιο ιδανικό παρελθόν παραπέμπουν; Μήπως στο ιδανικό παρελθόν που η Αριστερά, ο προοδευτικός και δημοκρατικός κόσμος ήταν υπό διωγμό; Που η κοινωνία φοβισμένη και ενοχοποιημένη παρακολουθούσε τη δίωξη των καλύτερων μυαλών και χεριών της χώρας;

Με τη συνδρομή μιας αντιδραστικής, καλοπληρωμένης μερίδας του Τύπου υπερφωτίζει η ΝΔ τα επεισόδια που χρήζουν αντιμετώπισης και τα καθιστά κανονικότητα. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκει να νομιμοποιήσει μια σκληρή αντιμεταρρύθμιση με την οποία η εκπαίδευση ταυτίζεται με την καταστολή. Ενοχοποιείται η κοινωνία για την ιστορική επένδυσή της, ενοχοποιείται ο πανεπιστημιακός κόσμος για τη δημοκρατική αντίστασή του, ενοχοποιείται ο δημοκρατικός κόσμος ο οποίος εμφανίζεται να ταυτίζεται με τα κακοποιά στοιχεία. Ενοχοποιείται η ίδια η έννοια της ελευθερίας, με όλα τα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενά της. Σε αυτό το πλαίσιο εγγράφεται και η δραστική μείωση των εισακτέων και η εμμονή στους «αιώνιους» φοιτητές. Η ΝΔ, με την επίθεση στα Πανεπιστήμια, επιδιώκει να εξολοθρεύσει τις πολιτισμικές ταυτότητες της χώρας. Να επιβάλλει μία και μοναδική ταυτότητα, αυτή που θα νομιμοποιεί την απανθρωπιά του νεοφιλελευθερισμού, μια απανθρωπιά που αναπαράγει και αναπαράγεται από όλες τις στρεβλώσεις και τις παθογένειες που αναπτύχθηκαν από τη Δεξιά, πριν και κατά τη Μεταπολίτευση: πελατειακό κράτος, αδιαφάνεια, διαπλοκή και μια κοινωνία μονίμως ενοχοποιημένη.

Στα Πανεπιστήμια της χώρας «παίζεται» η ευρωπαϊκότητα που έχει κατακτήσει -όχι από πάνω επιβεβλημένη- η ελληνική κοινωνία, με αγώνες κατά τη διάρκεια των 200 χρόνων από την ελληνική Επανάσταση.

Διαβάστε επίσης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ