Αρκούσε μία απλή δημοσιοποίηση της πρότασης μερίδας μετόχων της τράπεζας Πειραιώς για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, για να βυθισθεί η τιμή της μετοχής της κατά 30% σε μία συνεδρίαση του ΧΑΑ. Μπορεί η συγκεκριμένη πρόταση τελικά να απορρίφθηκε από το ΤΧΣ. Ελάχιστοι όμως προχώρησαν σε ερμηνεία των λόγων της πτώσης της τιμής της μετοχής. Ως να επρόκειτο για φυσιολογικό φαινόμενο. Ειδικά όταν η πρόταση θεωρητικά σηματοδοτούσε κεφαλαιακή ενίσχυσή της.
Την ίδια περίοδο, μία απλή καταγραφή της αξίας του μετοχικού χαρτοφυλακίου του ΤΧΣ σε τράπεζες αναδεικνύει ζημίες για το 2020 της τάξεως των 1,3 δις ευρώ σε ποσοστό που αγγίζει το 71%. Το ταμείο που διέθεσε 29 δις ευρώ για την στήριξη του τραπεζικού συστήματος. Η δε συζήτηση περί της αδύναμης πορείας του εξακολουθεί να βασίζεται σε θεωρητικές προσεγγίσεις, μείωσης κόστους με την ουσιαστική απόλυση χιλιάδων εργαζομένων και «εξωτικούς» όρους όπως “cocos”, «hive down” και αναβαλλόμενος φόρος.
Εν μέσω αυτού του πλαισίου η συζήτηση περί της πραγματικής απειλής της αδυναμίας του τραπεζικού συστήματος θα μπορούσε να παραπέμψει σε «φινλαδοποίηση». Όρος δόκιμος την περίοδο αυτή, λόγω της Ελληνοτουρκικής κρίσης. Ουδείς δηλαδή κάνει το βήμα της ανάδειξης του πραγματικού προβλήματος των τραπεζών. Ως να υπάρχει ένα άτυπο μορατόριουμ στην κριτική και στοχευμένη μόνον ανάδειξη των όποιων θετικών σημείων της λειτουργίας των.
Η αγορά όμως, έχει μάτια και αυτιά. Κυρίως δε έχει την ικανότητα να φέρνει στην επιφάνεια – βίαια πολλές φορές – προβλήματα που υπό άλλες συνθήκες θα παρέμεναν στην αφάνεια. Η αντίδραση της αγοράς στην πρόταση για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου επανέφερε στο προσκήνιο την πιθανότητα ανακεφαλαιοποιήσεων των τραπεζών. Αυτό δηλαδή που δεν λέγεται και δεν γράφεται, η αγορά το ανέδειξε με μία μεγάλη πτώση της τιμής της μετοχής τράπεζας που στις 4 Δεκεμβρίου θα κληθεί να καλύψει ποσό 165 εκ ευρώ για την πληρωμή της δόσης του κουπονιού των “cocos”.
Οι εκτιμήσεις για το αν έχει την δυνατότητα διίστανται, καθώς τυχόν πληρωμή θα επηρέαζε τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειάς της. Η δε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής, αυτόματα θα αυξήσει την συμμετοχή του ΤΧΣ στην τράπεζα Πειραιώς από 25% που κατέχει σήμερα σε 62% μέσω άσκησης του αντίστοιχου δικαιώματος. Ίσως κάτω από τις παρούσες συνθήκες η ενδεδειγμένη επιλογή.
Με βάση την πιθανή αυτή εξέλιξη, η αγορά ανέδειξε μία άλλη, επίσης ουσιαστική παράμετρο. Η «εκ του πονηρού» πρόταση της μερίδας των μετόχων της «Πειραιώς» κινδύνευε να εξαφανίσει στην ουσία της συμμετοχής του ΤΧΣ εκμηδενίζοντας την δυνατότητα ελέγχου και πιθανών κερδών από τυχόν υπεραξία των μετοχών της τράπεζας. Η απόφαση του ΤΧΣ να μην αποδεχθεί την πρόταση «έσωσε την παρτίδα» μεταθέτοντας όμως τις κρίσιμες αποφάσεις για λίγο αργότερα.
Τυχόν αποδοχή της πρότασης θα σηματοδοτούσε επανάληψη του λάθους της πρώτης ανακεφαλαιοποίησης βάσει της οποίας το δημόσιο απεμπόλησε το δικαίωμα άσκησης ελέγχου του τραπεζικού συστήματος μέσω συμμετοχής με κοινές μετοχές. Επιλογή που κατ΄ επέκταση στέρησε από τον φορολογούμενο την δυνατότητα να ανακτήσει μέσω δυνητικών υπεραξιών κάποια από τα κεφάλαια που «θυσιάσθηκαν» στην διάσωση των τραπεζών.
Ελάχιστοι θυμούνται το πρώτο πακέτο διάσωσης των τραπεζών των 29 δις ευρώ επί υπουργίας Αλογοσκούφη. Όλοι θυμούνται βέβαια πως από τότε η αντιμετώπιση των προβληματικών τραπεζών στηρίχθηκε και στηρίζεται στους φορολογούμενους και μετόχους. Με απώλεια δεκάδων δισεκατομμυρίων. Από δε την αρχή της κρίσης εξακολουθούν να αναδεικνύουν αδυναμία με μόνο στήριγμα τις κατά περιόδους θετικές εκτιμήσεις – πολλές φορές από αναλυτές άλλων τραπεζών – για την πορεία των μετοχών τους σε ένα κατ΄ευφημισμό και εν υπνώσει χρηματιστήριο.
Η αναλύσεις όμως στα πλαίσια της πορείας του «έξυπνου» χρήματος διαψεύδονται ποιο γρήγορα από τον χρόνο που απαιτείται για να συνταχθούν. Ας μην ξεχνάμε πως το διάστημα των τελευταίων 15 μηνών, σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές των οποίων η συμμετοχή εκτιμάται στο 67%, έχουν ρευστοποιήσει θέσεις 420 εκατ. ευρώ. Από μία αγορά που το ίδιο διάστημα έχει χάσει κεφαλαιοποίηση 8 δις ευρώ. Μεγάλο μέρος της οποίας προέρχεται από τον τραπεζοβαρή δείκτη.
Σχεδόν δώδεκα χρόνια τώρα οι τράπεζες στηρίζονται σε ένα πλαίσιο μείωσης κόστους και μίας «υπερβατικής» πολιτικής ρυθμίσεων στην βάση διαλλακτικών και ευέλικτων αντιμετωπίσεων των υποχρεώσεών τους από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Ευνοϊκή αντιμετώπιση του δημοσίου ως προς τις υποχρεώσεις τους σχετικά με τον «αναβαλλόμενο φόρο». Παράταση ως τον Μάρτιο του 2021 για να καταθέσουν νέα πλάνα μείωσης του ποσοστού κόκκινων δανείων κάτω από το επίπεδο του 10%. Πρόταση της κυβέρνησης μέσω του σχεδίου «Ηρακλής» και πρόταση της ΤτΕ για Bad Bank που στην ουσία αναδεικνύει την μέχρι σήμερα αδυναμία. Την ίδια στιγμή που η επινόηση του «hive-down” μέσω αποσχίσεως κλάδων αποτελεί άλλον έναν υβριδικό μηχανισμό προσπάθειας εξυγίανσης.
Δυστυχώς, η εικόνα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος παρά τις συνεχείς «επινοήσεις» και «τιτλοποιήσεις» παραμένει εξαιρετικά συγκεχυμένη. Οι εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις διαμορφώνουν μία εξαιρετικά αρνητική συγκυρία με την πανδημία να περνάει στην δεύτερη φάση της με απρόβλεπτα αποτελέσματα για τις οικονομίες συνολικά.
Αν λάβουμε υπόψη μας την κατά τα φαινόμενα διάψευση των προβλέψεων του προϋπολογισμού για ανάπτυξη της τάξεως του 7% το 2021, είναι δυνατόν να εκτιμήσουμε την έκταση ενός κυοφορούμενου προβλήματος, τόσο ως προς την οικονομία συνολικά, όσο και ως προς την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας εξυγίανσης της λειτουργίας των τραπεζών. Μία τέτοια οπτική αναδεικνύει ένα εκρηκτικό μείγμα βραχυπρόθεσμων προβλημάτων με πιθανές μακροπρόθεσμες προεκτάσεις. Ένα μείγμα που εξαιτίας της αδυναμίας επίλυσης του τραπεζικού προβλήματος θέτει σε πλήρη αμφισβήτηση τις όποιες εκτιμήσεις για την «εύλογη» αξία των τραπεζών.