Πόσο αδύναμες είναι τελικά οι τράπεζες;

του Ηρακλή Ρούπα

 

 

Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της ΕΛΣΤΑΤ και την ανάδειξη ενός υφεσιακού προβλήματος μεγαλύτερου εκείνου που προβλεπόταν, είναι δύσκολο να μην αναζητηθούν διέξοδοι ανάταξης πέραν της πεπατημένης. Την περίοδο που η Ελλάδα εμφανίζει το μικρότερο ΑΕΠ των τελευταίων 22 ετών και ύφεση 15,2% το δεύτερο τρίμηνο του 2020, με δεδομένη την αδυναμία των τραπεζών να στηρίξουν την οικονομία, η ανάλυση της πορείας του τραπεζικού συστήματος με βάση αντικρουόμενες εκτιμήσεις είναι δυνατόν να εντείνει τον προβληματισμό.

Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αναλύσεις διεθνών οίκων αξιολόγησης με οπτική διαφοροποίηση. Είναι δύσκολο κατά συνέπεια, να μην αναδεικνύονται ερωτήματα ως προς τους λόγους για τους οποίους ενώ στις 16 Αυγούστου η Standard and Poor’s συνέκριν ε τις ελληνικές τράπεζες με αυτές της Κένυα και της Τουρκίας, στις 29 του ίδιου μήνα οι  J.P.Morgan, Deutsche Bank  και Citi εμφανίζονται να δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στην Άλφα με θετική αναφορά στις τράπεζες γενικά. Στην παράθεση δεδομένων δεν μπορεί επιπρόσθετα να μην αναφερθούμε στην επισήμανση της ΕΚΤ που τάραξε ελαφρώς τα νερά αναφέροντας ότι « οι κυβερνήσεις θα πρέπει να είναι έτοιμες να στηρίξουν τις τράπεζες και να αποτρέψουν μία πιστωτική κρίση ακόμα και με ανακεφαλαιοποίηση των».

Όταν η εξυγίανσή των τραπεζών βασίζεται ακόμα σε προγράμματα εθελουσίας, δεν προβλέπεται το τραπεζικό σύστημα να εμφανίσει επάρκεια σε διάστημα νωρίτερον της διετίας. Τα προγράμματα τιτλοποιήσεων χρειάζονται χρόνο για να ωριμάσουν. Το σχέδιο «Ηρακλής» πήγε πίσω λόγω πανδημίας, ενώ το νομοσχέδιο για τον νέο Κώδικα ρύθμισης οφειλών και παροχής δεύτερης ευκαιρίας ακόμα δεν έχει αρχίσει να δημιουργεί πεδίο στήριξης. Ο μεγάλος δε γρίφος αυτή την στιγμή είναι τα δάνεια που σήμερα βρίσκονται σε «μορατόριουμ» και εκτιμώνται σε 20 δις ευρώ.

Το φαινομενικά παράδοξο της αύξησης των καταθέσεων – σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ- κατά 9,5% τον Ιούλιο αποτελεί θετικό ίσως σημάδι για τις τράπεζες, αρνητικό όμως για την κατανάλωση και τις οικονομικές εξελίξεις. Άλλωστε, μετά την ύφεση του δεύτερου τριμήνου, οι πραγματικές –δυσμενέστερες - επιπτώσεις αναμένεται να χαρτογραφηθούν το τέταρτο τρίμηνο.

Η ανάγνωση όμως της αύξησης των καταθέσεων – ως αιτία μείωσης της κατανάλωσης και των επενδύσεων - υποδηλώνει ανάδειξη εντεινόμενων βραχυπρόθεσμων προβλημάτων για τις τράπεζες, από πλευράς νέων προβληματικών επιχειρήσεων. Ας μην διαφεύγει της προσοχής μας δε πως αρκετά δάνεια του ΤΕΠΙΧΙΙ εδίδοντο με την προϋπόθεση διατήρηση μέρους τους υπό μορφή κατάθεσης στις τράπεζες.  

Στον αντίποδα μπορεί τα δάνεια προς επιχειρήσεις να αυξάνονται με σταθερό ρυθμό 6,5%, όμως σε απόλυτα μεγέθη αυτά δεν υποδηλώνουν διεύρυνση των χρηματοδοτούμενων επιχειρήσεων, αλλά ως επί το πλείστον αναχρηματοδοτήσεις ή αυξήσεις ορίων υφισταμένων επιχειρήσεων. Εντείνοντας κατά τον τρόπο αυτό το κενό μεταξύ μεγάλων και μικρών επιχειρηματικών μονάδων και την συναπακόλουθη διεύρυνση της στρεβλότητας.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η ΤτΕ επισημαίνει πως η αναμενόμενη αύξηση των επισφαλειών των νοικοκυριών και επιχειρήσεων διαμορφώνει έναν φαύλο κύκλο συνδεδεμένων προβλημάτων. «Επηρεάζει αφενός την αξία των τραπεζικών δανειακών χαρτοφυλακίων, αλλά και τραπεζικών κεφαλαίων, περιορίζοντας την προσφορά τραπεζικών πιστώσεων. Αφετέρου, η μείωση της απόδοσης του δανειακού χαρτοφυλακίου μειώνει την πιστοληπτική ικανότητα των ιδίων των τραπεζών

Η παρατεινόμενη κρίση του τραπεζικού συστήματος αποτελεί όμως συνολικό φαινόμενο. Μέσα από την κρίση αυτή παρατηρείται μία σταδιακή αναδιάταξη του επιχειρηματικού χάρτη, ενώ την ίδια στιγμή καταγράφονται «συμπεριφορές» καθολικής συγκέντρωσης. Το παρατηρητήριο Ευρωκρίσης παρουσιάζει αυξανόμενες ανισορροπίες στο Target2 settlement system  μεταξύ των μελών της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών των χωρών της Ευρωζώνης. Κάτω από κανονικές συνθήκες όμως αυτές οι ανισορροπίες δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Τους τελευταίου μήνες οι φυγή προς την Bundesbank (995 δις ευρώ πλεόνας10%μα) έχει ενταθεί. Όσο και τα ελλείμματα για Ιταλία και Ισπανία. Μεγάλο μέρος του προβλήματος όμως εντοπίζεται στην αποτυχία του ιδιωτικού τομέα να «ανακυκλώσει» τις επενδύσεις του.

Παραλληλίζοντας κατά συνέπεια τα δεδομένα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος με τις εξελίξεις στις χώρες της Ευρώπης, αναδεικνύεται μία μέχρι πρότινος «κρυφή» παράμετρος, που όμως μόνον σήμερα αρχίζει να αποκαλύπτει το μέγεθος ενός συνολικά κυοφορούμενου προβλήματος. Με δεδομένη την ανάγκη μετακύλυσης του συνολικού προβλήματος των κόκκινων δανείων από τις εγχώριες οικονομίες στο Ευρωσύστημα, θεωρείται από μερίδα αναλυτών, πως η μείωση των «κόκκινων» δανείων είναι πλασματική.

Με την έμφαση των Ευρωπαϊκών χωρών να δίδεται στο μεγαλύτερο πρόβλημα κόκκινων δανείων και στόχευση μεταφοράς του προβλήματος εκτός εγχώριων οικονομιών, διαπιστώνεται συνολικά πλέον για τις χώρες της Ευρωζώνης πως η ανεπάρκεια ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος δρα αντιαναπτυξιακά, στερώντας την δυνατότητα χρηματοδότησης είτε νέων επιχειρήσεων, είτε των μικρών εκείνων που την χρειάζονται για να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν.

Με δεδομένο το γεγονός ότι το «μέγεθος» μετράει, οι περιπτώσεις διατήρησης στην «ζωή» επιχειρήσεων αντιπαραγωγικών στερεί κονδύλια από την προσπάθεια συνολικής ανασύστασης της παραγωγικής δυναμικής κυρίως των ασθενέστερα οικονομικά χωρών. Η πραγματικότητα αυτή νομοτελειακά οδηγεί σε εξαρτήσεις και περιορισμό της αναπτυξιακής αυτονομίας των χωρών αυτών στην κατηγορία των οποίων εντάσσεται η Ελλάδα.

Ελάχιστοι θυμούνται το πρώτο πακέτο διάσωσης των τραπεζών των 29 δις ευρώ επί υπουργίας Γ.Αλογοσκούφη. Όλοι θυμούνται βέβαια πως από τότε η αντιμετώπιση των προβληματικών τραπεζών στηρίχθηκε και στηρίζεται από τους φορολογούμενους και μετόχους. Από δε την αρχή της κρίσης εξακολουθούν οι τράπεζες να αναδεικνύουν αδυναμία με μόνο στήριγμα τις κατά περιόδους θετικές εκτιμήσεις – πολλές φορές από αναλυτές άλλων τραπεζών – για την πορεία των μετοχών τους σε ένα εν υπνώσει χρηματιστήριο.

Σχεδόν δώδεκα χρόνια τώρα οι τράπεζες στηρίζονται σε ένα πλαίσιο μείωσης κόστους και μίας «υπερβατικής» πολιτικής ρυθμίσεων στην βάση διαλλακτικών και ευέλικτων αντιμετωπίσεων των υποχρεώσεών τους από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Ευνοϊκή αντιμετώπιση του δημοσίου ως προς τις υποχρεώσεις τους σχετικά με τον «αναβαλλόμενο φόρο». Παράταση ως τον Μάρτιο του 2021 για να καταθέσουν νέα πλάνα μείωσης του ποσοστού κόκκινων δανείων κάτω από το επίπεδο του 10%. Πρόταση της κυβέρνησης μέσω του σχεδίου «Ηρακλής» και πρόταση της ΤτΕ για Bad Bank που στην ουσία αναδεικνύει την μέχρι σήμερα αδυναμία. Την ίδια στιγμή που η επινόηση του «hive-down” μέσω αποσχίσεως κλάδων αποτελεί άλλον έναν υβριδικό μηχανισμό προσπάθειας εξυγίανσης.

Αν ρωτηθούν πρώην και νυν τραπεζικοί το πιθανότερο είναι να αποφύγουν να «εμπλακούν» στην ανάδειξη της πραγματικής πηγής του προβλήματος. Άλλωστε,  αν δεν» παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει». Σε τελική ανάλυση μπορεί ένα μέρος του σημερινού προβλήματος της χρηματοδότησης της οικονομίας να είναι πρόβλημα περιορισμένης υγιούς ζήτησης για πιστώσεις. Όμως, η ανάδειξη πολιτικής πεδίου υγιούς ζήτησης αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της αναπτυξιακής πολιτικής της Κυβέρνησης. Προφανώς δεν αρκεί η ευχή της «επιδίωξης» της κυβέρνησης για διασπορά της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων κατά την δεύτερη φάση του ΤΕΠΙΧΙΙ και του Ταμείου Εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Κατά την πρώτη φάση η ευχή αυτή δεν φαίνεται να εισακούσθηκε.

Διαβάστε επίσης