Γιατί ο Ερντογάν έχει ανάγκη μία κρίση με την Ελλάδα

 

Παρά το γεγονός ότι για λόγους διπλωματικής προσέγγισης οι συνεχείς προκλήσεις της Τουρκίας χαρακτηρίζονται ως τακτικισμοί, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η συνολική στρατηγική της τα τελευταία χρόνια σηματοδοτεί ένα σχέδιο επιθετικής μορφής, με απώτερο σκοπό να περικυκλώσει την Ελλάδα, μέσω μιας εκβιαστικής διαμόρφωσης ευρύτερων διαπραγματευτικών πεδίων, στην βάση της αναδιάταξης του ενεργειακού χάρτη της περιοχής και όχι μόνον.

Η εμπλοκή της στην Συρία με στόχο την άντληση περιφερειακής διαπραγματευτικής ισχύος και στη Λιβύη για τον ίδιο λόγο και με το περίβλημα του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου, δεν πρέπει να νοούνται λανθασμένα σαν μπλόφα, ή ως τακτικισμός. Ο αποσυντονισμός της διεθνούς πολιτικής σκηνής, λόγω των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, η αδυναμία έγκαιρου συντονισμού των χωρών της ΕΕ, η προβληματική κατάσταση στις ΗΠΑ (βρισκόμαστε στην "ευαίσθητη" προεκλογική περίοδο), οι κινήσεις και ενέργειες στο πεδίο του επαναπροσδιορισμού της διεθνούς στρατηγικής τόσο από πλευράς Ρωσίας, όσο και Κίνας, φαίνεται να αφήνουν πεδίο στους επιθετικούς σχεδιασμούς της επεκτατικής Τουρκίας.

Ο σχεδιασμός αυτός για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες φαίνεται να αναδεικνύει ως μονόδρομο την δημιουργία κατάστασης "εμπλοκής" με την Ελλάδα. Αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι η χώρα οδεύει προς μία νέα κρίση και οι ένοπλες δυνάμεις της ανασυντάσσονται μεν (αργά δε), αυταπόδεικτα κάθε αναλυτής καταλήγει στο συμπέρασμα πως από πλευράς Τουρκίας η χρονική συγκυρία αναδεικνύεται σαν ιδανική για την επιθετική ανάπτυξη των υπαρκτών μαξιμαλιστικών της προσεγγίσεων.

Κατά συνέπεια δεν βρισκόμαστε πλέον στην εποχή των κινήτρων και αντικινήτρων. Η εποχή αυτή έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η στρατηγική μπλόφα δεν υφίσταται πλέον, ώστε να είναι εφικτή μία κάποιας μορφής διαπραγμάτευση με σκοπό τον κατευνασμό της Τουρκίας, όπως λανθασμένα κατά την γνώμη μου υποστηρίζουν ορισμένοι αναλυτές και κορυφαίοι πολιτικοί.

Μονόδρομος η επιθετική πολιτική της Τουρκίας

Όσοι δεν αντιλαμβάνονται πως μία εμπλοκή προσδιορίζεται πλησιέστερα χρονικά παρά μακρύτερα, οφείλουν να αναλύσουν το συνολικό αναπτυξιακό και πολιτιστικό μοντέλο της Τουρκίας της τελευταίας δεκαπενταετίας. Μόνον τότε θα αντιληφθούν πως η επιθετική πολιτική της Τουρκίας αποτελεί μονόδρομο της οικονομικής και ιστορικής της επιβίωσης. Δυστυχώς, αντίστοιχη πολιτική είμαστε υποχρεωμένοι να αναδείξουμε πως διαθέτουμε ως χώρα, χωρίς πλέον τον εναλλακτικό σχεδιασμό της ψευδαίσθησης του κατευνασμού.

Οι γενικότερες γεωπολιτικές αλλαγές δημιουργούν την ανάγκη επιθετικών κινήσεων εκ μέρους της τουρκικής κυβέρνησης, με στόχο την με κάθε τρόπο διατήρηση του υφιστάμενου μοντέλου μίας ιδιόμορφης κοινωνικής ομογενοποίησης, αλλά και ανάπτυξης της Τουρκίας. Οι εξελίξεις την υποχρεώνουν σε ακραίες αντιδράσεις, προκειμένου να δημιουργηθούν διαπραγματευτικά ερείσματα στην υπό διαμόρφωση νέα πλατφόρμα του παγκόσμιου εμπορίου και όχι μόνον.

Η διαφορετικότητα της αναπτυξιακής κουλτούρας που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια, δύσκολα πλέον μπορεί να υποστηριχθεί. Εκτός αν μπορέσει να εγκολπώσει συγκριτικά πλεονεκτήματα από την απόκτηση ενεργειακών πηγών, μέσα από μία προκλητικά διεκδικητική διεθνή στρατηγική αναθεωρητισμού. Αυτή ξεκινάει από την Ελλάδα, επεκτείνεται όμως στη Λιβύη, στην Υεμένη, στη Σομαλία και στο Ιράκ.

Η Τουρκία ακόμα έχει την δυνατότητα να ανταγωνισθεί χώρες χαμηλού παραγωγικού κόστους, όπως η Κίνα, αλλά ο δρόμος αυτός δεν θα είναι βιώσιμος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η τροποποίηση του μοντέλου της παγκοσμιοποίησης (όπως λειτουργούσε μέχρι σήμερα), σε νέου τύπου "υβριδικές" συμφωνίες μικρού αριθμού παικτών, είναι δυνατόν να οδηγήσει σε αφανισμό της αναπτυξιακής δομής της, με απρόβλεπτες συνέπειες στο εσωτερικό της.

Η νέα ισλαμική αστική τάξη

Στα πλαίσια αυτά, με δεδομένο το χαμηλό επίπεδο του εργατικού της δυναμικού από το μοντέλο που επέλεξε να προάγει ο Ερντογάν, η διατήρηση των ρυθμών ανάπτυξης της γείτονος μπορεί να καταστεί δυνατή με ακραία παραγωγική πολιτική, όπως εξοπλιστικά προγράμματα (και όχι μόνον) στοχευμένα σε τρίτες φίλιες χώρες, με κοινή φιλοσοφία και κουλτούρα.

Η ανάγκη συντήρησης του κοινωνικοοικονομικού μοντέλου των τελευταίων 10-20 χρόνων (με τη προώθηση κοινωνικών ομάδων μίας κρίσιμης μάζας), δημιουργεί την "πάση θυσία" ανάγκη διατήρησής τους στο προσκήνιο. Η ανάγκη αυτή είναι που διαμόρφωσε την πολιτική συνολικού αναθεωρητισμού της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η απρόβλεπτη στρατηγική της δεν ακολουθεί νόρμες συμμαχιών.

Η ανάπτυξη της Τουρκίας, αλλά και η βάση υποστήριξης του Ερντογάν την τελευταία δεκαπενταετία, εντοπίζεται στην εμφανή διαφοροποίηση τόσο της γεωγραφικής στόχευσης, όσο και της πολιτικοθρησκευτικής ατζέντας. Η έμφαση δόθηκε στην ενίσχυση περιοχών εκτός της ιστορικής επιρροής του συντηρητικού κεμαλικού κατεστημένου. Η επιλογή της Ανατολίας, σε σύγκριση με τα κεμαλικά παράλια, εξυπηρέτησε την διάσταση αυτή. Σε αυτές τις περιοχές αναπτύχθηκε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και λειτουργίας του κράτους, συλλογικό και τουρκοκεντρικό.

Στα πλαίσια δε της "ισλαμικής οικονομίας" βαπτίσθηκε το εγχείρημα "ηθικός καπιταλισμός", δίνοντας μία διάσταση συνεκτικότητας και κοινού οράματος, αλλά κυρίως συνεταιρισμού και αλληλοβοήθειας. Χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα σε κάθε χώρα που προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί από την βάση, ή να διαμορφώσει μία νέα βάση κοινωνικής και οικονομικής κουλτούρας. Ο "τίγρεις της Ανατολίας", μέσα από την συνολική τους διασύνδεση με τον "Ισλαμικό Σύνδεσμο Επιχειρηματιών" ανέδειξαν μία νέα αστική τάξη, σε απόσταση από το παραδοσιακό "κεμαλικό κεφάλαιο".

Το σκάσιμο της τουρκικής "φούσκας"

Κάθε αναπτυξιακός κύκλος, όμως, με τα χαρακτηριστικά της τουρκικής οικονομικής ανάπτυξης, ακολουθείται από έντονη ύφεση, ή κατά πολλούς από το σκάσιμο της "φούσκας". Η Τουρκία πέραν των γεωστρατηγικών της προβλημάτων λόγω Συρίας, βρίσκεται στο τέλος του αναπτυξιακού της κύκλου. Κατά συνέπεια, εύκολα γίνεται αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι ανάγκη να δοθούν νέα "ερείσματα συνοχής" από τον Ερντογάν (έστω και αν δημιουργούν ιστορικές αμφισβητήσεις και ακραίες προκλήσεις), προκειμένου η γενιά που ανέδειξε να παραμείνει ισχυρή.

Η στρατηγική του Ερντογάν, όμως, αναπτύχθηκε σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, όπως αυτές επικρατούσαν μέχρι πριν λίγα χρόνια. Σήμερα, το πλαίσιο αυτό οδηγείται σε συνολική αναμόρφωση μέσω υβριδικών κρίσεων και διμερών εμπορικών και οικονομικών συμφωνιών. Σε αυτό το νέο περιβάλλον από οικονομικής άποψης, η Τουρκία δεν μπορεί να επιβιώσει. Οι σχέσεις που έχει αναπτύξει, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, κινδυνεύουν να αφανισθούν από την λαίλαπα ενός γενικότερου παγκόσμιου αναθεωρητισμού.

Η μόνη διέξοδος επιβίωσης της είναι η δημιουργία, μέσω επιβολής ή εμπλοκής άλλης μορφής, ισλαμικών οικονομικών ζωνών, προσαρμοσμένων στο δικό της οικονομικό μοντέλο. Κυρίως όμως, η ύπαρξη νέων ενεργειακών πηγών, προκειμένου να υποκαταστήσουν την σταδιακή μείωση της ανταγωνιστικότητας της τουρκικής οικονομίας. Μέσα από την οπτική μίας γεωπολιτικής "υβριδικών" ισορροπιών και οικονομικής ανάγνωσης των νέων δεδομένων, η ύπαρξη νέων ενεργειακών πηγών αποτελεί ζήτημα επιβίωσης της Τουρκίας.

Ειδικότερα δε αποτελεί ζήτημα πολιτικής επιβίωσης του Ερντογάν και της κοινωνικοπολιτικής φιλοσοφίας του. Αυτός είναι και ο λόγος που κάποιας μορφής εμπλοκή με την Ελλάδα, θα πρέπει να αναμένεται ως το πιθανότερο σενάριο. Ίσως να αποτελεί πλέον και τον επιδιωκόμενο στόχο της, ως μονόδρομο σε ένα "παίγνιο" νέων ισορροπιών. Προέχει η ελληνική κυβέρνηση να κερδίσει χρόνο με στόχο την ανάπτυξη, τόσο της διπλωματικής της εκστρατείας, όσο και της ενίσχυσης του αξιόμαχου των ενόπλων δυνάμεων.

Διαβάστε επίσης