Έως τα τέλη Μαΐου εκτιμούν οι ειδικοί ότι θα υπάρχουν νέα δεδομένα για τη θεραπεία του Κορωνοϊού.
Όπως εξηγεί μιλώντας στην «Καθημερινή» ο παθολόγος-λοιμωξολόγος καθηγητής Παθολογίας του Ιατρικού Τμήματος Πανεπιστημίου Πατρών, Χαράλαμπος Γώγος, οι θεραπείες που δοκιμάζονται αυτή τη στιγμή διεθνώς και χορηγούνται σε ασθενείς και στην Ελλάδα, αφορούν δύο κατηγορίες φαρμάκων. Είτε πρόκειται για αντιιικές ουσίες που στοχεύουν στον πολλαπλασιασμό του ιού είτε με ουσίες ανοσοπαρέμβασης, δηλαδή ουσίες που στοχεύουν στην απόκριση του ανοσολογικού συστήματος στη δράση του ιού, η οποία μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να είναι καταστροφική για τον ασθενή και να επιφέρει πολυοργανική ανεπάρκεια.
«Από τα υπάρχοντα σχήματα που ήδη χρησιμοποιούνται και στη χώρα μας, το πιο δραστικό φαίνεται να είναι η χλωροκίνη, ένα γνωστό ανθελονοσιακό που χορηγείται και σε ρευματικές παθήσεις και το οποίο δρα τόσο στην είσοδο του ιού στο κύτταρο όσο και στην ανοσιακή απάντηση του οργανισμού. Το φάρμακο αυτό έχει δοθεί σε μεγάλο αριθμό ασθενών σε χώρες όπου εκδηλώνεται αυτή τη στιγμή επιδημία, αλλά στη χώρα μας, με σχετικά θετικά αποτελέσματα στη μείωση του ιικού φορτίου του κορωνϊού, αλλά χωρίς να αποτελεί πανάκεια στην αντιμετώπιση της νόσου».
Επίσης όπως εξηγεί ο κ. Γώγος «μεταξύ των ανοσοτροποποιητικών φαρμάκων που αξιολογούνται σε αυτή τη φάση είναι και η τοσιλιζουμάμπη, η οποία παρεμβαίνει στην ανοσολογική απάντηση των βαρέως πασχόντων, αναστέλλοντας τον υποδοχέα της ιντερλευκίνης 6, μια κυτοκίνης η οποία σε περιπτώσεις έντονης λοίμωξης, υπερπαράγεται και μπορεί να οδηγήσει σε βλάβες οργάνων. Πρόκειται για ένα φάρμακο που έχει δοκιμαστεί σε κάποιες περιπτώσεις ασθενών και πιθανόν να έχει θετικά αποτελέσματα στη θεραπεία του κορωνοϊού».
Σε εξέλιξη βρίσκονται και κλινικές μελέτες για την αποτελεσματικότητα δύο αντιιικών φαρμάκων, της φαβιπιραβίρης και της ρεμντεσιβίρης.
«Ειδικά η ρεμντεσιβίρη, η οποία έχει χορηγηθεί και σε μικρό αριθμό ασθενών στην Ελλάδα, φαίνεται να είναι το πλέον ελπιδοφόρο, θα έλεγα η αιχμή του δόρατος, για τη θεραπεία του COVID-19», σημειώνει ο κ. Γώργος και προσθέτει ότι «η δραστικότητά του αναμένεται να αποδειχθεί περί τις αρχές Μαΐου, όταν ολοκληρωθεί μεγάλη πολυκεντρική μελέτη που διεξάγεται με τη συμμετοχή περισσότερων από 1.000 ασθενών».
Πέραν αυτών αυτή την περίοδο δοκιμάζονται περίπου 20 εμβόλια και πρόκειται για εμβόλια τόσο για την πρόληψη της νόσησης όσο και για τη θεραπεία με την παροχή αντισωμάτων.
«Παρά τη μεγάλη ταχύτητα με την οποία τρέχουν αυτή τη στιγμή οι έρευνες, δεν προβλέπεται να αναπτυχθεί εμβόλιο τους επόμενους έξι μήνες. Αντίθετα σε ότι αφορά τη θεραπεία, εκτιμώ ότι δεν είμαστε πολύ μακριά, και το αργότερο μέχρι το τέλος Μαΐου θα έχουμε νέα δεδομένα», υπογραμμίζει ο κ. Γώγος.
Στο μεταξύ αναπόφευκτο χαρακτηρίζει ο κ. Γώγος το να υπάρξει διασπορά του κορωνοϊού και στο προσωπικό του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Πάτρας. Όπως υποστηρίζει αυτό θα συμβεί σε μια τόσο μεταδοτική νόσο, παρά τα μέτρα προστασίας. «Είναι από τα πιο αφοσιωμένα μέλη του τμήματος και λυπούνται για την απουσία τους», σημειώνει χαρακτηριστικά για όσους γιατρούς της παθολογικής κλινικής έχουν νοσήσει έως τώρα, και προσθέτει:
«Το κενό τώρα μπορεί να καλυφθεί και προέχει να επιστρέψουν δυνατοί και ορεξάτοι. Είναι σημαντικό να μπουν μετά στη μάχη». Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Ρίο έχουν εκπαιδευτεί και άλλες ειδικότητες, όπως ενδοκρινολόγοι και ρευματολόγοι, για να συνδράμουν εφεδρικά εφόσον προκύψει έκτακτη ανάγκη και έξαρση της επιδημίας στη χώρα. Θυμίζουμε ότι το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Πάτρας αντιμετώπισε τα πρώτα μαζικά κρούσματα του κορωνοϊού στην Ελλάδα μετά την επιστροφή των εκδρομέων από τους Αγίου Τόπους.