Η ψηφιακή τομοσύνθεση μαστού – γνωστή και ως τρισδιάστατη ψηφιακή μαστογραφία – υπερτερεί έναντι της απλής ψηφιακής μαστογραφίας, όσον αφορά τη δυνατότητα ανίχνευσης του καρκίνου, ενώ παρέχει και λιγότερα ψευδώς θετικά αποτελέσματα, όπως δείχνει μια πενταετούς διάρκεια αμερικανική επιστημονική έρευνα, η μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα. Επιπλέον η πρώτη «πιάνει» μεγαλύτερο ποσοστό καρκίνων του μαστού με κακή πρόγνωση σε σχέση με τη δεύτερη μέθοδο.
Η ψηφιακή τομοσύνθεση μαστού ή ψηφιακή μαστογραφία με τομοσύνθεση ή τρισδιάστατη ψηφιακή μαστογραφία εμφανίστηκε την τελευταία δεκαετία ως ισχυρό εργαλείο για τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού. Χρησιμοποιεί ακτίνες-Χ για να δημιουργήσει χαμηλής ακτινοβολίας προβολές του μαστού από διαφορετικές γωνίες.
Μέχρι σήμερα διάφορες μελέτες είχαν δείξει την ανωτερότητα της νέας απεικονιστικής τεχνικής έναντι της ψηφιακής μαστογραφίας, κάτι που για πρώτη φορά επιβεβαιώνει η νέα έρευνα σε τόσο μεγάλο βάθος χρόνου. Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Έμιλι Κόναντ του Τμήματος Ακτινολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Radiology» της Ακτινολογικής Εταιρείας της Βόρειας Αμερικής, συνέκριναν περισσότερες από 56.000 εξετάσεις μαστογραφίας τομοσύνθεσης με 10.500 ψηφιακές μαστογραφίες.
Διαπιστώθηκε ότι η μαστογραφία τομοσύνθεσης είχε ποσοστό ανίχνευσης καρκίνων της τάξης των έξι περιστατικών ανά 1.000 εξετάσεις, ενώ το ποσοστό ήταν 5,1 ανά 1.000 για τις ψηφιακές μαστογραφίες. Επίσης, στην τομοσύνθεση το ποσοστό αναγκαίας επαναληπτικής εξέτασης ήταν μικρότερο (8%) έναντι της ψηφιακής μαστογραφίας (10,4%). Σχεδόν το ένα τρίτο των καρκίνων που ανιχνεύθηκαν με την τομοσύνθεση, είχαν χειρότερη πρόγνωση, έναντι μικρότερου ποσοστού (ενός τετάρτου) για τις ψηφιακές μαστογραφίες.
Η Κόναντ απέδωσε την ανωτερότητα της ψηφιακής τομοσύνθεσης μαστού στην καλύτερη απεικόνιση τόσο των κακοήθων όσο και των καλοήθων όγκων.