Θεατρική κριτική: Οι "βρυκόλακες" στο θέατρο "Αγορά"

 

Ο Χένρικ Ίψεν (1828-1906) είναι ο δραματουργός Νορβηγός που συνέβαλε στην εξέλιξη του θεάτρου στην τελευταία εκατοστή. 

Ξεκίνησε με μελαγχολικά ποιήματα, σε μια πολιτειούλα, ως βοηθός φαρμακοποιού. Όταν γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Όσλο είχε ήδη από την Ελσέ Μπορκεντάλ, ένα αγόρι. Δέθηκε με το θέατρο σαν βοηθητικός στη σκηνή του Μπέργκεν στη διεύθυνση του Νορβηγικού θεάτρου της πρωτεύουσας. Άρχισαν να παίζονται τα νεανικά του έργα για θρύλους των Βίκινγκς. Κατόπιν με τη γυναίκα του Σουζάνα Τύρενσεν και το δεύτερο γιο του, των τεσσάρων ετών Σίγκουρντ, για ένα τέταρτο αιώνα γύρισε: Δανία, Γερμανία, Ιταλία. Έγραψε αριστουργήματα. Γίνεται πασίγνωστος. Τότε αφήνει την πεζογραφία και καταγίνεται με το αστικό δράμα.
 Πρωτοπόρος και αναμορφωτής, με "τεχνική δωματίου" άρτια, παλιννοστεί στα 63 του: στα στερνά του χρόνια, γράφοντας σαν αυτοβιογραφικά, με αναδρομή στο παρελθόν και στη ζωή του, οι ήρωές του ζουν τον βίο τους ολάκερο, θεληματικό ή ασυνείδητα. Στον υπόλοιπο βίο του έμεινε ανάπηρος, έχοντας ολόγυρά του ό,τι είχε συγγράψει στη διασημότητά του.

Στο θέατρο "ΑΓΟΡΑ" είναι οι "Βρυκόλακες". Ως φιλελεύθερος έχει φιλελευθερισμό που υψώνεται ολοένα, ακριβώς όπως ο Μπραντ το 1865. Κατόπιν το 1869 ο Ίψεν εγκαθίσταται στη Δρέσδη γράφοντας τον Σύνδεσμο των Νέων, ξεσηκώνοντας την πολιτική  της σάτιρας. Μεταξύ των έργων του είναι οι "Βρυκόλακες". Το γώρισαν αρχικά οι Κερκυραίοι από ιταλικό θίασο, στη δε Αθήνα από τον Βονατσέρα, με πρόλογο του Γρηγόρη Ξενόπουλου. Διδάχτηκαν έργα του με επιμελημένες μεταφράσεις, κυρίως από Βασιλικό Θέατρο. Ο Ίψεν έγραψε τα τελευταία του έργα (4) στο Όσλο όπου εγκαταστάθηκε μέχρι το 1906.

Τα κύρια πρόσωπα του έργου ήταν ο σύζυγος, η σύζυγος και ο εραστής. Η εργασία το ηθοποιού είναι εξίσου με αυτήν του θεατή, ο οποίος συγχωνεύει το δημόσιο και το ιδιωτικό. Είναι πνευματική δραστηριότητα και ολοκλήρωση σκέψης. Η υποκειμενικότητα και η αντιφατική μορφή ποίησης του εγώ διατρέχει το κεντρικό ποίημα, κάθετα και οριζόντια, εμμονές καλοπροαίρετες, ισχυρές εντάσεις μεταξύ πάστορας, απόδοση πολύ δυναμική μέχρι που εγκαταλείπει βίαια τη σκηνή. Τα απαιτητικά κείμενα: Κωστής Μαλαμής ως Πάστορας. Επιμελημένα μορφορποιημένα από τη Θεανώ Κανελλάκη, μητέρα Έλβιν. Η Βαρβάρα Γράψα ως Ρεγγίνα που εγκαταλείπει άπαντα. Ο Σπύρος Κουβαρδάς ως Έκμαρτ με εντάσεις και σεμνές παραλλαγές μέχρι εγκαταλείψεως, συνοδεύοντας τον Πάστορα. Ο δε Μάριος Μάλτος, ο γιος Ρίτσαρντ, ερωτευμένος, τον οποίον αποποιείται η Ρεγγίνα. Ο Ρίτσαρντ τελικά εγκαταλείπει τη ζωή μετά τις αλήθειες. Η αιδώς προφύλαξε το απρόοπτο και αθέατο για να μην εκτεθεί. Βρίσκεται ωμό μπρος στα μάτια του θεατή, στο τέλος.

Η υποκειμενικότητα και η αντιφατική μορφοποίηση του εγώ διέτρεξαν το έργο, κάθετα και οριζόντια, αφήνοντας τη μητέρα Έλβιν σε απόγνωση πλάι στον ακίνητο γιο της, Ρίτσαρντ.
Φεύγοντας από το γεμάτο θέατρο "ΑΓΟΡΑ" το κοινό παίρνει την άποψη ότι "τέτοιος" αστικός κόσμος, με τέτοια διάρθρωση, είναι καταδικαστέος. Πρέπει να ακούσει ένα μάθημα από αυτό το φιλοσοφικό υπόβαθρο του Ίψεν και τους ερμηνευτές του, χωρίς  κανένα συμβατικό θέατρο. Τίποτε δεν είναι κλειστό. Όχι πια θέατρο ιδιωτικό, η διάκριση έχει αρθεί. Είναι εκεί σε μία κατάσταση που ο ήρωες ξαναζούν ολόκληρη τη ζωή τους θέλοντας ή όχι να μεταφέρουν τον καθρέφτη της φύσης. 

 Τούλα Ηλιάδου- Μανιάκη
Καθηγήτρια γαλλικών, θεατρολόγος,
αρχαιολόγος, μεταφράστρια

 

Διαβάστε επίσης