Πού οφείλονται οι πρόσφατοι σεισμοί στην Ελλάδα - Μπορούν να προβλεφθούν; Που σημειώθηκαν οι μεγαλύτεροι

 

Ο δρ Γεράσιμος Παπαδόπουλος εξηγεί πού οφείλεται η πρόσφατη σεισμική δραστηριότητα στη χώρα μας. Πώς προκαλούνται οι σεισμοί και τι συμβαίνει με τις λιθοσφαιρικές πλάκες.

Ο σεισμός είναι ένα φυσικό φαινόμενο που προκαλεί φόβο, σε πολλούς ανθρώπους και μόνο ως… σκέψη. Στη χώρα μας υπάρχει έντονη σεισμική δραστηριότητα και μάλιστα πρόσφατα σημειώθηκαν μεγάλοι και μικροί σεισμοί.
Όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο δρ Γεράσιμος Παπαδόπουλος, σεισμολόγος και επιστημονικός συνεργάτης της ΕΕ και της UNESCO: “Οι μεγάλοι και μικροί σεισμοί των τελευταίων ημερών προκαλούνται από σπασίματα της λιθόσφαιρας σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι επιφανειακοί, δηλαδή έχουν εστία σε βάθος έως και 50 χιλιομέτρων. Αλλά στο νότιο Αιγαίο γίνονται σεισμοί και ενδιάμεσου βάθους με εστίες που φθάνουν τα 200 χιλιόμετρα. Αυτό οφείλεται στο ότι η αφρικανική λιθοσφαιρική πλάκα κάμπτεται κατά μήκος του ελληνικού τόξου και βυθίζεται στο εσωτερικό της Γης. Εξαιτίας της ίδιας διαδικασίας, σε βάθος περίπου 150 χιλιομέτρων παράγεται θερμό μάγμα που ανεβαίνει προς την επιφάνεια και σχηματίζει το ηφαιστειακό τόξο του νότιου Αιγαίου με κύρια ηφαιστειακά κέντρα στη Σαντορίνη και τη Νίσυρο, που θεωρούνται ενεργά ηφαίστεια. Στα Μέθανα το ηφαίστειο είναι μάλλον ενεργό, ενώ στη Μήλο και στην Κω, τα ηφαίστεια είναι ανενεργά πλέον. Σε όλα τα ηφαιστειακά κέντρα, όμως, παράγονται κατά καιρούς και σεισμοί ηφαιστειακής προέλευσης”.

Ένας ιδιότυπος “πόλεμος” διεξάγεται από συστάσεως του πλανήτη στη λιθόσφαιρά του και οι τεκτονικές πλάκες που πάνε κι έρχονται διαγκωνιζόμενες, προκαλούν στον μανδύα της σεισμούς και αφυπνίσεις ηφαιστείων, στα οποία, πάντως, η Ελλάδα είναι συνηθισμένη… Δεν είναι τυχαίο ότι οι ειδικοί επιστήμονες ανά τον κόσμο αποκαλούν τη χώρα μας “φυσικό εργαστήριο σεισμών”.

Οι λιθοσφαιρικές πλάκες

 “Το θέμα με τη χώρα μας δεν είναι μόνο ότι γίνονται πολλοί σεισμοί, ούτε το ότι έχει την υψηλότερη σεισμικότητα σε ολόκληρη τη δυτική Ευρασία, δηλαδή από τα Ουράλια ίσαμε τον Ατλαντικό και από την Αφρική ως το Βόρειο Πόλο. Είναι και το ότι η σεισμικότητα στην Ελλάδα έχει μεγάλη πολυπλοκότητα και δεν συνδέεται μόνο με έναν τύπο ρηγμάτων, αλλά με όλους τους κύριους τύπους ρηγμάτων που συναντάμε στον πλανήτη. Η λιθόσφαιρα στη γεωγραφική περιοχή της χώρας μας και τις γύρω περιοχές είναι κυριολεκτικά κατακερματισμένη για τον λόγο ότι η περιοχή αυτή συνθλίβεται ανάμεσα στην αφρικανική πλάκα που κινείται προς τα ΒΑ και την ευρασιατική που κινείται προς τα ΝΔ, με μία σχετική μεταξύ τους μετακίνηση που φθάνει τα 6 εκατοστά ετησίως κατά μήκος του ελληνικού τόξου”.

Το ελληνικό τόξο εκτείνεται από τα νησιά του Ιονίου, περνά στα νότια της Πελοποννήσου και μέσω της Κρήτης και της Καρπάθου καταλήγει στη Ρόδο και τη νοτιοδυτική Τουρκία. Ταυτόχρονα, η μικρή λιθοσφαιρική πλάκα της Ανατολίας, πρακτικά η γεωγραφική περιοχή της Τουρκίας, μετακινείται επίσης προς τα δυτικά και τα νοτιοδυτικά, συμπληρώνοντας το πεδίο των δυνάμεων που ασκούνται στη λιθόσφαιρα της Ελλάδας. Εν ολίγοις και αν η δραστηριότητα των λιθοσφαιρικών πλακών συνεχιστεί με τον ίδιο ή και ταχύτερο ρυθμό, οι χάρτες του μέλλοντος θα απεικονίζουν την Ελλάδα… αγκαλιά με την Τουρκία. Ωστόσο η διαμόρφωση της στεριάς στον πλανήτη είναι υπόθεση παλιά και διαρκής. Το θέμα είναι τι γίνεται κατά τη διάρκειά της…

“Το αποτέλεσμα αυτής της κινητικότητας στη λιθόσφαιρα της Γης είναι η πολύ υψηλή σεισμικότητα που στατιστικά εκφράζεται στην Ελλάδα με έναν σεισμό μεγέθους 6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, ή μεγαλύτερο, περίπου κάθε χρόνο” σημειώνει ο κ. Παπαδόπουλος. Και διευκρινίζει: “Η συχνότητα εμφάνισης, όμως, των σεισμών είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μικρότερο είναι το μέγεθος. Και αντίστροφα. Οι μεγάλοι σεισμοί είναι πιο σπάνιοι. Για παράδειγμα, οι σεισμοί μεγέθους 7 R επαναλαμβάνονται περίπου κάθε 10-12 χρόνια και οι ακόμη μεγαλύτεροι ακόμη πιο αραιά. Ο τελευταίος 7άρης, για την ακρίβεια 6,9 R, που είχαμε στη χώρα μας, ήταν στις 24 Μαΐου του 2014 στο βόρειο Αιγαίο. Εσείς, ο κόσμος δεν τον θυμάστε, επειδή δεν προκάλεσε καταστροφές. Αλλά ήταν ένας ισχυρός σεισμός στο πλαίσιο των αναμενόμενων”.

Μπορούν να προβλεφθούν οι σεισμοί;

Όσον αφορά στο αν είναι εφικτή υπόθεση η πρόβλεψη των σεισμών, ο δρ Παπαδόπουλος τονίζει ότι πράγματι, μία βραχυπρόθεσμη πρόβλεψη ακούγεται ανέφικτη.
“Η σεισμολογία είναι ακριβώς το αντίθετο της μετεωρολογίας. Η δεύτερη, καταγράφοντας ορατά φαινόμενα μπορεί να προβλέψει για μερικές μέρες, αλλά όχι για περισσότερο χρόνο. Όταν, όμως, έχεις να κάνεις με ό,τι συμβαίνει στο εσωτερικό της γης, άρα δεν το βλέπεις, καταγράφεις και μελετάς τις κινήσεις και υπολογίζεις για το βάθος του χρόνου. Ως εκ τούτου, η υπόθεση “βραχυπρόθεσμη πρόβλεψη” ακούγεται ουτοπική και η ερώτηση αυτονόητη… “Μα, τώρα, δρ Παπαδόπουλε, πιστεύετε πραγματικά ότι θα καταφέρουμε κάποτε να προβλέπουμε τους σεισμούς;”. Αλλά η απάντηση είναι κάθετη! “Πέραν πάσης αμφιβολίας”!

-Πώς, δηλαδή;
“Με την έρευνα και την παρατήρηση. Όταν παρακολουθείς σοβαρά και συστηματικά μία περιοχή με πλούσια σεισμική δραστηριότητα, μπορείς να προβλέψεις τον μεγάλο σεισμό, καταγράφοντας την προσεισμική του ακολουθία. Σε αυτή τη μελέτη συγκλίνει και η επιστημονική έρευνα παγκοσμίως”.

-Και πώς γνωρίζει ένας επιστήμονας ότι ένας από τους προσεισμούς δεν είναι ο κύριος;
“Οι προσεισμοί έχουν τα εξής τρία χαρακτηριστικά: χωροταξικά καταγράφονται πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, η χρονική εξέλιξή τους βαίνει αυξανόμενη, δηλαδή πυκνώνουν προς τη μεγάλη δόνηση και τέλος, όσο πλησιάζουμε στον κύριο σεισμό, τόσο ανεβαίνει το μέγεθος του προσεισμού. Ώσπου γίνεται ο μεγάλος και το μέγεθος πια των δονήσεων που ακολουθούν, των μετασεισμών, βαίνει μειούμενο”.

-Αυτό που περιγράφετε μοιάζει με τους πόνους της γέννας…
“Αυτό είναι. Σαν γέννα. Ή αν θέλετε, σαν τα μνημόνια που έπληξαν τη χώρα μας. Ξεκινήσαμε κάπως χαλαρά και όσο πλησιάζαμε προς την κορύφωση, τόσο έσφιγγε ο κλοιός…”.

Κι όταν μία φτωχή χώρα με πλούσια σεισμική δραστηριότητα δεν έχει “καύσιμο” να ρίξει στην έρευνα, τι γίνεται;
“Ακούστε. Κάποτε πρέπει να σταματήσουμε να γκρινιάζουμε. Στην Ελλάδα, που 40 χρόνια τώρα είναι πλήρες μέλος της ΕΕ, έρευνα γίνεται. Υπάρχουν ευρωπαϊκά κονδύλια, που διεκδικούν πολλοί επιστήμονες από διάφορες χώρες, και τα οποία για να εγκριθούν υπέρ σου, θα πρέπει να ανήκεις στους άριστους. Κι εμείς, είμαστε στους άριστους! Αλλά και στο εσωτερικό της χώρας μέσα στην κρίση, στο διάστημα 2016-19 το κονδύλι για την έρευνα αυξήθηκε σε 1% του ΑΕΠ, βέβαια λιγότερο κι από το μισό του μέσου όρου της ΕΕ, που είναι 2,2-2,3%. Ωστόσο, αυξήθηκε κι αυτό έγινε επειδή ο τότε αν. υπουργός Παιδείας, ο κ. Φωτάκης, προερχόταν ακριβώς από τον τομέα της έρευνας”, λέει ο κ. Παπαδόπουλος.

Οι μεγαλύτεροι σεισμοί στην Ελλάδα

Ο μεγαλύτερος σεισμός, που έχει καταγραφεί στην Ελλάδα είχε μέγεθος περίπου 8,5 R και σημειώθηκε στις 21 Ιουλίου του 365 μ.Χ. στη δυτική Κρήτη, όπου η παράκτια ζώνη ανασηκώθηκε κατά 6,5 μέτρα! Ταυτόχρονα, ένα θηριώδες τσουνάμι κατέκλυσε ολόκληρη τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου. Επανάληψη του φαινομένου καταγράφηκε στις 8 Αυγούστου του 1303, με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά ο σεισμός έγινε στην ανατολική πλευρά της Κρήτης.

Ο αμέσως επόμενος σε μέγεθος σεισμός καταγράφεται στις 12 Οκτωβρίου του 1856 με επίκεντρο στη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στην Κρήτη και τη Ρόδο και έχει μέγεθος 8,2 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ. Ο σεισμός εξαφανίζει επτά χωριά στην Κρήτη και αφήνει πίσω του σε Κρήτη, Ρόδο, Κάρπαθο, Κάσο, Σύμη, Καστελόριζο, Αμοργό και Κύπρο 618 νεκρούς, 638 τραυματίες και περί τα 17.000 σπίτια κατεστραμμένα ή με σοβαρές ζημιές.

Αλλά πλούσιος σε σεισμική δραστηριότητα είναι και όλος ο 20ος αιώνας, στη διάρκεια του οποίου έχουν σημειωθεί ανά την Ελλάδα, σύμφωνα με το αρχείο του Αστεροσκοπείου Αθηνών, 37 φονικοί σεισμοί μεγέθους από 6 έως και 8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και αμέτρητοι μικρότεροι. Τα ισχυρότερα χτυπήματα του Εγκέλαδου καταγράφονται στις 11 Αυγούστου του 1903 και στις 26 Ιουνίου του 1926 με 7,2 R και 8 R στα Κύθηρα και τη Ρόδο αντίστοιχα. Συγκριτικά με τις φονικές συνέπειες των κατοπινών σεισμών, δεν φαίνονται δραματικοί, δεδομένου ότι 14 ήταν οι νεκροί στα Κύθηρα και 12 στη Ρόδο. Ωστόσο, αν αναλογιστεί κανείς τον αριθμό των σπιτιών και των κατοίκων των νησιών εκείνης της εποχής, οι αριθμοί ασφαλώς δεν είναι αμελητέοι. “Η καταστροφικότητα ενός σεισμού δεν εξαρτάται μόνο από το μέγεθός του. Πρέπει να συντρέχουν ταυτόχρονα πολλοί παράγοντες. Το μέγεθος, η δομή του εδάφους, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των κατοικιών, ο χρόνος και η διάρκεια της δόνησης κ.α.” εξηγεί ο κ. Παπαδόπουλος.

Πάντως, ο φονικότερος σεισμός του προηγούμενου αιώνα χτύπησε στις 12 Αυγούστου του 1953 το νησιωτικό σύμπλεγμα Κεφαλονιά – Ζάκυνθος – Ιθάκη, όπου καταγράφηκαν συνολικά 455 νεκροί, 21 αγνοούμενοι και 2.412 τραυματίες. Ενδεικτικό της σφοδρότητας του σεισμού ήταν το γεγονός ότι από τα συνολικά 33.300 σπίτια των τριών νησιών, κρατήθηκαν όρθια κάτι παραπάνω από 5.000! Το πέρασμα του Εγκέλαδου άφησε γκρεμίδια ολόκληρη τη Ζάκυνθο, ολόκληρη την Ιθάκη, το Αργοστόλι και το Ληξούρι! Ενδεικτικά είναι τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής… «Κεφαλληνία, Ζάκυνθος, Ιθάκη δεν υπάρχουν από της χθες» δημοσίευε σε πηχυαίο τίτλο στις 13 Αυγούστου 1953 η εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”.

Διαβάστε επίσης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ