Ο Βοκάκιος στην Ουχάν

του Πέτρου Τατσόπουλου

 

Ο Τζιοβάνι Μποκάτσιο (1313-1375), που εμείς τον εξελληνίσαμε σε Βοκάκιο, έβαλε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στα ιταλικά γράμματα, ιδίως στο πέρασμά της από τη λατινική στη νεότερη ιταλική γλώσσα. Είναι γνωστός κυρίως για το «Δεκαήμερο», γραμμένο στη Φλωρεντία την περίοδο 1350-1355. Ο ίδιος ο Βοκάκιος ήταν μια μυθιστορηματική φυσιογνωμία: νόθος γιος ενός εμπόρου, εγκατέλειψε τόσο το εμπόριο όσο και τις εκκλησιαστικές σπουδές προκειμένου να αφιερωθεί στη λογοτεχνία, στη σκιά του μεγάλου Πετράρχη. Μπορείτε να βρείτε το «Δεκαήμερο» σε ποικιλία εκδόσεων και μεταφράσεων, παρότι κατά κοινή ομολογία θεωρείται αξεπέραστη η μετάφραση του Κοσμά Πολίτη (εκδόσεις Γράμματα, 1993).

Η πλοκή του «Δεκαήμερου» είναι εξαιρετικά απλή, σχεδόν προσχηματική: επτά νέες γυναίκες και τρεις νέοι άνδρες μαζεύονται σ’ ένα εξοχικό σπίτι, στα περίχωρα της Φλωρεντίας και, παίρνοντας τη σκυτάλη εναλλάξ, αφηγούνται δέκα ιστορίες την ημέρα επί δέκα ημέρες. Αυτές οι ιστορίες, με μόνη ρητή σκοπιμότητα την ψυχαγωγία της παρέας, διαφέρουν ως προς το είδος: δραματικές, κωμικές, διδακτικές, βλάσφημες, λάγνες… – όλα τα διαθέτει ο μπαξές του συγγραφέα.

«Δεν είναι ο Βοκάκιος ένα πνεύμα ανώτερο», σημειώνει στην «Ιστορία της Ιταλικής Λογοτεχνίας» ο κριτικός Φρανσίσκο ντε Σάνκτις, «που βλέπει την κοινωνία από μια ψηλή σκοπιά και της βρίσκει τις αρετές και τα ψεγάδια με αυστηρότητα. Είναι ένας καλλιτέχνης: αισθάνεται τον εαυτό του να γίνεται ένα με την κοινωνία μέσα στην οποία ζει, και την περιγράφει μ’ εκείνη την επιείκεια των ανθρώπων που παραδέρνουν μέσα στις άστατες εντυπώσεις της ζωής, χωρίς να έχουν την έγνοια να τις μαζεύουν και να τις αναλύουν.

Προτέρημα που τον ξεχωρίζει βασικά από τον Δάντη και τον Πετράρχη, πνεύματα γεμάτα κατάνυξη και έκσταση. Ο Βοκάκιος ζει ολοκληρωτικά την εξωτερική ζωή ανάμεσα σε ανθρώπους αγαπητούς και νωθρούς, ζει τις μεταπτώσεις της ζωής, ασχολείται και ικανοποιείται με όλα αυτά, και δεν του έτυχε ποτέ να λυγίσει και να γείρει το κεφάλι βαρυμένο από σκέψη».

Εκείνο όμως που είναι λιγότερο γνωστό στην προσχηματική πλοκή του «Δεκαήμερου» είναι το ίδιο το πρόσχημα: γιατί καταφεύγει στο εξοχικό σπίτι η εύθυμη παρέα; Για να ξεφύγει από τον «Μαύρο Θάνατο».

Ο «Μαύρος Θάνατος», η πανώλη που θέρισε το ένα τρίτο του ευρωπαϊκού πληθυσμού το 1348, δεν εξαίρεσε φυσικά τη Φλωρεντία. Ο Βοκάκιος ξεκινάει να γράφει το «Δεκαήμερο» μόλις δύο χρόνια αργότερα και, στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου του, αποτυπώνει τον «Μαύρο Θάνατο» με την ευσυνειδησία και τη ζωντάνια προδρομικού ρεπόρτερ του δέκατου τέταρτου αιώνα: ζωγραφίζει με αδρά χρώματα, όχι μονάχα τη συμπτωματολογία της πανώλης, αλλά και τις επιπτώσεις της αρρώστιας στη συμπεριφορά των ανθρώπων – κάτι που καθιστά το «Δεκαήμερο» ασυνήθιστα ανθεκτικό στη φθορά του χρόνου. Μπροστά στο «μεγάλο κακό» ο άνθρωπος, είτε το 1348 είτε το 2020, αντιδράει με σκανδαλιστικά παρόμοιο τρόπο.

«Είχε φτάσει κιόλας το σωτήριο έτος 1348 της καρποφόρας ενσάρκωσης του Υιού του Θεού», γράφει ο Βοκάκιος, «όταν, στη Φλωρεντία, ωραιότερη ανάμεσα στις περιφημότερες πόλεις της Ιταλίας, χίμηξε άγρια η θανατερή επιδημία.

Η πανούκλα, είτε στάθηκε έργο της αστρικής επιρροής, είτε αποτέλεσμα των παρανομιών μας, οπότε ο Θεός, μέσα στον δίκαιο θυμό Του, την ξαπόλυσε πάνω στους ανθρώπους για να τιμωρήσει τα κρίματά μας, πάντως είχε εκδηλωθεί, μερικά χρόνια πρωτύτερα, στις χώρες της Ανατολής και είχε γίνει αιτία να χαθούν αμέτρητες ανθρώπινες ζωές. Υστερα, ασταμάτητα, πλησιάζοντας ολοένα, είχε απλωθεί, για την κακή μας τύχη, προς τη Δύση.

Κάθε προφύλαξη αποδείχτηκε ατελέσφορη». Ο Βοκάκιος παρατηρεί πως, μολονότι κατά τη μετάδοση της πανώλης από την Ανατολή στη Δύση τα συμπτώματα μεταλλάσσονται – από την «αιμορραγία της μύτης» περνάμε στα «οιδήματα των βουβώνων» -, παραμένει σταθερή η μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο, όπως και από άνθρωπο σε ζώο, με αναπόφευκτο το «ίδιο αξιοθρήνητο αποτέλεσμα: να φεύγει ο κόσμος μακριά από τους αρρώστους και το περιβάλλον τους. Στη σκέψη όλων, αυτό ήταν το μόνο μέσον για να σωθούν».

Το επόμενο βήμα ήταν η ρήξη του συγγενικού ιστού: «Ο αδερφός παρατούσε τον αδερφό, ο θείος τον ανιψιό, η αδερφή τον αδερφό, συχνά, μάλιστα, η γυναίκα τον άντρα της. Ορίστε ακόμα κάτι φοβερό και σχεδόν απίστευτο: οι πατέρες και οι μητέρες, σαν να μην ήταν πια δικά τους τα ίδια τους τα παιδιά, απέφευγαν να πηγαίνουν να τα δουν και να τα βοηθήσουν»… Κοντά σου έμεναν μονάχα όσοι θα πλήρωνες· από το να σου φέρουν λίγο νερό μέχρι να σηκώσουν το φέρετρό σου.

Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι ο Βοκάκιος δεν είχε ακουστά καμία Ουχάν, όπως δεν την είχαμε ακουστά κι εμείς πριν από τα κρούσματα του κορωνοϊού – και ας είναι ο πληθυσμός της (9.785.392 κάτοικοι, σύμφωνα με την απογραφή του 2010) όσος σχεδόν και ο πληθυσμός της Ελλάδας… Ηδη τα κρούσματα προσεγγίζουν τις είκοσι πέντε χιλιάδες, ενώ οι νεκροί τους πεντακόσιους· όταν θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές, ίσως και να έχουν διπλασιαστεί, καθώς κρούσματα και νεκροί την τελευταία εβδομάδα ακολουθούν μάλλον γεωμετρική παρά αριθμητική πρόοδο. Ο κορωνοϊός διαρκώς μεταλλάσσεται και κανένας – ούτε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας – δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι θα ολοκληρώσει τον θανάσιμο κύκλο του προτού η σημερινή επιδημία εξελιχθεί σε αυριανή πανδημία, οπότε θα αρχίσουμε πια να μιλάμε για εντελώς άλλα μακάβρια μεγέθη.

 

Εάν ζούσε σήμερα ο Βοκάκιος στην Ουχάν, σίγουρα θα εντυπωσιαζόταν από την τεχνολογία – θα έμενε εμβρόντητος, για την ακρίβεια – αλλά θα μοιραζόταν με τον μέσο κάτοικο της πόλης τον κοινό τρόμο: πόσο να διαφέρει ένα drone που σε διατάζει να μην περιφέρεσαι άσκοπα στον δρόμο, να φορέσεις μάσκα ή να γυρίσεις αμέσως στο σπίτι σου από τη φωνή ενός Θεού Τιμωρού, στον οποίον τολμούσε κι έβγαζε τη γλώσσα του ο Βοκάκιος, αν και δεν αμφισβητούσε την ύπαρξή Του; Πόσο να σε στέλνουν σηκωτό στην καραντίνα;

Μήπως και ο Λι Ουενλιάνγκ, ο οφθαλμίατρος που προειδοποίησε από τους πρώτους για την ολέθρια εξάπλωση του κορωνοϊού και, αντί να επιβραβευτεί συνελήφθη για «διάδοση φημών» (νόσησε και ο ίδιος κατόπιν), δεν θα είχε ανάλογη τύχη ή και χειρότερη τον δέκατο τέταρτο αιώνα; Οι παρέες που κλειδαμπαρώνονται στα διαμερίσματα και τις νύχτες ουρλιάζουν «κουράγιο, Ουχάν!» διαφέρουν άραγε τόσο πολύ από την αλέγρα συντροφιά στο «Δεκαήμερο», από όσους απαντούν στη συμφορά με την εθελοτυφλία, την αναισθησία, τον φιλοτομαρισμό ή την ηδονοθηρία; Πάντα και παντού ανεβαίνει η ίδια παράσταση. Προτού πεθάνει ο άνθρωπος, πεθαίνει η ανθρωπιά.

in.gr

Διαβάστε επίσης