Η ινομυαλγία είναι μια διαταραχή του κεντρικού νευρικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από τους γενικευμένους μυοσκελετικούς πόνους στο σώμα. Άλλα συνήθη συμπτώματα που προκαλεί είναι η επίμονη κόπωση, καθώς και τα προβλήματα ύπνου, η αποδυνάμωση της μνήμης και οι εναλλαγές της διάθεσης.
Αν και οι ακριβείς βιολογικοί μηχανισμοί που οδηγούν στην ινομυαλγία δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί, η διαταραχή θεωρείται ότι εντείνει την αίσθηση του πόνου επηρεάζοντας τη διαδικασία επεξεργασίας των σημάτων πόνου στον εγκέφαλο.
Δεδομένου ότι δεν υπάρχει ειδική εξέταση για την ινομυαλγία, οι γιατροί καταλήγουν στη διάγνωσή της αφού πρώτα αποκλείσουν άλλες παθήσεις με παρόμοια συμπτώματα. Τις κυριότερες από αυτές μπορείτε να τις δείτε πατώντας επάνω στις φωτογραφίες της παρακάτω gallery.
1. Αρθρίτιδα: Τόσο η ινομυαλγία όσο και η αρθρίτιδα χαρακτηρίζονται από τον πόνο στις αρθρώσεις του σώματος και την επίμονη κόπωση, υπάρχουν όμως μερικές βασικές διαφορές ανάμεσα στις δύο παθήσεις. Αρχικά, η ινομυαλγία δεν προκαλεί φλεγμονή στους ιστούς όπως η αρθρίτιδα, ούτε και προκαλεί εκφύλιση των αρθρώσεων. Οι επιδράσεις της αρθρίτιδας στο σώμα (φλεγμονή και φθορά των αρθρώσεων) είναι δυνατό να εντοπιστούν με ειδικές εξετάσεις ώστε να γίνει ακριβής και αξιόπιστη διάγνωση. Η σύγχυση μεταξύ των δύο παθήσεων είναι συνηθέστερη όταν η αρθρίτιδα βρίσκεται ακόμη σε αρχικό στάδιο, πριν η φλεγμονή εξελιχθεί σε χρόνια και πριν να γίνουν εμφανείς οι βλάβες στις αρθρώσεις.
2. Σκλήρυνση κατά πλάκας: Το κοινό στοιχείο μεταξύ της ινομυαλγίας και της σκλήρυνσης κατά πλάκας είναι κυρίως ο χρόνιος πόνος που εκδηλώνεται σε ολόκληρο το σώμα. Συμπτώματα της σκλήρυνσης που δεν απαντώνται στην ινομυαλγία και βοηθούν τον ειδικό να κάνει σωστή διάγνωση είναι η δυσκολία στην κίνηση, η θολή όραση και οι διαταραχές της ομιλίας.
3. Λύκος: Και ο λύκος χαρακτηρίζεται από την επίμονη κόπωση, τον μυϊκό πόνο και τη δυσκαμψία που προκαλεί η ινομυαλγία. Ορισμένα από τα πρώιμα συμπτώματα του λύκου βοηθούν να γίνει διάκριση από την ινομυαλγία και αυτά περιλαμβάνουν την εμφάνιση εξανθήματος στο πρόσωπο (που συνήθως επιδεινώνεται από τον ήλιο), τη δύσπνοια και τα προβλήματα στα νεφρά. Επίσης, η αιματολογική εξέταση αντιπυρηνικών αντισωμάτων (συμπληρωματικά προς άλλες εξετάσεις) είναι δυνατό να δώσουν αξιόπιστη διάγνωση για τον λύκο.
4. Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης: Δεν υπάρχει εργαστηριακή εξέταση για τη διάγνωση του συνδρόμου, ενώ τα συμπτώματα που το χαρακτηρίζουν –κόπωση, απώλεια μνήμης, πόνος στους μυς και στις αρθρώσεις, δυσκολίες στον ύπνο κ.ά.– απαντώνται επίσης σε πολλές άλλες παθήσεις, συμπεριλαμβανομένης της ινομυαλγίας. Οι δύο αυτές παράμετροι καθιστούν τη διάγνωση του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης και τη διάκρισή του από την ινομυαλγία μια τεράστια πρόκληση για τους γιατρούς. Για να γίνει διάγνωση του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης, ο ασθενής θα πρέπει να εκδηλώνει επίμονη κόπωση για διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών, συνδυαστικά με άλλα συμπτώματα του συνδρόμου, όπως αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω.
5. Κατάθλιψη: Η κατάθλιψη μπορεί να είναι σύμπτωμα της ινομυαλγίας ή μπορεί η κατάθλιψη και η ινομυαλγία να συνυπάρχουν. Υπολογίζεται ότι ποσοστό περίπου 20% των ασθενών με ινομυαλγία πάσχουν επίσης από κάποια αγχώδη διαταραχή ή από κατάθλιψη. Για να γίνει σωστή διάγνωση και κατ’ επέκταση να χορηγηθεί η κατάλληλη θεραπεία χρειάζεται για κάποιο χρονικό διάστημα στενή παρακολούθηση από τον γιατρό με αναλυτική καταγραφή των συμπτωμάτων.
6. Υποθυρεοειδισμός: Λόγω της μειωμένης παραγωγής ορμονών που παρατηρείται στον υποθυρεοειδισμό, εκδηλώνονται συμπτώματα όπως η έλλειψη ενέργειας, η κούραση ακόμη και μετά από ήπια σωματική δραστηριότητα, η ανεξήγητη αύξηση του βάρους, η αυξημένη ευαισθησία στο κρύο, η επιβράδυνση του καρδιακού παλμού, η κακή διάθεση κ.ά. Πολλά από τα συμπτώματα αυτά αποτελούν επίσης συμπτώματα της ινομυαλγίας, ωστόσο η διάκριση μεταξύ των δύο μπορεί να γίνει εύκολα με τη βοήθεια αιματολογικών εξετάσεων που μετρούν τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών.
7. Ρευματική πολυμυαλγία: Όπως η ινομυαλγία έτσι και η ρευματική πολυμυαλγία χαρακτηρίζεται από τον γενικευμένο πόνο και τη δυσκαμψία. Εκτός από τον χρόνιο πόνο, η ρευματική πολυμυαλγία προκαλεί επίσης δυσκολία στον ύπνο. Μια διαφορά-κλειδί ανάμεσα στη ρευματική πολυμυαλγία και την ινομυαλγία είναι πως η πρώτη είναι συνηθέστερη σε άτομα άνω των 50 ετών και κυρίως σε όσους έχουν περάσει τα 70. Επίσης, η ρευματική πολυμυαλγία μπορεί να προκαλέσει αύξηση των δεικτών φλεγμονής στο αίμα, οι οποίοι είναι δυνατό να μετρηθούν με τη βοήθεια αιματολογικής εξέτασης.
Πηγή: Mayo Clinic, Reader’s Digest