"Σπιράλ" για το τρένο: Οι προβληματισμοί και η εναλλακτική πρόταση

Η τοποθέτηση του Πέτρου Ψωμά:

Το σπιράλ συντάχθηκε με το αίτημα της πόλης για τη διέλευση του τρένου από την Πάτρα και συνδιαμόρφωσε, με όλες τις παρατάξεις της αντιπολίτευσης, ουσιαστικές προσθήκες στην αρχική εισήγηση του Δημάρχου, ώστε να εκδοθεί ένα ομόφωνο ψήφισμα διεκδίκησης για την πόλη. Η νομική ισχύς του ψηφισμένου Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (με ΦΕΚ από το 2011) επιβάλλει τη λύση του υπόγειου τρένου.

Παράλληλα, όμως, ο επικεφαλής του σπιράλ, Πέτρος Ψωμάς, σε μία τοποθέτηση που κινήθηκε στις ράγες του νόμιμου και του λογικού, εξέφρασε στο Δημοτικό Συμβούλιο της Τετάρτης τους έντονους προβληματισμούς της παράταξης για την εφικτότητα του έργου. «Δεν θέλουμε να γίνουμε μάντεις κακού» είπε, «αλλά οι γνώσεις που αντλούμε από ειδικούς και εμπειρογνώμονες μάς πείθουν πως η υπόγεια διέλευση του τρένου από την πόλη είναι αβέβαιη». Ακολούθως εξέθεσε μια σειρά από εμπόδια που αφορούν τη χρηματοδότηση τού έργου και της λειτουργίας του, την έλλειψη μελετών, τις τεχνικές δυσκολίες, την πολυπλοκότητα καθώς και τον κίνδυνο να χαθεί ο προαστιακός που αποτελεί κατάκτηση και επιλογή της πόλης.

Το «plan B» που παρουσίασε το σπιράλ –απόλυτα συνεπές και με τη σχετική προεκλογική του πρόταση- προϋποθέτει ένα επικαιροποιημένο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο για τη νέα Πάτρα (βασισμένο σε ανανεωμένες μελέτες και ρεαλιστικές προσεγγίσεις) και μιλά για μία υπέργεια διέλευση (εναέριο τρένο) από τον αστικό ιστό της πόλης, μία σύγχρονη λύση που θα αλλάξει τη φυσιογνωμία της πόλης, σε συνδυασμό και με την απαραίτητη ανάπλαση του παραλιακού μετώπου.

Τα πλεονεκτήματα της πρότασης του υπέργειου τρένου εκτέθηκαν κατά τη συνεδρίαση: τεχνικά εφικτή, οικονομικά συμφέρουσα, συμβατή με τις νέες τεχνολογικές μεθόδους, σύμφωνη με επιτυχημένες ευρωπαϊκές πρακτικές, χωρίς αποκοπή της πόλης από το λιμάνι της και κυρίως με καθοριστική συμβολή στη διαμόρφωση μιας εικόνας σύγχρονης ευρωπαϊκής πόλης. «Γιατί να κρύψουμε το τρένο από την πόλη και την πόλη μας από τους διερχόμενους με το τρένο;» αναρωτήθηκε, τέλος, ο Πέτρος Ψωμάς.