Ο Χάρολντ Μπλουμ, ίσως ο πιο σημαντικός κι υποβλητικός κριτικός λογοτεχνίας των μεταπολεμικών χρόνων, έφυγε από τη ζωή χθες σε ηλικία 89 ετών, σε νοσοκομείο του Νιου Χάβεν κοντά στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, με το οποίο συνέδεσε τη ζωή και τη διδασκαλία του για κοντά έξι δεκαετίες. Παρά την εύθραυστη υγεία του ο Μπλουμ ίσαμε τα στερνά του δεν θέλησε να αποχωρισθεί τις αίθουσες και την περασμένη Πέμπτη παρέδωσε το τελευταίο του μάθημα, όπως ανέφερε στους New York Times η σύζυγός του Ζαν, ανακοινώνοντας τον θάνατό του.
Συγγραφέας περισσοτέρων από 40 έργων λογοτεχνικής κριτικής, ο Μπλουμ κατάφερνε να ασκεί μεγάλη επιρροή και να είναι δημοφιλής στο κοινό, παρόλο που δεν έκανε την παραμικρή παραχώρηση στα υψηλά κι απαιτητικά κριτήρια που απαιτούσαν τα θέματα που έθιγε και αφορούσαν τις πιο υψιπετείς λογοτεχνικές δημιουργίες της ανθρωπότητας.
Για τον συγγραφέα των έργων-σταθμός «Ο Δυτικός Κανόνας» και «Η Αγωνία της Επίδρασης», το κέντρο του κανόνα, που πάνω του μετρούνται όλα τα κατοπινά έργα της μεγάλης λογοτεχνίας, είναι οι δημιουργίες του Σαίξπηρ και του Θερβάντες. Γύρω τους εξακτινώνονται όλοι οι τιτάνες του λόγου στους επόμενους αιώνες, όπως οι Γουΐτμαν, Κάφκα, Προυστ, Τζόις, ή Βιρτζίνια Γουλφ. Το έργο όλων αυτών των συγγραφέων συναρμόζει αυτό που ο ίδιος χαρακτηρίζει «ο Δυτικός Κανόνας». Μία θεωρητική άποψη που προκάλεσε—και συνεχίζει να προκαλεί-- μεγάλη συζήτηση και πολεμική εντός των ακαδημαϊκών κύκλων. Μολονότι ο ίδιος ο Μπλουμ είχε κατ’ επανάληψη μεταβάλλει τα κριτήρια του κανόνα του, δεν ήσαν λίγοι που του προσήψαν πως η ιδέα του για την λογοτεχνία ήταν «εκλεκτικιστική» και «ελιτίστικη», αφήνοντας εκτός του κύκλου των μεγάλων δημιουργών σημαντικά ονόματα της λογοτεχνίας.
Μνημεία μεγάλης εμβρίθειας και κριτικής ευστοχίας, τα βιβλία του Χάρολντ Μπλουμ κατόρθωσαν να εμφιλοχωρήσουν στους καταλόγους των βιβλίων με τις μεγαλύτερες πωλήσεις (best sellers), εκτοπίζοντας άλλα με πιο δημοφιλή θεματολογία. Ο Μπλουμ είχε περιληφθεί στον κατάλογο για το βραβείο Best National Award, ενώ ήταν μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων.
Μολονότι στον πυρήνα της εταστικής του προσπάθειας ο Μπλουμ είχε πάντοτε την ιδέα της «μεγάλης» λογοτεχνίας, τα βιβλία του μπορούνε να καταταχθούν σε δύο κατηγορίες. Ορισμένα ήσαν ιδιαίτερα εξειδικευμένα: όπως «Η Αγωνία της Επίδρασης» (1973), στο οποίο ανέπτυξε την περίπλοκη θεωρία για τη γένεση και τους επιγόνους των μεγάλων δημιουργημάτων, ιδίως στην ποίηση, επιχειρηματολογώντας πως η δημιουργία δεν αποτελεί μία γονυκλισία απέναντι στα μεγάλα έργα του παρελθόντος, αλλά μία φροϋδική διαπάλη, κατά την οποία οι κατοπινοί δημιουργοί απαρνούνται και διαστρεβλώνουν τους λογοτεχνικούς «πατέρες» τους, την ώρα που το έργο τους επιβεβαιώνει τρανταχτά την κληρονομιά και το χρέος που τους έχουν αφήσει. Σε ένα άλλο, πιο ιδιαίτερο κι ιδιοσυγκρασιακό βιβλίο «To βιβλίο του Ι, The book of J», ο Μπλουμ διατύπωνε την προσωπική υπόθεση πως ο Θεός της Ιουδαϊκοχριστιανικής παράδοσης δεν ήταν παρά ένα λογοτεχνικό πρόσωπο, δημιουργία μίας γυναίκας συγγραφέως που ζούσε στα χρόνια του Σολομώντα και η οποία είχε συγγράψει πολλά κεφάλαια από τα πρώτα πέντε βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.
Στον αντίποδα, άλλοι τίτλοι του απετέλεσαν εκδοτικές επιτυχίες και «καταβροχθίσθηκαν» από το κοινό. Ο Μπλουμ θαύμαζε κι εξέδιδε μελέτες, όχι μόνον για «λευκούς άνδρες», αλλά και για συγγραφείς όπως η Τόνι Μόρισον, η Βιρτζίνια Γουλφ, η Έμιλι Ντίκινσον, η Τζόρτζ Έλιοτ, η Έιμι Ταν, αλλά και για τη Μάγια Αγγέλου. Ο ίδιος έγραψε και ένα μυθιστόρημα «Η Μάχη κατά του Λούσιφερ», όμως αργότερα αποποιήθηκε το δημιούργημά του.
Νεώτερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειάς του, ο Χάρολντ Μπλουμ γεννήθηκε το 1930 στο Ιστ Μπρονξ. Οι γονείς του ήσαν ορθόδοξοι Εβραίοι μετανάστες από τη Ρωσία και κανένας τους δεν κατάφερε να μάθει και να διαβάζει αγγλικά.
Ο λογοτεχνικός περίπλους του Μπλουμ ξεκίνησε με την Γίντις (Μεσευρωπαϊκή) ποίηση, αλλά σύντομα ανακάλυψε τα έργα του Χαρτ Κρέιν, του Τ.Σ. Έλιοτ, του Γουΐλιαμ Μπλέικ και άλλων μεγάλων ποιητών. Ο ίδιος παινευόταν πως όταν ήταν νέος μπορούσε να διαβάζει 1.000 σελίδες στην καθισιά του.
Αποφοίτησε το 1951 από το Πανεπιστήμιο Κορνέλ και το διδακτορικό του το εκπόνησε στο Γέιλ το 1955. Το 1958 παντρεύτηκε την Ζαν και απέκτησε μαζί της δύο γιούς.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στη δεκαετία του ’50 ορθώνοντας το ανάστημά του στο έργο του Τ.Σ. Έλιοτ. Στις επόμενες δεκαετίες δημιούργησε κι άλλα τέτοια λογοτεχνικά σκάνδαλα, επικρίνοντας τον Αφροκεντρισμό, τον Φεμινισμό, τον Μαρξισμό και άλλα κινήματα, τα οποία τοποθετούσε στην περιωπή της «Σχολής της Μνησικακίας (Ressentiment)». Αντιπαθούσε τα βιβλία του Χάρι Πότερ και εξέφρασε την αγανάκτησή του για τη βράβευση του Στίβεν Κινγκ με το National Book Award. Χαρακτήρισε ως «καθαρά πράξη πολιτικής ορθότητας» την βράβευση της Ντόρις Λέσινγκ με Νόμπελ Λογοτεχνίας.
«Είμαι ο πραγματικά Μαρξιστής κριτικός σας. Όμως ακολουθώντας περισσότερο τον Γκράουτσο Μαρξ, παρά τον Καρλ», δήλωνε αυτοσαρκαστικά, κάνοντας αναφορά στον μεγάλο προπολεμικό Αμερικανό κωμικό των ονομαστών Αδελφών Μαρξ. «Υιοθετώ ως σύνθημα τη μεγάλη συμβουλή του Γκράουτσο "Σε ό,τι ισχύει, εγώ είμαι αντίθετος"».