Επαναδιατάσσει τις προτεραιότητές του σε ό,τι αφορά τον οδικό άξονα Πάτρα-Πύργος, το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών. Πρώτα θα έρθει σε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και κατόπιν θα ανακοινώσει το υπουργείο το σχεδιασμό του για την ολοκλήρωση του οδικού άξονα.
Αυτό αναφέρει, σε κοινοβουλευτική απάντηση, ο υπουργός Κώστας Καραμανλής, σημειώνοντας ότι «η παρούσα κυβέρνηση και επιθυμεί το έργο και θα εντοπίσει τον τρόπο για να το υλοποιήσει. Χρειάζεται λίγο χρόνο, προκειμένου να επιτύχει την καλύτερη δυνατή λύση, που θα εξασφαλίζει ότι το έργο θα γίνει πραγματικότητα, στο συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα και με το χαμηλότερο δυνατό κόστος» τόνισε.
Μάλιστα, στη συνέχεια αναφέρει ότι «πρώτα θα συνεννοηθεί σχετικά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και μετά θα προβεί στις όποιες ανακοινώσεις».
Όπως αναφέρει ο υπουργός Υποδομών, «το έργο της ολοκλήρωσης του αυτοκινητοδρόμου Πάτρα – Πύργος, έτσι όπως (επανα)σχεδιάστηκε από την παρελθούσα κυβέρνηση, ήταν καταδικασμένο σε πλήρη αποτυχία.
Όλα τα αδιέξοδα τα οποία έχουν εμφανισθεί, είναι αποτέλεσμα των λανθασμένων ενεργειών της περιόδου 2015-2019, όπως η ακύρωση του διαγωνισμού του 2014, η απόφαση για “σαλαμοποίηση” του έργου σε 8 τμήματα, η μη έγκαιρη ενημέρωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κλπ”.
Με δεδομένο ότι, λόγω του υπάρχοντος σχεδιασμού το έργο, μήκους 75 χιλιομέτρων, δεν θα είχε ολοκληρωθεί μέχρι τις 31/12/2023, το ελληνικό Δημόσιο κινδύνευε να επιβαρυνθεί με όλες τις επιπλέον απαιτούμενες δαπάνες από την ημερομηνία εκείνη και μετά.
Ταυτόχρονα, αν η ολοκλήρωση του έργου ξεπερνούσε την 31/12/2025, το ελληνικό δημόσιο κινδύνευε να επιστρέψει όλους τους ευρωπαϊκούς πόρους που θα είχε λάβει για το έργο αυτό».
Σημειώνεται ότι στις 5 από τις 8 εργολαβίες του Πάτρα – Πύργος έχουν υπογραφεί οι συμβάσεις. Στις υπόλοιπες δυο, κηρύχτηκε πρόσφατα έκπτωτη η κοινοπραξία Τοξότης – Ομάδα Κατασκευών, ενώ στην τελευταία εκκρεμούν δικαστικές αποφάσεις.
Ωστόσο, το υπουργείο Υποδομών έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο ακύρωσης όλων των συμβάσεων και επαναπροκήρυξης τους ως ενιαίο έργο. Κάθε λύση απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη της ΕΕ, η οποία έχει εγκρίνει 293 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Συνοχής για την ολοκλήρωσή του.