Για την κατά Κ. Τσιάνο «Τρισεύγενη» του Παλαμά

Του Ανδρέα Τσιλίρα, εκδότη – πολιτιστικού διαχειριστή

Ξεκινάμε με ένα δεδομένο. Ότι ο Κώστας Τσιάνος γνωρίζει πολύ καλά το ελληνικό θέατρο, ξέρει να διαβάζει κείμενα που έρχονται από τα σπλάχνα της ελληνικής δραματουργίας και δεν έχει καμιά ανάγκη να αποδείξει μετά από 50 χρόνια διαδρομής τη σκηνοθετική του αξία. Βλέποντας λοιπόν την «Τρισεύγενη» του Κ. Παλαμά που ανέβασε στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, προκύπτει ένα ερώτημα: Πώς επέτρεψε μέσα σε μια παράσταση τόσα προβλήματα;

Πρώτο και βασικότερο πρόβλημα: Η ανάγνωση του έργου

Η  γραμμένη το 1902 «Τρισεύγενη» δεν είναι μια ηθογραφία στην οποία καταγγέλλονται οι γυναίκες ελευθερίων ηθών, και αυτές που δεν δέχονται να συμβιβαστούν με τα δεσμά του γάμου ή με τις οικογενειακές επιταγές. Είναι ένα έργο με το οποίο ο Παλαμάς ήθελε (το αν το κατάφερε είναι άλλη συζήτηση) να ανανεώσει το νέο ελληνικό θέατρο και στο οποίο, ενσωματώνοντας λαϊκούς μύθους και δοξασίες, μιλά για την αμφισβήτηση, για τη δύναμη της συνείδησης και της ψυχής που κάποιες φορές ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα, καθώς και για τις γυναίκες που διεκδικούν ίση αντιμετώπιση και αλλαγή των κοινωνικών δομών.

Δυστυχώς σχεδόν κανένα από τα παραπάνω στοιχεία δεν πέρασαν στην παράσταση. Η «Τρισεύγενη» όπως διασκευάστηκε από τον Τσιάνο είναι μια γυναίκα – πλανεύτρα, που πατάει πάνω στη νεραϊδένια ομορφιά της για να κάνει ό,τι θέλει όποτε θέλει και η οποία εντέλει (αυτό)τιμωρείται ως μιαρή και πρόστυχη, με κάποιες απλές νύξεις για το απόκοσμο και το «προχωρημένο» της προσωπικότητάς της. Τόσο έντονη ήταν αυτή η εικόνα της παράστασης που (χωρίς να έχουμε αντιπαραβάλλει το πρωτότυπο κείμενο με αυτό της διασκευής) νιώσαμε πως έχουν παραληφθεί ή έχουν υποβαθμιστεί ατάκες πάνω στις οποίες στήριζε ο Παλαμάς την ουσία της «μοναχοκόρης» του, όπως αποκαλούσε την «Τρισεύγενη».

Δεύτερο πρόβλημα, λιγότερο ιδεολογικό: Η επιλογή της πρωταγωνίστριας

Δεν έχει να κάνει ούτε με την αδιαπραγμάτευτη ομορφιά της, ούτε με τον μύθο που τη συνοδεύει στην ως τώρα καριέρα της. Η Αντιγόνη Κουλουκάκου είχε εμφανείς ελλείψεις στα φωνητικά και υποκριτικά προσόντα για να υποστηρίξει τον ρόλο της Τρισεύγενης και ως εκ τούτου ήταν μια ατυχής επιλογή, χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση για τη σκηνοθετική καθοδήγηση.

Πρόβλημα τρίτο: Ο θίασος και η παραγωγή

Δεν είμαστε τόσο σίγουροι για τον αν οι ηθοποιοί ήταν όλοι ταιριαστοί για τους ρόλους τους, ούτε για το αν τα κοστούμια, η χορογραφία και τα σκηνικά υποστήριξαν σωστά το όποιο σκηνοθετικό όραμα. (αφήνουμε εκτός τη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη που ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν το κείμενο). Η μόνη σιγουριά που προκύπτει είναι πως όλοι προσπάθησαν και δούλεψαν φιλότιμα, όμως χρειάζονταν αρκετές ακόμα ώρες / ημέρες πρόβας για να προκύψει μια δεμένη ομάδα συντελεστών που εκπέμπει ένα ενιαίο μήνυμα.

Καταληκτικά: Φεύγεις από την παράσταση με την πικρία ότι χάθηκε μια ευκαιρία να απολαύσουμε τα λόγια του Παλαμά στο εμβληματικό Δημοτικό Θέατρο Πατρών. Μια πετυχημένη παράσταση μπορεί να οδηγούσε πολλούς θεατές να αναζητήσουν κι άλλα κείμενα –ποιήματα ή μη– του «εθνικού ποιητή». Έχουμε ανάγκη να (ξανα)συστηθούμε με τον Παλαμά, όχι γιατί γεννήθηκε στην Πάτρα, όχι γιατί το σπίτι του ζωντάνεψε τον τελευταίο χρόνο, ούτε γιατί ο Δήμος Πατρέων αποφάσισε να κηρύξει το 2019 «έτος Παλαμά». Πρέπει να τον (ξανα)διαβάσουμε για να βρούμε την αξία των λόγων του, που είναι ευτυχώς πολύ διαφορετική και πολύ πιο σύνθετη από αυτή που μας έμαθαν στο σχολείο.