Η συμφωνία των Πρεσπών: Οι δρόμοι της Ιστορίας

Της Σίας Αναγνωστοπούλου, βουλευτής Αχαΐας του ΣΥΡΙΖΑ

Την ώρα που δημοσιεύονται αυτές οι γραμμές, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Βόρεια Μακεδονία δεν έχει κριθεί ακόμα. Αυτό βέβαια δεν μας εμποδίζει να καταθέσουμε μερικές σκέψεις για την ίδια τη συμφωνία, για την πολιτική και ιστορική σημασία της και για τις δύο χώρες. Είναι γεγονός ότι έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά, και από τους υποστηρικτές αλλά και τους αρνητές της συμφωνίας. Αυτό και μόνο το γεγονός αποδεικνύει την πολιτική και ιστορική βαρύτητα της συμφωνίας για τις δύο χώρες αλλά και για την ευρύτερη περιοχή.

Με το δημοψήφισμα ο γειτονικός λαός καλείται να ενισχύσει με την ψήφο του αυτό που η πολιτική ηγεσία της χώρας του συνυπέγραψε με την ηγεσία της Ελλάδας. Η ονομασία Βόρεια Μακεδονία -με ό,τι αυτή προϋποθέτει και συνεπάγεται βάσει της συμφωνίας- σημαίνει ότι ο γειτονικός λαός συναινεί πολιτικά στην εκ νέου τακτοποίηση του παρελθόντος του και συγχρόνως στον επανασχεδιασμό του μέλλοντος της χώρας του. Μια τακτοποίηση που γίνεται σε σχέση και σε διάλογο με τον γείτονα, με τον οποίο μαζί και αλληλέγγυα αποφασίζουν να λύσουν τις εκκρεμότητες που η πρόσφατη Ιστορία έχει δημιουργήσει στην περιοχή.

Με άλλα λόγια, ο γειτονικός λαός προσέρχεται στις κάλπες (το ποσοστό συμμετοχής θα έχει μεγάλη σημασία) για να πάρει θέση απέναντι σε ένα σημαντικό, ιστορικής σημασίας ερώτημα. Με ποιον ιδεολογικό φακό θέλει να φωτίσει το παρελθόν του και να οραματιστεί το μέλλον; Με αυτόν του ακραίου εθνικισμού που τον κράτησε, κυρίως τα τελευταία χρόνια, όμηρο, κι αυτόν και το μέλλον του; Που τον αυτοπαγίδευσε να υπερασπίζεται την πολιτική στέγη του -το κράτος του- στο όνομα ενός επινοημένου, αρχαίου «σλάβου» Βουκεφάλα, εκτός γεωγραφίας και ιστορικού χρόνου, αφήνοντας έτσι μετέωρο και ευάλωτο στα σχέδια άλλων το μέλλον της ίδιας της ύπαρξής του; Ή, αντιθέτως, με αυτόν της συνειδητοποίησης ότι η Ιστορία του κάθε νεωτερικού κράτους διαμορφώνεται εν χρόνω και τόπω, μέσα από πολύπλοκες και σύνθετες διαδικασίες, οι οποίες λειτουργούν χειραφετικά για τις εθνοτικές/εθνικές συλλογικότητες όταν αυτές διαβάζουν το παρελθόν όχι για να επινοήσουν τους προαιώνιους εχθρούς τους ώστε να τους συναντούν αενάως και στο μέλλον, αλλά για να ανακαλύψουν τις ιστορικές μεσοτοιχίες με τα γειτονικά κράτη ώστε να ξαναοραματιστούν το μέλλον φέρνοντας στο φως τους δρόμους που τις διαμόρφωσαν;

Παρά λοιπόν τα όσα λέγονται ένθεν κακείθεν -δυστυχώς και από το ΚΚΕ-, η ίδια η συμφωνία των Πρεσπών λειτουργεί χειραφετικά και για τους δύο λαούς. Κατ' αρχάς, καταργεί κάθε υπόνοια αλυτρωτισμού. Ο αλυτρωτισμός δεν «φύεται» γενικώς και αορίστως. Είναι προϊόν του εθνικισμού του 19ου - αρχών 20ού αιώνα, μέσα σε αυτό το περιβάλλον καλλιεργήθηκε ιστορικά και μόνο μέσα από την αναπαραγωγή αυτού του περιβάλλοντος μπορεί να εμφανιστεί μελλοντικά, όπως εμφανίστηκε άλλωστε με τον εθνικισμό του Γκρούεφσκι. Η συμφωνία λοιπόν, καθώς και η υπερψήφισή της αποτελούν διακηρυκτικό συμβόλαιο κατά του εθνικισμού και ό,τι αυτός εμπεριέχει. Και οι δύο πλευρές κάνουν μια μεγάλη, απελευθερωτική για το μέλλον παραδοχή: ο όρος «Μακεδονία» παραπέμπει σε έναν ευρύ γεωγραφικό χώρο, με διαφοροποιημένα ιστορικά παρελθόντα (αρχαίο, βυζαντινό, οθωμανικό), με διαφορετικές χρονικές στρωματώσεις στις οποίες εμφανίστηκαν κι άλλοι πληθυσμοί, με άλλα εθνοτικά -γλωσσικά, κ.λπ.- χαρακτηριστικά. Αν λοιπόν η ελληνική στρωμάτωση είναι η πιο παλιά, με βάθος στην αρχαιότητα, αυτό δεν αποκλείει ότι άλλες στρωματώσεις δημιουργήθηκαν σε αυτό τον ευρύ γεωγραφικό χώρο σε άλλες χρονικές στιγμές - και μάλιστα πρόσφατες. Άλλωστε, η δημιουργία των εθνών - κρατών είναι προϊόν των 19ου - 20ού αιώνων, έπειτα από πολέμους, αντιπαραθέσεις σκληρές, αλλά και συναινέσεις με διεθνείς συμφωνίες. Η ελληνική Μακεδονία οριστικοποίησε το έδαφός της με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Η συμφωνία των Πρεσπών οριστικοποιεί τα όρια των διαφορετικών παρελθόντων της περιοχής, γι' αυτό κλείνει οριστικά για το μέλλον τις αναβιώσεις αλυτρωτισμών άλλων εποχών. Η γλώσσα ή ο εθνοτικός αυτοπροσδιορισμός ενός λαού δεν λειτουργούν αλυτρωτικά όταν τα όρια των διαφορετικών πολιτισμικών παρελθόντων μιας περιοχής είναι σαφή και ευδιάκριτα μέσα από τη συμφωνία.

Ωστόσο, με τη συμφωνία των Πρεσπών γίνεται και από τις δυο πλευρές μια άλλη παραδοχή, εξίσου σημαντική. Παρά λοιπόν τα όσα επικαλούνται οι αντιτιθέμενες στη συμφωνία πολιτικές δυνάμεις, οι δύο λαοί παραδέχονται ότι ο φόβος, το μίσος και η αντιπαλότητα δεν αποτέλεσαν ούτε στο παρελθόν και δεν αποτελούν ούτε στο μέλλον τον μοναδικό δρόμο της Ιστορίας. Ένας λαός αποφασίζει σε κάθε ιστορική περίοδο πότε οι συγκρούσεις με τους γείτονες λειτουργούν ως φορέας χειραφέτησής τους και πότε η συνεργασία και η αλληλεγγύη μεταξύ τους.

Ο βαλκανικός χώρος είναι γεμάτος, για παράδειγμα, από τις πατημασιές του Έλληνα εμπόρου, του τεχνίτη στο ταξίδι του προς την κεντρική Ευρώπη ή προς τη Μαύρη Θάλασσα. Είναι γεμάτη όμως κι από τις πατημασιές επιτόπου των φτωχών ανθρώπων -αγροτών κυρίως- που ζούσαν και δούλευαν δίπλα-δίπλα για την επιβίωσή τους. Είναι γεμάτη από τις πατημασιές εμπόρων και διανοούμενων με καταγωγή από διάφορες περιοχές της Μακεδονίας κυρίως (και όχι μόνο) προς τον Δούναβη, τη Βάρνα, την Οδησσό, τη Βιέννη, το Λιβόρνο και αλλού, με ενδιάμεσους σταθμούς στην Αχρίδα, στα Σκόπια, στο Βελιγράδι, στη Σόφια κ.λπ. Είναι γεμάτη από την προσπάθεια ενός φτωχού κόσμου για ένα καλύτερο μέλλον, με λιγότερη εκμετάλλευση και περισσότερη αξιοπρέπεια.

Η Θεσσαλονίκη ήταν πρωτεύουσα ενός μεγάλου και ανοιχτού κόσμου, ένα πλούσιο κέντρο και συγχρόνως φτωχομάνα, ενός κόσμου -από και προς αυτή- που δεν φοβόταν, που μετέφερε προς όλες τις κατευθύνσεις εμπορεύματα, ιδέες, γλώσσες, θρησκείες και καταγωγές, κόπο και πόνο. Σε αυτές τις πατημασιές οφείλει πολλά, πάρα πολλά το ελληνικό έθνος-κράτος. Σε αυτή την ευρεία εμπορική και διανοητική ενδοχώρα οφείλει πολλά, γιατί χάρη σε αυτή διαμορφώθηκαν οι ιστορικές μεσοτοιχίες ανάμεσα στα έθνη-κράτη. Μεσοτοιχίες που δεν απόκλειαν τον πόλεμο ως ιστορικό επεισόδιο, αλλά έθεταν και τα θεμέλια της διαρκούς προοπτικής ώστε τα έθνη - κράτη στην περιοχή να μην είναι φρούρια για τους λαούς τους, αλλά το ειρηνικό διάβημα προς έναν μεγάλο κόσμο, έναν ανοιχτό, έναν καλύτερο κόσμο.

Η συμφωνία των Πρεσπών λοιπόν ξαναπατάει πάνω σε αυτές τις πατημασιές. Δεν σβήνει το παρελθόν των μαχών και των συγκρούσεων, αλλά αναδεικνύει και αυτές ως μια διαρκή προοπτική για το μέλλον. Αναδεικνύει τους πολλούς δρόμους της Ιστορίας, κυρίως σε ένα ευρωπαϊκό και παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.

Η συμφωνία των Πρεσπών λοιπόν, πέρα από το αν τη θέλουν το ΝΑΤΟ, η Ε.Ε. ή όποιος άλλος (και χωρίς τη συμφωνία μια χαρά αναγνωρίστηκε η «Βόρεια Μακεδονία» ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας», μια χαρά ισχυρότατη νατοϊκή βάση δημιουργήθηκε στην περιοχή, μια χαρά γερμανική οικονομική και πολιτική εκμετάλλευση έγινε στην περιοχή κ.λπ.), λειτουργεί χειραφετικά και για τους δύο λαούς. Πέρα από τους ανταγωνισμούς των μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων, οι δύο λαοί μπορούν να ξαναπερπατήσουν πάνω στις πατημασιές που άφησαν κάποιοι άλλοι στο διάβα της Ιστορίας, αυτοί οι άλλοι που οραματίστηκαν το έθνος τους ως μέρος ενός μεγάλου κόσμου, μαζί με τους γείτονες (και σε σύγκρουση όταν χρειάστηκε), που είδαν το έθνος-κράτος τους ως το ασφαλιστικό δίχτυ που τους πρόσφερε το σκαλοπάτι για να πάνε πιο πέρα, στη γειτονιά, στον μεγάλο κόσμο.

 

 

 

Διαβάστε επίσης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ