Για εξαίρεσή τους από τη διαδικασία σίτισης των παιδιών των σχολείων της περιοχής τους κάνουν λόγο επαγγελματίες υπηρεσιών τροφοδοσίας και catering στην Πάτρα και τη Δυτική Ελλάδα επισημαίνοντας ότι οι όροι που τέθηκαν στα πλαίσια του δημόσιου ηλεκτρονικού διαγωνισμού ανάδειξης αναδόχου για την παροχή υπηρεσιών παρασκευής-συσκευασίας και διανομής ζεστών γευμάτων σε μαθητές πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης κατά τη σχολική χρονιά 2018- 2019, ήταν απαγορευτικοί για μεσαίες πιστοποιημένες επιχειρήσεις με όλα τα απαραίτητα ποιοτικά και ποσοτικά στο σύνολό τους χαρακτηριστικά, ενώ σε κάποια σημεία τους ήταν σχεδόν φωτογραφικοί.
Σε όλη την Ελλάδα σιτίζονται περί τα 150.000 παιδιά. Το έργο έχει να κάνει με τη σίτιση των μαθητών για 94 σχολικές ημέρες και κριτήριο κατακύρωσης του διαγωνισμού ήταν η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά βάσει τιμής προϋπολογισμού 39.673.643 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Ο κάθε διαγωνιζόμενος μπορούσε να υποβάλλει προσφορά για ένα ή περισσότερα τμήματα της σύμβασης που αντιστοιχούν σε διάφορες περιοχές και δήμους της χώρας.
Ενώ στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται στον τομέα 2.000 επαγγελματίες, μόλις 25 μπόρεσαν να λάβουν μέρος και να αναλάβουν το έργο εξαιτίας των όρων που είχαν τεθεί. Αποτέλεσμα είναι να μην σιτίζονται οι μαθητές με γεύματα που παρασκευάζονται στην πόλη τους από επαγγελματίες της περιοχής τους, αλλά από επιχειρήσεις που βρίσκονται μακριά και γεύματα που μεταφέρονται με πολύωρα στις περισσότερες των περιπτώσεων ταξίδια.
«Πώς γίνεται και στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας όπως και όλες σχεδόν τις περιφέρειες, ενώ υπάρχουν μεσαίες πιστοποιημένες επιχειρήσεις με όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά, ικανές να παρέχουν υπηρεσίες υψηλών προδιαγραφών στην εστίαση, να μην συμμετέχουν καν στη διαγωνιστική διαδικασία για τη σίτιση των δικών τους παιδιών στα σχολεία και να έρχονται μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες από την Αθήνα να αναλαμβάνουν το έργο και να μεταφέρουν τα τρόφιμα;» αναρωτιούνται οι επιχειρηματίες της περιοχής.
Οι προϋποθέσεις του διαγωνισμού που έχουν προκαλέσει τις αντιδράσεις είναι κυρίως δύο.
Η μια είναι οικονομικής φύσεως και αφορά την απαίτηση ο γενικός ετήσιος κύκλος εργασιών των διαγωνιζομένων κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων διαχειριστικών χρήσεων να υπερβαίνει το 100% της προϋπολογισθείσας αξίας της σύμβασης, άλλως του αθροίσματος της αξίας των τμημάτων για τα οποία υποβάλλεται προσφορά. Εκτιμάται ότι αυτή η απαίτηση, είναι δυσανάλογη του υπό ανάθεση αντικειμένου της σύμβασης και των τμημάτων της με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η αυτοτελής συμμετοχή μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον διαγωνισμό και να περιορίζεται οι ανταγωνισμός εις βάρος τους.
«Έτσι, καταλήγουμε να έρχονται μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες από την Αθήνα που προφανώς πληρούν μεταξύ άλλων σχεδόν φωτογραφικών προδιαγραφών οικονομικά κριτήρια απρόσιτα για τις τοπικές εταιρίες αφού η περιφέρεια εντάχθηκε στα προγράμματα σίτισης σχολείων πολύ αργότερα από την Αθήνα, με φυσικό αποτέλεσμα να μην έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν τον κύκλο εργασιών που απαιτείται στα σχολικά γεύματα προκειμένου να συμμετέχουν. Έτσι υγιείς επιχειρήσεις με αξιόλογους τζίρους αποκλείονται εκ προοιμίου» λέει επιχειρηματίας της περιοχής.
Ακόμη μεγαλύτερες αντιδράσεις έχουν προκληθεί από μια εκ των προϋποθέσεων που έχουν τεθεί για το διαγωνισμό σε ό,τι αφορά την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα για την διαδικασία σύναψης σύμβασης. Σύμφωνα με αυτή οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει «να έχουν εκτελέσει τουλάχιστον μια σύμβαση υπηρεσιών τροφοδοσίας/catering σε κέντρα Φιλοξενίας Αιτούντων Άσυλο/Προσφύγων ή ΜΚΟ ή και στο δημόσιο τομέα».
«Ποια σχέση μπορεί να έχει η σίτιση των προσφύγων με την σίτιση των μαθητών;» αναρωτιούνται επιχειρηματίες των Πατρών.
Οι συγκεκριμένες διατάξεις, θεωρείται ότι παραβιάζουν τις αρχές της αναλογικότητας, της διαφάνειας, της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων και της ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού, κατατείνοντας στην επιβολή φωτογραφικών κριτηρίων επιλογής και ευνοούν τη συμμετοχή μόνο συγκεκριμένων υποψηφίων.
Γιώτα Κοντογεωργοπούλου