Γράφει ο Γιώργος Βιδάλης
Αφορμή αυτής της παρέμβασης το προχθεσινό σημείωμα του Κων/νου Μάγνη στην «Πελοπόννησο» για το Κάστρο. Σημείωμα στο οποίο αφού περιγράφει τις εργασίες ανάπλασης, στερέωσης των τειχών, και φωτισμού, μας προτείνει να το επισκεφτούμε και μάλιστα βράδυ.
Ξαφνιάστηκα.
Επίσκεψη στο κάστρο βράδυ, όταν μέχρι πρόσφατα δεν μπορούσες να πάς ούτε απομεσήμερο.
Ετσι πρώτη μου κίνηση ήταν να δώ στην επίσημη ηλεκτρονική διεύθυνση του Υπουργείου Πολιτισμού τις πληροφορίες για το κάστρο της Πάτρας, οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω είναι και στα Αγγλικά προφανώς για να ενημερώνονται οι τουρίστες. Αμ δε.......
Ο χρόνος στο κάστρο έχει σταματήσει στο 2016. Ε.. λέω και το ωράριο θα είναι λάθος. Ας δοκιμάσω να πάω αν όχι βράδυ τουλάχιστον απόγευμα και βλέπουμε. Αμ δε και πάλι. Η πινακίδα στην Κεντρική πύλη ήταν σαφής.
Αλλά σκέφτομαι πάλι ….. μήπως αλλάξανε την είσοδο στο κάστρο και αυτή γίνεται από τη μικρή νοτιοδυτική πύλη, η οποία είναι κοντά στην απόληξη της κλίμακας Αγίου Νικολάου ενώ πολύ κοντά έχουν τη δυνατότητα να σταθμεύσουν τουριστικά πούλμαν (υπό την προϋπόθεση να μπορέσουν να φτάσουν εκεί αν τους επιτρέψουν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα να πάρουν τη στροφή Γούναρη-Μπουκαούρη ή Γερμανού-Μπουκαούρη)
Ασφαλισμένη με λουκέτο η πόρτα, αποκλεισμός ακόμα και από το τμήμα του προτειχίσματος και βέβαια αποκλεισμός και των παιδιών από τη μικρή παιδική χαρά που είχε παλιά κατασκευασθεί από το Δήμο.
Ετσι έσβησε η επιθυμία μου να περπατήσω στα ωραία επιστρωμένα μονοπάτια, και να δώ την πόλη από ψηλά την ώρα που ο ήλιος χάνεται πίσω από τους γκρίζους όγκους της Παλιοβούνας και της Βαράσοβας κι’ ανάβουν τα φώτα της πόλης.
Απογοητευμένος άρχισα να κατηφορίζω σε μια έρημη σκάλα – μόνο στο τελευταίο πλατύσκαλο ένα ζευγαράκι νέα παιδιά προσπαθούσε ν’ αγναντέψει το μέλλον του σε τούτη την πανέμορφη μα ταυτόχρονα μίζερη Πόλη του.
Ξαφνικά ένας μικρός θόρυβος μου αποσπά την προσοχή και τι να δώ. Από την έξω πλευρά της σκάλας ανηφορίζει σαν να γλιστρά πάνω σε ράγες μια καμπίνα που μοιάζει με τελεφερικ. Ω διάολε λέω να το όραμα του Μήτσου έγινε πραγματικότητα. Είχε δίκιο ο Μάνος «τίποτα δεν πάει χαμένο»
Μα μέχρι να συνέλθω από την ευχάριστη έκπληξη η σκάλα είχε γεμίσει κόσμο. Αλλοι ανέβαιναν, άλλοι κατέβαιναν, «που πάτε» ρωτώ μια κυρία που μου φάνηκε λίγο γνωστή, «πάμε να θαυμάσουμε από το κάστρο τη φωτισμένη Πάτρα μας» «μα άδικα θα πάτε μέχρι εκεί, το κάστρο έχει κλείσει από τις 3 το μεσημέρι» τότε επεμβαίνει ένας νεαρός που κατέβαινε χέρι-χέρι με την κοπελιά του «μα τι λέει αυτός μη τον ακούτε, έχει μείνει πίσω στο 2018, το κάστρο είναι ανοιχτό από ‘κει ερχόμαστε, και θα ‘ναι μέχρι τα μεσάνυχτα όπως κάθε βράδυ, φάγαμε ένα πεντανόστιμο παγωτό στο κυλικείο του κάστρου, ά.. και μη παραλείψετε να δείτε την έκθεση ζωγραφικής»
Το βούλωσα και συνέχισα να κατεβαίνω ένα ένα τα σκαλιά -είναι και πολλά (200) ανάθεμά τα- σκουντουφλώντας πότε πότε μ’ αυτούς που ανέβαιναν ή κατέβαιναν τη σκάλα συζητώντας, τραγουδώντας, γελώντας και ναι, μια νεολεϊστικη παρέα χορεύοντας.
Όταν πάτησα πιά το πεζοδρόμιο της οδού Αγ. Γεωργίου γύρισα λίγο δεξιά. Την εκκλησία του Αη Νικόλα την είδα, την αφετηρία του τελεφερίκ δεν την είδα. Η σκάλα από τη βάση της μέχρι την απόληξή της ήταν και πάλι έρημη. Η ωραία αυταπάτη μου είχε δώσει τη θέση της στην πραγματικότητα.