«Παραπάτησα κι έπεσα. Δεν πειράζει...»

του πΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Κοινός τόπος δύο κορυφαίων εκπροσώπων του ελληνικού διαφωτισμού, του Ξενοφάνη του Κολοφώνιου και του Ευριπίδη, ήταν η μομφή, αν όχι το παράπονο, για την υπερβολική σημασία που απέδιδαν οι πόλεις στις επιτυχίες των αθλητών τους. «Αδικο τη ρώμη να προκρίνουμε παρά την ενάρετη γνώση» αποφαινόταν ο προσωκρατικός φιλόσοφος, ενώ ο τραγωδός ακούγεται οξύτερος στον «Αυτόλυκο»: «Κακών γαρ όντων μυρίων καθ’ Ελλάδα / ουδέν κάκιόν εστιν αθλητών γένους»: «Μύρια κακά υπάρχουν στην Ελλάδα / κι απ’ όλα τους χειρότερο των αθλητών το γένος».

Στο πέρασμα των χρόνων, η άποψη του Ξενοφάνη και του Ευριπίδη παρέμεινε μειοψηφική. Είτε για πόλεις-κράτη μιλούμε είτε για έθνη και χώρες, οι πολίτες εμφανίζονται πρόθυμοι ν’ αφήσουν στην άκρη τις επιφυλάξεις τους και να χαρούν ανυπόκριτα τις νίκες των συμπατριωτών τους, ταυτιζόμενοι μαζί τους και ταυτίζοντάς τους όχι με αυτό που είναι όντως η πατρίδα τους αλλά με ό,τι θα ήθελαν να είναι: ένας τόπος άξιος, ανθεκτικός, πεισματάρης, αγωνιστής. Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που βασανίζει την Ελλάδα, τα μετάλλια αποκτούν μια λάμψη παραμυθητική και φαντάζουν σαν οι μόνες φωτεινές κουκκιδίτσες στο διαβόητο τούνελ, η άκρη του οποίου έχει την ιδιότητα του ορίζοντα: απομακρύνεται όσο (νομίζουμε ότι) τη φτάνουμε.

Οι ελληνικές επιτυχίες στον στίβο, στη γυμναστική, στο τένις, στην κολύμβηση, σε αγωνίσματα κατεξοχήν ατομικά, προκάλεσαν εύλογα τη χαρά σε όλους, αν εξαιρέσουμε τους ευριπιδικούς και όσους ασφυκτιούν στη δεινή βιοτή τους. Οι Ελληνες αθλητές, από τον νεαρότατο τενίστα Στέφανο Τσιτσιπά έως τον άλτη Δημήτρη Τσιάμη των 36 ετών, δεν είναι τα κνώδαλα ή οι αγροίκοι που είχαν υπόψη τους οι αρχαίοι «γκρινιάρηδες». Είναι άνθρωποι που κατανοούν ότι ο κόσμος δεν περιορίζεται σ’ ένα στάδιο, ότι υπάρχει και ο αφάνταστα δύσκολος στίβος της καθημερινής πραγματικότητας και ότι οι νίκες τους είναι παρηγοριά αλλά όχι θεραπεία. Οι ώριμες δηλώσεις τους, η αυθεντική έγνοια τους για τα θύματα της πυρκαγιάς που αποτέφρωσε την ανατολική Αττική και μαζί τις ψευδαισθήσεις περί προετοιμασμένης και συντονισμένης κρατικής μηχανής, αξίζουν περισσότερο και από τα μετάλλιά τους.

Ισως η σημαντικότερη δήλωση ανήκει στη Μαρία Μπελιμπασάκη: «Στα τελευταία μέτρα παραπάτησα κι έπεσα. Δεν πειράζει». Αυτό το «δεν πειράζει» αρνείται τη λογική της εύκολης δικαιολογίας, της παραπονιάρικης αναζήτησης διάτρητων άλλοθι. Είναι συνώνυμο του «σηκώνομαι και συνεχίζω». Τόσο απλό.

Διαβάστε επίσης