Άβα Γαλανοπούλου: «Στο δικαστήριο είδα μπροστά μου τον δολοφόνο μου»

Μετά τη δίκη του πρώην συντρόφου της, η Άβα Γαλανοπούλου μιλά για όλα στο DownTown και με εξομολογητική διάθεση διηγείται όσα έζησε αυτά τα δώδεκα χρόνια, αλλά και τις στιγμές που τον αντίκρισε στην αίθουσα του δικαστηρίου…

«Δεν ήταν το όνειρο της ζωής μου να μείνω χωρίς λεφτά, να νιώσω όλη αυτή την προδοσία, να κρεμαστεί η προσωπική μου ζωή στα μανταλάκια, να μου φαίνεται βουνό να σηκωθώ από το κρεβάτι ακόμα και για τσιγάρα. Πέρασα από τα μαύρα σκοτάδια και σήμερα παλεύω να ξανασταθώ στα πόδια μου. Έχω πνιγεί στα χρέη που μου έχει φορτώσει αυτός ο άνθρωπος. Είμαι τόσο συγχυσμένη, που μιλάω πια για τα λεφτά σαν να είναι χαρτοπετσέτες. Μόνο στη λέξη χρήμα παθαίνω κρίση πανικού. Από το 2012 ακόμα, καταλάβαινα ότι κάτι δεν πάει καλά. Άκουγα μόνο δικαιολογίες απ’ αυτόν τον άνθρωπο: “Έπαθα λάστιχο, μου χάλασε η Mercedes, έσπασε η κόρη μου το πόδι της, έπαθε η μάνα μου καταρράκτη”. Ανησυχούσα για τα χρήματα μου και μου έλεγε: “Το φοβάσαι, αγαπάκι, ότι θα σ’ τα φάω εγώ; Αφού σε λατρεύω”. Μου είπε μέχρι και ότι έχει βγάλει τα χρήματα στην Ελβετία. Πες με χαζή, ανόητη, αφελή, επιπόλαιη, αλλά δεν ήξερα τίποτα από οικονομικά, όπως οι περισσότεροι καλλιτέχνες.
 

Ακόμη και τώρα δεν θα πάρω πίσω ότι τον ερωτεύτηκα με πάθος. Δεν φανταζόμουν ποτέ πως μια ερωτευμένη γυναίκα φτάνει στο σημείο να ζήσει την κόλαση. Αν μου έλεγες πριν από κάποια χρόνια ότι θα το περνούσα όλο αυτό, θα μου φαινόταν αδιανόητο. Είναι θαύμα το ότι ζω σήμερα. Και το λέω κυριολεκτικά.

Από ένα σημείο και μετά, ο οργανισμός μου κατέρρευσε, μπαινόβγαινα στα νοσοκομεία και παρακαλούσα να πεθάνω. Δεν είχα νευρική ανορεξία, όπως έγραφαν. Δεν ήθελα να ζω. Σκεφτόμουν τρόπους να πεθάνω. Η απόφαση του δικαστηρίου με κράτησε στη ζωή. Ήταν η πρώτη ανάσα εδώ και δέκα χρόνια. Δεν ήθελα να πιστέψω ότι ήταν τόσο οργανωμένο το έγκλημα του, ότι δεν με ερωτεύτηκε ποτέ, ότι με πλησίασε μονάχα για τα λεφτά και με πρόδωσε. Μου πήρε πολύ καιρό να αποδεχτώ την αλήθεια και κατόπιν πέρασα από το στάδιο του πένθους που δεν ξέρω αν θα μου φύγει ποτέ. Η μέρα που βγήκε η καταδικαστική απόφαση, λοιπόν, ήταν εδώ και πολλά χρόνια η πρώτη όμορφη μέρα της ζωής μου.

Ήταν τρομερό σοκ όταν τον αντίκρισα μέσα στην αίθουσα. Διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας και ένιωσα ότι θέλω να βγάλω τα σωθικά μου. Είδα στο δικαστήριο, μπροστά μου, τον δολοφόνο μου. Και τον είδα να γελά μαζί μου, να καγχάζει και να με χαρακτηρίζει ψεύτρα. Προσεύχομαι να ξημερώσει η μέρα που θα πω: ‘Άβα, εφιάλτης ήταν και πέρασε”. Θέλω να φύγει από μέσα μου κάθε ίχνος τους, θέλω να σταθώ στα πόδια μου και να ξαναβγώ στη ζωή. Ναι, η ζωή είναι ωραία και το λέω εγώ αυτό, μετά τα όσα πέρασα. Θέλω να δουλέψω και να βρεθώ με ωραίους ανθρώπους. Υπάρχουν ωραίοι άνθρωποι, απλώς είναι λίγοι. Βέβαια έχω γίνει πιο επιφυλακτική.

Μου λένε οι φίλοι μου να ερωτευτώ, Πως μπορώ να εμπιστευτώ ξανά έναν άντρα; Προς το παρόν μου είναι αδιανόητο. Το έγκλημα μου ήταν ότι ερωτεύτηκα και αυτό το πλήρωσα ακριβά. Ήμουν πάντα του la passione, δεν μπορούσα τα ξενέρωτα. Από την άλλη, ίσως αυτό με έσωσε.

Αν δεν είχα βγάλει το άχτι μου σε αυτή τη ζωή, αν δεν είχα κάνει τις τρέλες μου, τα ταξίδια μου, αν δεν είχα παίξει τους ρόλους που αγάπησα, αυτή τη στιγμή με όλο αυτό που μου έτυχε δεν θα ζούσα. Θα είχα εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο. Αυτός δεν περίμενε ποτέ ότι θα φτάσω μέχρι το τέλος.

Έχω υποστεί τρομερή κακοποίηση, σε όλα τα επίπεδα και σε βαθμό κακουργήματος. Ροκάνιζε το χρόνο γα να μου σπάσει τα νεύρα, να μην έχω άλλες αντοχές και να πω “παραιτούμαι”. Άκουγε ότι μπαινόβγαινα στα νοσοκομεία και νόμιζε ότι θα τα τινάξω. Πιστεύω στη θεία δίκη, πιστεύω και στην κάθαρση, όπως αυτή ορίζεται στις αρχαίες τραγωδίες. Έχει κάνει τόσα εγκλήματα εις βάρος μου.»