Μ΄ έκανες να ακούω πατρίδα και να σκιάζομαι, φασιστάκο

Της Γιώτας Κοντογεωργοπούλου

Την λέξη πατριώτης ποτέ μου δεν τη συμπάθησα. Είναι που έφερνε μαζί της κάτι βάρη περίπου ασήκωτα, όχι των φωνηέντων και των συμφώνων της αλλά όσων κρέμασαν πάνω στα μικρά πιαστηράκια των απολήξεών τους αθωωτικές αποφάσεις για όσα απελπιστικά υπήρξαν και όσα απελπιστικά πρέσβευαν. 

Τη λέξη πατρίδα την έκαναν πλυντήριο και την έβαλαν στην πλύση παρέα με λευκαντικό- να σβήσουν τις βρωμιές τους- πολλοί στο πέρας της ιστορίας αυτού του τόπου. Από εκεί, από την πλύση, το μόνο λαμπερό που έβγαινε ήταν κάτι ολόλευκες κουκούλες. 

Αυτές φορώντας οι πατριώτες έβλεπαν το μακρύ τους δάχτυλο να δείχνει έναν δικό τους, το '21, το '40, στον εμφύλιο, στη χούντα... Πάντα υπέρ πατρίδας ήταν αυτό το δάχτυλο στραμμένο εναντίον της. Εναντίον της πατρίδας της οποίας υπέρμαχοι δήλωναν.  

Με τη λέξη πατρίδα, σκότωσαν, απομόνωσαν, βίασαν ανθρώπους και ιδέες, χτύπησαν, προπηλάκισαν και παντρεύοντάς τη με τη θρησκεία και την οικογένεια, έβαλαν δημητρηριώδεις ουσίες στο αίμα της, κάτι  άνθρωποι μικροί, σωστοί νάνοι, που για να κρύψουν την αρρώστεια τους, την αδυναμία τους να σταθούν χωρίς φόβο  απέναντι στη διαφορά ενός ανθρώπου ή μιας ιδέας, την άγνοιά τους στη λέξη ανοχή, διάλεξαν κάτι ευρύ, που να μπορεί να τους καλύψει, για όσα εγκλήματα κι αν κάνουν, μεγάλα ή μικρά.. Διάλεξαν μια πατρίδα και για το καλό της, της έριξαν και μια γερή γροθιά.

Όλα τα τέρατα για την πατρίδα: το κυνήγι στους μαύρους και τους ομοφυλόφιλους, οι επιθέσεις στους μετανάστες,  στους ανθρώπους του πνεύματος, στα έργα τέχνης, τα σπασίματα στα θέατρα, οι βρισιές στη Βουλή, τα ρατσιστικά σχόλια, ο σεξισμός και τελευταία και ένα χέρι ξύλο στον Μπουτάρη.

Μ΄έκανες να ακούω ¨"πατρίδα" και να τρέμω φασιστάκο, να την βρίσκω τη λέξη μπροστά μου και να ψάχνω συνώνυμα για να μη σου μοιάσω.

Δεν είναι όμως η πατρίδα αυτή που σε έκανε έτσι. Αντιθέτως εσύ την κανεις συχνά την πατρίδα σαν τα μούτρα σου. Γιατί σε φοβούνται, σε θέλουνε όλοι στο πλάι τους μιας και ψηφίζεις και πολλαπλασιάζεσαι.

Κι έτσι γίνεσαι το καρκίνωμά της. Και ήσυχος μένεις όπως οι εγκληματίες τα βράδια στο κελί τους, που αναλογίζονται πως έσφαξαν την αγαπημένη τους. "Για το καλό της λένε" και έτσι μπορούν να πέσουν για ύπνο χωρίς να κοιτάξουν τη φρίκη του καθρέφτη τους.

Αυτό που θα δεις όμως εσύ το πρωί στο μπάνιο σου φασιστάκο, δεν θα είναι ένα παιδί της πατρίδας. Ένας που την κάνει να ντρέπεται θα είναι. Ένας που φοβάται τη ζωή και λέει να τη δείρει. Ένας θλιβερός άνθρωπος που μισεί, χωρίς καν να ξέρει το γιατί. "Για την πατρίδα" θα σου πει και θα λήξει την κουβέντα για τις πληγές τις παιδικές, για τον ανδρισμό που δέχθηκε προσβολή, για το έλλειμμα παιδείας, για όσα τον έκαναν να παίρνει το ρόπαλο στα χέρια και να βγαίνει στους δρόμους σαν το ζώο, να αναζητήσει θήραμα, για όσα μπορούσε να γίνει μα ποτέ δεν προσπάθησε.

Μα, κάτι τελευταίο. Για την πατρίδα να σκοτώνεσαι νομίζω ότι πρέπει και όχι να σκοτώνεις. Σε εκείνη τη γραμμή, την πρώτη, σπανίως σε είδε η ιστορία.