Από το 2016, 15.654 Τούρκοι υψηλού μορφωτικού επιπέδου ζήτησαν άσυλο στη Γερμανία. Εκδιώχθηκαν από τη χώρα τους και τώρα επιχειρούν μια νέα αρχή. Μαθαίνουν τη γλώσσα και θέλουν να είναι χρήσιμοι στη χώρα.
Ο Μουράτ Τ., 43 χρονών, ήταν επί 6 μήνες έγκλειστος σε τουρκικές φυλακές. Μετά την αποφυλάκισή του κρυβόταν για καιρό πριν αναγκαστεί να ζητήσει άσυλο στη Γερμανία.
Πατέρας δύο παιδιών, εργαζόταν ως νομικός σύμβουλος σε φημισμένο οργανισμό, όπως διηγείται ο ίδιος. Ζούσε με την οικογένειά του σε πλούσια συνοικία γεμάτη με επαύλεις. Όλα αυτά πριν από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016. Σήμερα χαίρεται που έχει μια στέγη πάνω από το κεφάλι του, ένα μικρό διαμέρισμα στην Κολωνία, και βοήθεια για τη γυναίκα του Σελίνα και τα δύο τους παιδιά. «Βοήθεια παίρνουμε από εκείνους που έζησαν τα ίδια με εμάς και έχουν κάπως ενσωματωθεί στη Γερμανία», λέει. «Έχουν στήσει ένα δίκτυο για τους καινούργιους σαν κι εμάς».
Τους κατηγορούν ότι είναι οπαδοί του αυτοεξόριστου στις ΗΠΑ Γκιουλέν
Οι τουρκικής καταγωγής δημοσιογράφοι Χουσεΐν Τοπέλ και Φατίχ Ακτίρκ παρατηρούν ότι υπάρχει μεγάλη αλληλεγγύη. Δίνεται βοήθεια στους νεοφερμένους Τούρκους για τα καθημερινά, συνοδοί για την επαφή με τις αρχές, ακόμη και διευθύνσεις και τηλέφωνα για κάθε ανάγκη. Ποιοι είναι όμως αυτοί που βοηθούν; «Μόνο κουρδικής καταγωγής, αντικαθεστωτικοί, άνθρωποι που πρόσκεινται στο κίνημα Γκιουλέν, ακόμη και επιχειρηματίες και πολλοί Γερμανοί». Βρίσκουν δουλειές, ψάχνουν θέσεις σε παιδικούς σταθμούς, σε νηπιαγωγεία και σε σχολεία, δίνουν οικονομική βοήθεια, προσφέρουν σπίτια.
«Αλλά το πιο σημαντικό από όλα είναι να μπορείς να εμπιστεύεσαι», λέει ο Μουράτ. «Ερχόμαστε σε επαφή με ανθρώπους που μας συστήνουν έμπιστοι. Αποφεύγουμε την τουρκική κοινότητα που ζει από καιρό εδώ. Αλλιώς δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον κίνδυνο κάποιος να μας προδώσει στην τουρκική κυβέρνηση», φοβάται ο Μουράτ. Θεωρεί ότι μέλη των Τούρκων της Γερμανίας χειραγωγούνται από τα τουρκικά ΜΜΕ. «Δείχνουν να πιστεύουν κάθε λέξη που ξεστομίζει ο Ερντογάν».
Η δυσπιστία είναι μόνιμη κατάσταση, λέει και η Σελίνα, η σύζυγος του Μουράτ. Αυτή εργαζόταν στην Τουρκία ως επικεφαλής εταιρείας και δεν μπορεί να ξεφύγει από το κλίμα ανασφάλειας παρά τις λίγες εβδομάδες που ζει στη Γερμανία. «Μας παρακολουθούσαν, χάσαμε παλιούς καλούς φίλους, μας συκοφάντησαν ως δήθεν οπαδούς του Γκιουλέν». Εκείνο που την ανησυχεί είναι ο μεγάλος της γιος που βρίσκεται στην Τουρκία και τελειώνει το γυμνάσιο. Ο Μουράτ λέει ότι ως νομικός τάχθηκε κατά της παραβίασης των δημοκρατικών αξιών, που ήταν ο λόγος για τη δίωξή του.
«Να γίνουμε χρήσιμοι»
Την ίδια τύχη έχει και ο δάσκαλος Κανάν Α. που ζει κοντά στο Ντίσελντορφ. Δεν αναζητεί επαφές με αντικαθεστωτικούς κύκλους που κατέφυγαν στη Γερμανία. Στήριξη σε πρακτική βάση, όπως αναγνώριση ακαδημαϊκών τίτλων, του δίνεται από κύκλους της Εκκλησίας. «Με βοηθάει η διακονία», λέει.
«Δίκτυα με έμπιστους βοηθούς χρειάζονται σε ολόκληρη τη Γερμανία, δεδομένου ότι δεν αναμένεται σύντομα πολιτική αλλαγή στην Άγκυρα, ούτε και μετά την απελευθέρωση του τουρκικής καταγωγής δημοσιογράφου Ντενίζ Γιουτζέλ», τονίζουν ο Ακτίρκ και η Τοπέλ. Και οι δύο δεν διακινδυνεύουν ένα ταξίδι στην Τουρκία. «Όποιος εκφράζεται επικριτικά για την κυβέρνηση ή μέλη της κυβέρνησης παίρνει την στάμπα του προδότη».
Από το 2016, 15.654 Τούρκοι ζήτησαν άσυλο στη Γερμανία, ένας αριθμός που αυξάνεται περαιτέρω. Μόνο τους πρώτους μήνες του χρόνου κατατέθηκαν 1.429 αιτήσεις σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προσφύγων και Μεταναστών. Το ποσοστό θετικών απαντήσεων μεγαλώνει. Ανάμεσα στους αιτούντες βρίσκονται γιατροί, διπλωματικοί υπάλληλοι, επιχειρηματίες με ανώτερο μορφωτικό επίπεδο. Έρχονται ως πρόσφυγες αλλά εμφορούνται από φιλόδοξες σκέψεις.
Θέλουν να μάθουν γερμανικά, να στηρίξουν τη γερμανική οικονομία, να ιδρύσουν τις δικές τους επιχειρήσεις, να δώσουν κάτι πίσω στη χώρα. Ο δάσκαλος Κανάν τονίζει ότι χάρη στη βοήθεια που πήρε στην αρχή έχει δημιουργήσει επαφές, κάνει πρόοδο στη γλώσσα και θέλει να μείνει στη χώρα. «Η σύζυγός μου κι εγώ θέλουμε να αναπτύξουμε τις δυνατότητές μας στη Γερμανία και να γίνουμε χρήσιμοι στη χώρα και στον λαό της».
Πηγή: Deutsche Welle