Οκτώ χρόνια μετά την ασύλληπτη τραγωδία που «πάγωσε» το πανελλήνιο, το Διοικητικό Πρωτοδικείο, έπειτα από αγωγή 24 εργαζομένων για την αναγνώριση της ηθικής βλάβης που έχουν υποστεί, είδε «παραλείψεις» τόσο από την Αστυνομία, όσο και από την Πυροσβεστική, οι οποίες αν δεν είχαν συντελεστεί θα είχε αποφευχθεί, όπως αναφέρει η υπ’ άριθμόν 776/2018 απόφαση, το μοιραίο γεγονός.
Σύμφωνα με το «Έθνος», στο πολυσέλιδο και αναλυτικό σκεπτικό των διοικητικών δικαστών δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι έχει και η διοίκηση της τράπεζας ευθύνη, η οποία όμως δεν θα μπορούσε να ερευνηθεί από το Διοικητικό Πρωτοδικείο όπου προσέφυγαν οι ενάγοντες, αναζητώντας τις ευθύνες των οργάνων του Δημοσίου και διεκδικώντας αποζημίωση για ηθική βλάβη.
Μελετώντας έναν – έναν του ισχυρισμούς των δύο αντίδικων πλευρών, το Διοικητικό Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εάν τα δύο όργανα του Δημοσίου είχαν δράσει προληπτικά, η εξέλιξη των πραγμάτων θα ήταν διαφορετική.
Κάνοντας εν μέρει δεκτή την αγωγή των εργαζομένων έκρινε:
Ότι η Πυροσβεστική δεν διενήργησε σε όλους εκείνους τους προληπτικούς ελέγχους για την τήρηση των προβλεπόμενων μέσων πυροπροστασίας στο υποκατάστημα και
Ότι υπήρξε παράλειψη των αρμόδιων αστυνομικών οργάνων να εκδώσουν απόφαση – το πολύ μέχρι τα τέλη Ιουνίου του 2009 – επιβάλλοντας στη διοίκηση της τράπεζας να τοποθετήσει ρολά από συμπαγές υλικό και άθραυστους υαλοπίνακες μεγάλους πάχους, όπως όριζε τότε υπουργική απόφαση.
Αποζημίωση σε καθέναν από τους 24 εργαζόμενους από 25.000 έως 60.000 ευρώ
Με αυτό, το δικαστήριο επιδικάζει αποζημίωση σε καθέναν από τους 24 εργαζομένους, από 25.000 έως 60.000 ευρώ, κρίνοντας ότι πρέπει να ικανοποιηθούν για την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστησαν «από τον κίνδυνο ζωής που διέτρεξαν, από την παρεπόμενη σωματική τους ταλαιπωρία, τα απότοκα προβλήματα υγείας και όλη την ψυχική πίεση με την οποία επιβαρύνθηκαν από την κρίσιμη ημέρα και εφεξής».
Με το ίδιο σκεπτικό, το δικαστήριο με την υπ΄ αριθμόν 777/208 απόφασή του επιδικάζει αποζημίωση στο σύζυγο και τους γονείς της άτυχης Αγγελικής, η οποία κυμαίνεται από 210.000 έως 300.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τους δικαστές, το μοιραίο υποκατάστημα της τράπεζας, το οποίο στεγαζόταν στο ισόγειο και στον ημιώροφο του κτηρίου, δεν διέθετε:
Πυροσβεστικό ερμάριο με εύκαμπτο σωλήνα με ακροφύσιο.
Δυο εξόδους κινδύνου προς κοινόχρηστη οδό ή πόρτες προς διάδρομο ή άλλους χώρους που να οδηγούν από διαφορετικές κατευθύνσεις σε δύο ανεξάρτητες οδούς διαφυγής, παρά μόνο μία, στο ισόγειο κατάστημα. Και αυτή δεν άνοιγε με μία απλή ώθηση από μέσα προς τα έξω, αλλά μόνο με τηλεχειριστήριο που κρατούσε η διευθύντρια. Επιπλέον, το πατάρι έπρεπε να διαθέτει έξοδο κινδύνου, την οποία δεν είχε, όπως άλλωστε δεν είχε αντιβανδαλικά τζάμια.
Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες
Μέσα από τα έγγραφα και τις μαρτυρικές καταθέσεις, οι δικαστές περιγράφουν τις κρίσιμες ώρες που πέρασαν οι εργαζόμενοι: «…Καταφέρνοντας 3 – 4 χτυπήματα κατόρθωσαν να θραύσουν την τζαμαρία, να εκσφενδονίσουν εντός του καταστήματος εύφλευκτο υγρό, όσο και βόμβες μολότοφ (…). Οι περισσότεροι υπάλληλοι στοιβάχτηκαν στο μικρό φωταγωγό που επικοινωνούσε μέσω πλέγματος με την ταράτσα (…). Ένας εξ αυτών κατόρθωσε και έσπασε το πλέγμα της οροφής του φωταγωγού με συνέπεια ένα κύμα αέρα να εισέλθει στο κτήριο και να δώσει παράταση ζωής στους εκεί συγκεντρωμένους υπαλλήλους , οι οποίοι (…) αναρριχήθηκαν στη στέγη, από όπου υποχρεώθηκαν και πήδηξαν (…) σε κτήριο που στεγαζόταν κατάστημα, την τζαμαρία του οποίου έσπασαν με ένα καδρόνι, (…) για να κατέβουν στην οδό Σταδίου (…).
Ωστόσο, δεν είχαν την ίδια τύχη όλοι οι υπάλληλοι. Η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, η οποία διένυε τον τέταρτο μήνα της κυήσεως και λόγω της κατάστασής της δεν μπορούσε ή δεν τόλμησε να βγει από το κτήριο από τα εξωτερικά μπαλκόνια, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί και να πεθάνει λόγω δηλητηρίασης. Η Παρασκευή Ζούλια και ο Επαμεινώνδας Τσακάλης δεν κατόρθωσαν να βγουν από το κτήριο, καθώς υπέστησαν δηλητηρίαση, λόγω εισπνοής καπνού και τοξικών αερίων.