Στα “σκουπίδια” διατηρεί ο Fitch το αξιόχρεο της Τουρκίας

επικαλείται τους πολιτικούς κινδύνους στη χώρα και προβλέπει μείωση των δημοσιονομικών επιδόσεων της Άγκυρας.

Ο οίκος αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας Fitch διατήρησε αμετάβλητο στην κατηγορία των “σκουπιδιών” το αξιόχρεο των κρατικών ομολόγων της Τουρκίας, επικαλούμενος τους πολιτικούς κινδύνους στη χώρα και στην περιοχή αλλά και τις επιπτώσεις των μέτρων για την τόνωση της οικονομίας που εφαρμόζει η Κυβέρνηση, κρίνοντας ότι θα πλήξουν τις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας.

Η προοπτική του αξιόχρεου της Τουρκίας είναι σταθερή, συμπληρώνει ο οίκος Fitch στην ανακοίνωσή του.

Τον Ιανουάριο, ο διεθνής οίκος υποβάθμισε το αξιόχρεο των κρατικών ομολόγων της Τουρκίας σε BB+ (από BBB-), στη χαμηλότερη βαθμίδα επένδυσης στην κλίμακά του, επικαλούμενος τις ανησυχίες για την πολιτική κατάσταση μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα πριν από έναν χρόνο.

Στην ανακοίνωση επισημαίνει ότι η καταστολή που συνεχίζεται έκτοτε, στο πλαίσιο της οποίας 50.000 άνθρωποι έχουν συλληφθεί και 150.000 απολυθεί, καθαιρεθεί ή τεθεί σε διαθεσιμότητα, «συνεχίζει να ανησυχεί ορισμένους οικονομικούς παράγοντες».

Παράλληλα, οι σαρωτικές εξουσίες που απέκτησε ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο δημοψήφισμα του Απριλίου εδραιώνουν ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο οι μηχανισμοί δημοκρατικού ελέγχου αποδυναμώνονται, επισήμανε ο οίκος.

Παρότι αναγνωρίζει ότι τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας αύξησαν την ανάπτυξη φέτος, ο Fitch προειδοποιεί ότι θα βαρύνουν στις δημοσιονομικές επιδόσεις και προβλέπει ότι το έλλειμμα θα αυξηθεί στο 3,1% του ΑΕΠ, στο υψηλότερο επίπεδο από το 2010, ενώ εκφράζει αμφιβολίες για την “προσήλωση” της τουρκικής Κυβέρνησης στη «δημοσιονομική πειθαρχία».

«Η αναχρηματοδότηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα διατηρήσει το εξωτερικό χρέος σε ανοδική τάση», συμπληρώνει ο οίκος.

Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Τουρκίας αναμένεται να παραμείνει περί το 28,3% την επόμενη διετία, σύμφωνα με τον Fitch, ενώ η οικονομική ανάπτυξη θα ανέλθει στο 4,3% την περίοδο μεταξύ του 2017 και του 2019 - ένα επίπεδο σημαντικά κατώτερο του 7,1% όπου βρισκόταν μεταξύ του 2011 και του 2015, αλλά υψηλότερο του μέσου όρου άλλων χωρών με την ίδια αξιολόγηση.

Πηγή: ant1news.gr

Διαβάστε επίσης