Βιομηχανία τροφίμων: Η αθόρυβη δύναμη

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Ο κλάδος που στην Ελλάδα επενδύει σε έρευνα και ανάπτυξη με φιλόδοξους στόχους είναι σίγουρα η βιομηχανία ειδών διατροφής. Οι μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου γνωρίζουν ότι η καινοτομία αποτελεί πλέον αναπόσπαστο στοιχείο της επιχειρηματικής δραστηριότητας και μοναδικό εργαλείο ανοίγματος νέων αγορών. Παράλληλα, η καινοτομία βελτιώνει την ασφάλεια των προϊόντων, η οποία επίσης αποτελεί πλέον σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα για την βιομηχανία τροφίμων. Ακόμα, σε μία εποχή όπου η εξωστρέφεια είναι εθνική επιταγή για την επιβίωση της οικονομίας μας, χωρίς καινοτομία καμμία εξαγωγική προσπάθεια δεν μπορεί να τελεσφορήσει.

Εξάλλου, όπως επισημαίνεται σε τελευταία μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Μελετών (ΙΟΒΕ) για την βιομηχανία τροφίμων, η τελευταία πρέπει να ρίξει ειδικό βάρος στην ποιότητα των προϊόντων της, στην επώνυμη προώθησή τους και βεβαίως στην ευρύτερη δυνατή τοποθέτησή τους σε εκτός Ελλάδος αγορές. Στο πλαίσιο αυτό, στην έκθεση τονίζεται: «Ο αποτελεσματικός συντονισμός και η στενότερη συνεργασία των εκπροσώπων του κλάδου μπορούν να συμβάλουν στην βελτίωση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας της προσπάθειας προβολής των ελληνικών προϊόντων, στην διασφάλιση επιλογής της σωστής στρατηγικής και στην σταθερότητα υλοποίησης του μακροχρόνιου σχεδιασμού της. Η δημιουργία προστιθέμενης αξίας και η ενίσχυση της εξωστρέφειας του κλάδου εναπόκεινται σε μεγάλο βαθμό και στην προβολή του ελληνικού προϊόντος μέσα από τα κατάλληλα σχεδιασμένα κανάλια διανομής, στην ποιότητα και διαφοροποίηση και στην ενίσχυση του προτύπου της ελληνικής/μεσογειακής κουζίνας. Η σύνεση της μεταποίησης τροφίμων με τον πρωτογενή τομέα της αγροτικής παραγωγής, αλλά και με τον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών, όπως εστιατόρια, ξενοδοχεία και εν γένει τον τουρισμό, σε συνδυασμό με τις συνέργειες που αναπτύσσονται στον χώρο των τροφίμων, αποτελούν βασικό μέσο για την ανάδειξη των ελληνικών προϊόντων, προσθέτοντας σε αυτά αξία και εξαγωγική δυναμική».

Για να ενισχυθεί ωστόσο η εξωστρέφεια, πολύ σωστά επισημαίνει το ΙΟΒΕ και τον ρόλο του ανθρώπινου δυναμικού σε συνάρτηση με την αξιοποίηση της γνώσης. Υπογραμμίζει έτσι ότι «η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών ειδών διατροφής επαφίεται στην ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, των προσόντων που ενσωματώνει, των γνώσεων, της εμπειρίας, των δεξιοτήτων, του αντικειμένου και του βαθμού εξειδίκευσης. Η δυναμική του ανθρώπινου κεφαλαίου και η εξειδίκευση της απασχόλησης περιλαμβάνει μία ευρύτατη γκάμα ειδικοτήτων και αντικειμένων στον τομέα της μεταποίησης και όχι μόνον. Οι νέες τεχνολογίες, η καινοτομική δραστηριότητα, τα προϊόντα έρευνας και ανάπτυξης, οδηγούν καθοριστικά τις εξελίξεις σε όλα τα στάδια παραγωγής και διάθεσης στον χώρο των τροφίμων, ενώ η ταχύτατη μεταβολή τους καθιστά αναγκαία την ταχεία προσαρμογή, την εγρήγορση και ευελιξία του ανθρώπινου δυναμικού, ώστε να είναι ικανό να ανταποκριθεί άμεσα, έγκαιρα και αποτελεσματικά στις μεταβολές αυτές και τις νέες απαιτήσεις στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού».

Με αφορμή τις πιο πάνω επισημάνσεις, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ) συμμετέχει σε σημαντικά κοινοτικά προγράμματα έρευνας, ανάπτυξης, καινοτομίας και ασφάλειας των τροφίμων. Κατέχει δε σε ευρωπαϊκό επίπεδο σημαντική θέση με την συμμετοχή του προέδρου του, κ. Ευάγγελου Καλούση, στο ευρωπαϊκό Δ.Σ. της οργάνωσης Food and Drink Europe.

«Ο ΣΕΒΤ πιστεύει ότι η έρευνα στον τομέα των τροφίμων και της διατροφής πρέπει να αποτελεί υψηλή εθνική προτεραιότητα, αφ’ ενός, για την προώθηση και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων του κλάδου και, αφ’ ετέρου, για την διασφάλιση της ευημερίας των καταναλωτών. Πιστεύοντας ότι ο δρόμος για επιτυχία και επιβίωση στο σημερινό επιχειρηματικό τοπίο περνά υποχρεωτικά μέσα από την καινοτομία, η βιομηχανία τροφίμων υποστηρίζει ότι οι δαπάνες που κατευθύνονται σε έρευνα και τεχνολογία, με σκοπό την ανάπτυξη νέων προϊόντων και υπηρεσιών, αποτελούν επένδυση στο μέλλον, που δημιουργεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα», υπογραμμίζει ο κ. Ευάγγελος Καλούσης.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΕΒΤ συμμετέχει σε ευρωπαϊκά και εθνικά έργα, είτε ανεξάρτητα είτε ως μέλος της κοινοπραξίας SPES (Spread European Safety). Η κοινοπραξία SPES αποτελείται από 12 Συνδέσμους (FEDERALIMENTARE-Ιταλία, ANIA-Γαλλία, FEVIA-Βέλγιο, FFDI-Δημοκρατία της Τσεχίας, HFI-Ουγγαρία, FIAA/LVA-Αυστρία, FIAB-Ισπανία, FIPA-Πορτογαλία, SETBIR-Τουρκία, FI-Δανία, ΣΕΒΤ-Ελλάδα, CCIS-CAFÉ-Σλοβενία) και έχει ως στόχο την διαμόρφωση κοινής στρατηγικής για την προώθηση της έρευνας και της καινοτομίας στον κλάδο των τροφίμων, καθιστώντας τους Εθνικούς Συνδέσμους Τροφίμων τον συνδετικό κρίκο μεταξύ της βιομηχανίας τροφίμων και της ερευνητικής κοινότητας.

Σημαντική είναι, επίσης, από κάθε άποψη, η συνεργασία του ΣΕΒΤ με τα Πανεπιστήμια Αιγαίου και Ιωαννίνων, καθώς και με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Δεν μπορεί να μην αναφερθεί και η συμμετοχή του Συνδέσμου στις τεχνολογικές πλατφόρμες Food for Life, με εκπρόσωπό του την γενική του διευθύντρια κυρία Βάσω Παπαδημητρίου.

Ο ρόλος των τεχνολογικών πλατφορμών είναι αυτός της δεξαμενής ιδεών για την ανάδειξη προτεραιοτήτων, την χάραξη της στρατηγικής για την έρευνα και την καινοτομία και την διαμόρφωση ενός σχεδίου υλοποίησης των θέσεων αυτών, με απώτερο στόχο την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή Τεχνολογική Πλατφόρμα Food for Life ξεκίνησε με πρωτοβουλία της FDE και των μελών της και υποστηρίζεται από την Γενική Διεύθυνση Έρευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στόχοι της είναι:

*η καινοτομία στον κλάδο των τροφίμων,

*ο συντονισμός των δραστηριοτήτων για την έρευνα για την διαμόρφωση κοινής στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Βιομηχανίας Τροφίμων γύρω από τις επιστήμες των Τροφίμων και της Διατροφής,

*η κινητοποίηση μίας κρίσιμης μάζας φορέων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο,

*η προώθηση της συνεργασίας, της επικοινωνίας, της εκπαίδευσης και της μεταφοράς τεχνολογίας.

Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Τεχνολογικής Πλατφόρμας έχουν συγκροτηθεί αντίστοιχα και Εθνικές Τεχνολογικές Πλατφόρμες σε 36 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι, παρά την κρίση και τις επιπτώσεις της στην ζήτηση, η ελληνική βιομηχανία τροφίμων κάνει ό,τι μπορεί, ενάντια σε γραφειοκρατίες και άλλες δυσκολίες.

Και το ερώτημα ίσως είναι: μέχρι πότε;

 

 

 

 

Διαβάστε επίσης