Ο δρόμος για τον Άγιο-Μονοπάτια γεμάτα εικόνες που σε κάνουν άλλο άνθρωπο

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΥΦΑΝΤΟΥ

Τι είναι άραγε έξι (κα βάλε) ώρες απ΄ τη ζωή σου; Ξυπνάς το πρωΐ, δουλεύεις γυρνάς το μεσημέρι σπίτι, αυτό ήταν πέρασαν και με το παραπάνω.

Έξι ώρες μπροστά στις χιλιάδες; Τίποτα σου λέει ο άλλος και έχει δίκιο. Πόση αξία όμως παίρνει αυτός ο χρόνος, όταν ξεκινάς ποδαράτα για το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου μονάχος και χωρίς συντροφιά; Με ένα ταγάρι στον ώμο που περιέχει μόνο τα απαραίτητα και το ξύλο της σκούπας που θα σε βοηθήσει στις δύσκολες ανηφοριές για μόνη παρέα;

Πιστέψτε το, πολλή μεγάλη αξία. Μία διαδρομή με δυσκολίες χτυποκάρδια και στιγμές που νοιώθεις πειρασμούς που πρέπει να νικήσεις μέχρι να φθάσεις στον τελικό προορισμό.

Δέκα χρόνια τώρα, κάθε τέτοια εποχή, το ίδιο δρομολόγιο. Χρειάστηκε ένα τάμα και ξεκίνησε αυτό το θείο ταξίδι τον Μάιο του 2008. Μέσα από την ίδια διαδρομή, με ξεχωριστές εμπειρίες κάθε εποχή, μα πάντα με μία κοινή συνισταμένη: Αυτή η διαδρομή να αποτελεί κάθε φορά την απαρχή για κάτι καινούργιο, πιο όμορφο, για μία ζωή πιο ανθρώπινη, πιο  δίκαιη και απαλλαγή από ότι κακό συσσώρευσε το μεσοδιάστημα.

Όχι, δεν περπατάς για να ρίξεις τα τριγλυκερίδια και την χοληστερίνη. Περπατάς για να εκμηδενίσεις τους κακούς και επιζήμιους δείκτες που αρρωσταίνουν την ψυχή. Και όσο η σωματική κόπωση βαραίνει τα πόδια και οι πειρασμοί πετάγονται σαν σκιές από τα λιόδεντρα, τόσο η ψυχή γιατρεύεται η ώρα περνά και η διαδρομή κονταίνει. Και είναι έτσι φτιαγμένη, που τα δύσκολα μένουν για το τέλος. Σα να ήξερε αυτός που «την  έφτιαξε» ότι η δύναμη της ψυχής πρέπει να είναι εκείνη που θα τροφοδοτεί τις καρδιακές αρτηρίες και τις μυϊκές μάζες για να αντέξουν τις ανηφοριές πάνω στις οποίες ακούς δίπλα σου να αγκομαχάνε ακόμη και τα πιο σύχγρονα οχήματα. Κι εσύ να πρέπει να συνεχίζεις. Και να ακούς την καρδιά να χτυπά νομίζοντας ότι θα σπάσει. Και να προσεύχεσαι να φτάσεις ζητώντας Έλεος και όσο νομίζεις πως πλησιάζεις, τόσο να αισθάνεσαι ότι απομακρύνεσαι.

Πίσω σου έχεις αφήσει ανθρώπους που κουβαλάνε μαζί τους τη δική τους ιστορία.

Γυναίκες άνδρες νέα παιδιά που ακολουθούν τα μονοπάτια του Αγίου ευελπιστώντας ο καθένας και η καθεμία ξεχωριστά σε ένα τέλος στον Γολγοθά της ζωής. Ναι, είναι φαινόμενο. Χιλιάδες οι άνθρωποι, οι πεζοπόροι. Αψηφούν τα πάντα και περπατούν. Δύσκολος, πολύ ο δρόμος. Τα τελευταία επτά χιλιόμετρα, επίπονα. Χρειάζεται μεγάλη δύναμη για να το αντέξεις. Κι όμως, πρέπει. Και η λύτρωση έρχεται κόβοντας ταχύτητα για να ανταπεξέλθεις στην τελευταία ανηφόρα των δύο χιλιομέτρων. Εκεί που νομίζεις πως θα πέσεις κάτω, αλλά βλέποντας τα φώτα από το μοναστήρι να έρχονται πιο κοντά τόσο περισσότερο πεισμώνεις και συνεχίζεις. Και η μεγάλη στιγμή έρχεται. Είσαι εκεί και βαδίζεις με βήμα αργό, καταπονημένος στο σώμα αλλά γεμάτος στην ψυχή, προς την είσοδο.

Αψηφάς τις εικόνες που βλέπεις γύρω σου. Εικόνες που σε γεμίζουν θλίψη βλέποντας τους προαύλιους χώρους, γύρω από το μοναστήρι να έχουν μετατραπεί σε ατέλειωτο πανηγύρι, στον βωμό του κέρδους.

Αγνοείς ακόμη και αυτές τις ψευτοκαλόγριες που φόρεσαν τα μαύρα κι έκρυψαν τάχα τα πρόσωπά τους για να οικονομήσουν σε βάρος των ανθρώπων που προσφεύγουν στον Άγιο. Ένας ατέλειωτος πανηγυρότοπος που σου φέρνει αστραπιαία στο νού την εικόνα που περιγράφει ο Ευαγγελιστής με τον Χριστό να γκρεμίζει τους πάγκους των ιερόσυλων του Ναού. Το ξεπερνάς και προχωράς. Και η μεγάλη στιγμή φτάνει:  Εισελεύσομαι εις τον Οίκον σου αναφωνείς. Και από εκείνη την ώρα νοιώθεις σαν να άλλαξε ο χρόνος, σαν να ξαναγεννήθηκες. Και ενώ πριν από λίγο με κατατρόμαζε η σκέψη πως δεν θα τα καταφέρω, ξαφνικά λέω:  Πέρασαν κι όλας έξι και βάλε ώρες. Ούτε που το κατάλαβα

Διαβάστε επίσης