Ανοδος του λαϊκισμού ή εκδίκηση της πολιτικής;

του Δημήτρη Καιρίδη∗

Η αντισυστημική ψήφος σε δύο σοβαρές εκλογικές αναμετρήσεις το 2016 είναι γεγονός. Το κύριο δε συνθετικό της ψήφου αυτής είναι παντού το ίδιο: άνδρες χαμηλού μορφωτικού και εισοδηματικού επιπέδου μακρυά από τις μεγάλες πόλεις.

Τα αίτια είναι πολλά και, συνήθως, περιλαμβάνουν: α) την πίεση του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού στα κατώτερα στρώματα των πλούσιων δυτικών κοινωνιών και στην διεύρυνση των ανισοτήτων στο εσωτερικό τους, β) την αύξηση της μετανάστευσης, η οποία θεωρείται ότι γίνεται σε βάρος της λευκής, χριστιανικής πλειοψηφίας, γ) την ανάγκη να επανακτηθεί ο δημοκρατικός έλεγχος, τον οποίο η αυτονόμηση της οικονομίας από την πολιτική ελέω παγκοσμιοποίησης προώθησε, δε) την αποστροφή των φιλελεύθερων ελίτ προς τις παραδοσιακές αξίες και, ιδίως, προς το έθνος, όπως υποτίθεται ότι αποδεικνύει η αποθέωση της πολυπολιτισμικότητας και η άνευ όρων υποστήριξη της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ε) την αυξημένη επιρροή του Διαδικτύου, σε βάρος των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης και της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, στην ενημέρωση ή καλύτερα στην παραπληροφόρηση των πολιτών μέσα από την διασπορά εύπεπτων στερεοτύπων και θεωριών συνομωσίας και στ) τον ρόλο της Ρωσίας, που κατηγορείται ότι συμμετέχει ενεργά στην υπονόμευση του «μεσαίου χώρου» στην Δύση και στην ενίσχυση των άκρων, τα οποία συνήθως τυγχάνουν να υιοθετούν ευνοϊκότερη στάση απέναντι στον Πούτιν και τις πολιτικές του. Σίγουρα, δεν μπορεί να υποτιμηθεί η σημασία της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 2008, που οδήγησε στην εισοδηματική στασιμότητα και στην διεύρυνση των ανισοτήτων στην Δύση, και της οποίας οι πολιτικές συνέπειες αποτυπώνονται σήμερα με καθυστέρηση.

Καθώς η προσοχή όλων στρέφεται προς τις γαλλικές προεδρικές εκλογές, όπου θα κριθεί το μέλλον της Ευρώπης όπως την ξέρουμε, καλό θα ήταν να προσεχθεί και ο ιδιότυπος «αυτοκτονικός ιδεασμός» των παραδοσιακών ηγεσιών.

Για παράδειγμα, ο Κάμερον δεν είχε κανέναν λόγο να προκηρύξει το δημοψήφισμα το 2016, οι Ευρωπαίοι να αρνηθούν έναν συμβιβασμό στο ζήτημα της μετανάστευσης προς την Βρεταννία το 2015 και η Βρεταννία να είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που επέτρεψε από την αρχή, χωρίς καμμία μεταβατική περίοδο, την ελεύθερη μετακίνηση των πολιτών των νέων κρατών μελών από την Ανατολική Ευρώπη το 2004, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει από μετανάστες από την Πολωνία και αλλού. Η εκστρατεία της Κλίντον ήταν άθλια και θα διδάσκεται ως παράδειγμα όχι μόνον προς αποφυγή, όχι μόνον γιατί αγνόησε τις κρίσιμες Πολιτείες του Ουισκόνσιν και του Μίσιγκαν, αλλά, κυρίως, γιατί στερούνταν μηνύματος και περιεχόμενου. Ο Ρέντσι προκήρυξε το λάθος δημοψήφισμα και στην συνέχεια έθεσε το λάθος διακύβευμα. Η συνταγματική αλλαγή θα έπρεπε να είναι πολύ πιο τολμηρή (και να προβλέπει, για παράδειγμα, την κατάργηση της Γερουσίας) και το «ναι» να μην αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης προς τον ίδιο, όπως απαίτησε.

Και στις τρεις περιπτώσεις, οι παραδοσιακές ηγεσίες ενέδωσαν στον λαϊκισμό: ο Ρέντσι δεν έπαψε να κατηγορεί την Γερμανία για την αδυναμία της Ιταλίας να μεταρρυθμιστεί επί 30 χρόνια, η Κλίντον αποκήρυξε το ελεύθερο εμπόριο, το οποίο είχε προωθήσει και η ίδια και ο άνδρας της, και ο Κάμερον είχε πάρα πολλές φορές στο παρελθόν καταφερθεί εναντίον της Ευρώπης για να είναι αξιόπιστος υπερασπιστής της.

Εντέλει, η πολιτική κυριαρχία των φιλελεύθερων (κεντροδεξιών και κεντροαριστερών) στον δυτικό κόσμο κινδυνεύει; Οπωσδήποτε, αλλά η πτώση δεν είναι προδιαγεγραμμένη.

Στις ΗΠΑ, η Κλίντον κέρδισε με μεγάλη διαφορά την λαϊκή ψήφο και υποστηρίχθηκε από εκείνα τα στρώματα που δημογραφικά βρίσκονται σε άνοδο. Στην Βρεταννία, η διαχείριση του «όχι» αποδεικνύεται πολύ δύσκολη υπόθεση, με μεγάλους κινδύνους για την οικονομία αλλά και την συνοχή της. Σε μία σειρά από χώρες, όπως στην Ισπανία, την Φινλανδία και την Αυστρία, την πλημμυρίδα της αντισυστημικής ψήφου διαδέχθηκε η άμπωτη. Σε άλλες, όπως στην Ουγγαρία και την Πολωνία, η αντισυστημική ψήφος συνυπάρχει με τον φιλοευρωπαϊσμό της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού. Τέλος, στην Γαλλία, η υποψηφιότητα Φιγιόν προσπαθεί να συνδυάσει τον μεταρρυθμισμό με έναν «υπεύθυνο εθνικισμό».

Στο σημείο αυτό, η Ελλάδα παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Εξ αιτίας της μεγάλης οικονομικής κρίσης, το ελληνικό κομματικό σύστημα ήταν το πρώτο που κατέρρευσε από την αντισυστημική επίθεση. Ωστόσο, η γενική αίσθηση είναι ότι το ελληνικό σύστημα, μετασχηματιζόμενο, απορρόφησε τους κραδασμούς και οι δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης δείχνουν την μερική έστω ανάκαμψη των «συστημικών» πολιτικών δυνάμεων.

Όλες αυτές οι εξελίξεις μάς υπενθυμίζουν το αυτονόητο: ότι, δηλαδή, απέχουμε από το «τέλος της Ιστορίας» και τον οριστικό θρίαμβο μίας φιλελεύθερης, παγκοσμιοποιημένης νομοτέλειας, όπως κάποιοι πίστεψαν το 1989, και πως ο δημοκρατικός πολιτικός ανταγωνισμός συνεχίζει να παίζει μείζονα ρόλο στην πορεία των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών μας. Υπό αυτή την έννοια, το 2017 σηματοδοτεί όχι μόνον την επιστροφή του πολιτικού κινδύνου, αλλά και την εκδίκηση της πολιτικής. Όσοι πιστεύουν ότι η οικονομία μπορεί να πορεύεται ερήμην της πολιτικής, διαψεύδονται. Οι φιλελεύθερες ελίτ έχουν την ικανότητα να μάθουν από τα λάθη τους και να αντιδράσουν αποτελεσματικά στην άνοδο των λαϊκιστών πάσης φύσεως. Διαφορετικά, θα έχουν την τύχη των κομμουνιστικών ελίτ που κατέρρευσαν το 1989 και, το χειρότερο, ο ανοικτός κόσμος στον οποίο μεγαλώσαμε θα είναι παρελθόν.

 

∗ Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Διαβάστε επίσης