Γιαννούλα η Κουλουρού- Μια ιστορία σαν γλυκόπικρο λικέρ - Σήμερα βγαίνει πάλι σεργιάνι στην Πάτρα της αποκριάς

Η Γιαννούλα δεν ήταν ένας αστικός μύθος, δεν ήταν ένα παραμύθι, ούτε μια καρικατούρα

Δεν υπάρχει Πατρινός που να μην ξέρει το όνομά της. Και δεν υπάρχει κάτοικος αυτής της χώρας που να έχει περάσει απο την Πάτρα και να μην έχει πάρει το αυτί του κάτι, κάπως, κάποτε, για μια Γιαννούλα Κουλουρού που οι Πατρινοί την έχουν στο ...στόμα τους από τα τέλη του 19ου αιώνα και εξακολουθούν να της δίνουν το φιλί της ζωής κάθε που σκάει η αποκριά και μυρίζει τσίκνα στην Άνω Πόλη, αλλά και κάθε που θέλουν να πειράξουν κάποια, αποδίδοντάς της το χούι της ...πειραγμένης.

Μπορεί η Γιαννούλα να έχει μια δική της ξεχωριστή θέση στα πατρινά πρωτότυπα, από τα φραστικά μέχρι τα εικαστικά, αλλά ελάχιστοι από μας γνωρίζουμε πραγματικά, ποιά ήταν αυτή η περίφημη κουλουρού που καθε Τσικνοπέμπτη την παίρνουμε από πίσω για να πάμε να την παραδώσουμε νύφη σε έναν τύπο που κάνει εμφάνιση με το καλό- συνήθως ναυτικό- κοστούμι του και την πάμε συνοδεία μέχρι το μώλο μήπως χάσει το ...δρόμο.

Η ζωή της Γιαννούλας της Κουλουρούς που έγινε ταινία μικρού μήκους από τον Πατρινό σκηνοθέτη Τότη φαφούτη και εανέβηκε και στο σανίδι του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, ήταν ένα γλυκόπικρο λικέρ, με πολλές προεκτάσεις σε ό,τι αφορά την τραγικότητα του προσώπου και τον εμπαιγμό που είχε υποστεί ως διαταραγμένη προσωπικότητα από μια εποχή που έκανε ντόρο με τους "χαζούληδες¨και τους ιδιόρυθμους, τους οποίους ωστόσο με έναν δικό της τρόπο αγαπούσε αν και συστηματικά ενέπαιζε.

Η Γιαννούλα δεν ήταν ένας αστικός μύθος, δεν ήταν ένα παραμύθι, ούτε μια καρικατούρα. Η Γιαννούλα έζησε δίπλα μας, δούλεψε, ταλαιπωρήθηκε, έδωσε με τον τρόπο της χαρά, ενέπνευσε παραστάσεις και πομπές, και ίσως επειδή τράβηξε τόσα πολλά αλλά και χάρισε τόσο απλόχερα τον ντόρο, έμεινε αξέχαστη και πάντα παρούσα, μέσα στο νυφικό της το φουστάνι περιμένοντας έναν γαμπρό σε εποχές που το να μην τον έχεις σήμαινε στίγμα άξιο διαχρονικού δουλέματος.

Πάμε λοιπόν τώρα που μύρισε καρναβάλι, να δούμε ποιά ήταν και παραμένει η πιο διάσημη γυναίκα της πατρινής αποκριάς.

Από τους ελάχιστους λαϊκούς τύπους που έχει γίνει γνωστή η ηλικία της με ακρίβεια, η Γιαννούλα γεννήθηκε το 1868. Ήταν φτωχή και ζούσε στην Άνω Χώρα πίσω από την Καζάρμα. Για να μπορέσει να ζήσει έκανε δουλειές του ποδαριού.

Πούλαγε κουλούρια, έγνεθε μαλλί και έπλεκε για λογαριασμό άλλων. Όπως γράφει ο αξέχαστος Νίκος Πολίτης στο βιβλίο του "Οι ωραίοι τρελοί της παλιάς Πάτρας" η Γιαννούλα ήταν οξύθυμη και βλάσφημη και όταν θύμωνε σήκωνε το φουστάνι της και έδειχνε τα μακρυά δαντελωτά βρακιά της".

Ο μεγάλος της καημός ήταν που έμεινε γεροντοκόρη γεγονός που έγινε ο πυρήνας του ντόρου που στήθηκε γύρω της.

Με το που πέρασε τα 35 όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν έλεγε τον καημό της ότι δεν βρήκε σύζυγο.

Ώσπου αυτός ο καημός, έφτασε στα αυτιά μιας παρέας θαμώνων στο καφενείο Γιογκαράκη.

Ο Περικλής Γιογκαράκης, ο Μιλτιάδης Μαντέλης, ο Σπύρος Παναγόπουλος, ο Μήτσος Καρατζάς και ο Βασίλειος Γενναίος ήταν οι άνθρωποι που εμπνεύστηκαν πρώτοι τον γάμο της γεροντοκόρης Γιαννούλας. Την έπεισαν ότι θα της βρουν γαμπρό και την πήραν για να πάνε να τον βρουν. Ο ντόρος ξεκίνησε στα 1910 περίπου αλλά περιοριζόταν στην Άνω πόλη.

Η πρώτη εμφάνιση της Γιαννούλας ως νύφης στην Κάτω πόλη έγινε την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου του 1914. Η Γιαννούλα, συνοδευόμενη από πολλούς πλακατζήδες κατηφόρισε στην οδό Καλαβρύτων, τη σημερινή Γούναρη και παρήλασε σε κεντρικούς δρόμους με τη συνοδεία της με αποτέλεσμα στο φύλλο της 9ης Φλεβάρη του Νεολόγου να δημοσιευτεί η εξής αμίμητη είδηση:

"Την παρελθούσαν Κυριακή η κουλουροπώλις Γιαννούλα απεπειράθη τους γάμους της. Περιήλθε μετά του γαμβρού κα της γαμήλιας πομπής πάντων μεταμφιεσμένων, στα συνοικίας Άνω και Κάτω πόλεως ενώ σμήνη παρακολούθουν φωνασκούντα. Όταν η πομπή επρόκειτο να διέλθει δια της κοσμοβριθούς οδού Μαιζώνος, η ¨νύφη" εμυρίσθη την φουρτούνα που την ανέμενε και εις πρώτην ευκαιρία απεσπάσθη του βραχίονος του "γαμβρού" και ετρύπωσε εις κάποιον φούρνον".

Τον επόμενο χρόνο, τον μήνα Ιούλιο, το Εαρινό Θέατρο σε θεατρική επιθεώρηση που είχαν γράψει οι Πατρινοί δημοσιογράφοι Τέλης Τουρνάς, και Μάκης Αθανασίου, παρουσιάστηκε ο ηθοποιός Εδμόνδος Φυρστ μεταμφιεσμένος σε Γιαννούλα Κουλουρού.

Aπό τότε και μέχρι το 1917 δεν ακουσηκε ξανά κάτι καθώς ο εθνικός διχασμός απαγόρευσε την μάσκα και τον ντόρο στο καρναβάλι και η Γιαννούλα ξεχάστηκε.

Στα 1918 όμως πάλι η παρέα του Γιογκαράκη την έφερε στο προσκήνιο. "Ψήσανε" πάλι την Γιαννούλα και την ετοίμασαν για γάμο.

Η πρόσκληση που διανεμήθηκε έγραφε: "Αξιότιμε Κύριε, Τελουμένων σήμερον Κυριακή περί ώρας 6μμ των γάμων της χαριτοβρύτου δεσποινίδος Κουλουρούς μετά του δια πολλών χαρισμάτων πεπροικισμένου νέου Μιλτιάδου Μαντέλη, λαμβάνομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν Υμάς όπως ευαρεστούμενοι τιμήσετε αυτούς. Οι συμπέθεροι."

"Εκείνη την ημέρα, γράφει ο Νίκος Πολίτης, νωρίς το απόγευμα, στο σπίτι της Γιαννούλας κάποιες γειτόνισσες την καλλώπισαν με πούδρα και κοκκινάδι στα μάγουλα και την έντυσαν νύφη με πέπλο και στεφάνι από άνθη πορτοκαλιάς και την κατάλληλη ώρα η νύφη βγήκε απο τη χαμοκέλα της στηριγμένη στο μπράτσο του γαμπρόύ".

Γείτονες όλων των ηλικιών σχημάτισαν την γαμήλια θρυβώδη πομπή με επικεφαλής τα όργανα: βιολί κιθάρα μπουζούκι και σαντούρι και μέσω της Καλαβρύτων και της Κορίνθου έφτασε στην πλατεία Γεωργίου όπου έγινε πανζουρλισμός. Από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια πετούσαν ρύζι και λουλούδια, ενώ όλο και περισσότερο κόσμος ακολουθούσε στην διαδρομή την πομπή, η οποία ακολουθώντας τις οδούς Ανεξαρτησίας, (σημερινή Γεροκωστοπούλου) Αγίου Ανδρέου, Αγίου Νικολάου και Μαιζώνος και έφτασε έξω απο την Μητρόπολη. Ο κόσμος στους γύρω δρόμους ήταν σαν να γίνεται προεκλογική συγέντρωση.

Η εκκλησία ήταν κλειστή αλλά της είπαν της νύφης ότι πήγαιναν δύο συμπέθεροι να φέρουν τον νεωκόρο και τους ιερείς.

Τότε ξαφνικά εμφανίστηκαν τάχα δύο στρατιώτες της στρατονομίας και πήραν τον γαμπρό επειδή δεν είχε δηλωθεί στα μητρώα αρρένων. Η σκηνή που ακολούθησε ήταν σπαρακτική καθώς η Γιαννούλα φώναζε "αφήστε να παντρευτούμε πρώτα και τον παίρνετε μετά" αλλά αυτοί δεν άκουγαν τίποτα. Τότε η Γιαννούλα ξέσπασε σε έναν πραγμαιτκό θρήνο και η απάνθρωπη αυτή κατάληξη κατέληξε σε ομαδική στεναχώρια. Οι γειτόνισσες την πήραν και την γύρισαν στο σπίτι της θλιμμένη.

Μετά από αυτό, ακολούθησαν και άλλα θεατρικά νούμερα με θέμα την Γιαννούλα αλλά τα γλέντια έπαψαν.

Όμως με τον τερματισμό του Ά παγκοσμίου πολέμου και τη σύναψη της συνθήκης των Βερσαλιών έγινε πασίγνωστος ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ουίσλον.

Τότε η παρέα που έκανε την πλάκα, υπέβαλε στην Γιαννούλα ότι ο Ουίλσον ήταν πλούσιος συγγενής της και οι δυο τους από κοινού κληρονομούν ένα πλούσιο θείο της.

"Ωραία, άμα πάρω την κληρονομία, θα παντρευτώ νεαρό. Βαρέθηκα τους μεσόκοπους που μου προξενεύετε" είπε η Γιαννούλα όταν της έδειξαν τις ψεύτικες επιστολές και στις αρχές Αυγούστου του 1921 μια μεγάλη ανθρώπινη ... ουρά την συνόδευε στο γραφείο κάποιου δικαστικού κλητήρα τάχα συμβολαιογράφου, ο οποίος της διάβασε τη διαθήκη και της έδειξε μια βαλίτσα γεμάτη χρήματα.

Όταν τα μέρησε και η Γιαννούλα ήταν έτοιμη να τα πάρει εισέβαλαν μασκοφόροι και της τα άρπαξαν. Πάλι θρήνος. Και το άλλο πρωί νάτη στο αστυνομικό τμήμα Άνω πόλεως για να ανακοινώσει τη ληστεία. Νέος ντόρος, νέο γέλιο, καθώς απαιτούσε να της δώσουν αστυφύλακες να πάει να ψάξουνε μαζί της.

Αυτό το περιστατικό, όπως γράφει ο Νίκος Πολίτης, επηρρέασε πολύ τον χαρακτήρα της καθώς από τότε κατέβαινε συχνά στην κάτω πόλη μήπως μάθει κάτι και έγινε και επιθετική. Εάν κάποιος την πείραζε, τον πετροβολούσε.

Στα 1922 η παρέα που πήγε να παντρέψει την Γιαννούλα έφαγε τα μούτρα της καθώς η Γιαννούλα τους είπε ότι δεν μπορεί να παντρευτεί γιατί είναι αρραβωνισμένη με έναν στρατιώτη (αυτόν που τον πήραν ταχα για να κάνει τη θητεία του).

Τότε ήρθε ο νέος ντόρος στο μυαλό τους.

"'Ήρθε η ώρα να μάθεις την αλήθεια της είπαν. Ο Ουίλσον, δεν είναι συγγενής σου είναι πατέρας του φαντάρου που αρραβωνιάστηκες, δηλαδή πεθερός σου.

Στις 13 Φλεβάρη του 1922 , τελευταία Κυριακή του Καρναβαλιού, κατέβησε στο λιμάνι να υποδεχτεί τον Ουίλσωνα και τα εκατομμύριά του. Όλη η Πάτρα ήταν στο πόδι. Στα ξέπλεκα μαλιά της τα στόλιζαν μικρά κουρελάκια και στο μέτωπο φορούσε μια πλατιά κόκκινη κορδέλα.

Μπροστά από την πομπή το αμάξι που μετέφερε τη νύφη.

Κουμπάρος ο Γιογκαράκης. Ακολουθούσαν αμάξια και κάρα που έκαναν σαματά.

Δέκα χιλιάδες υπολογίστηκαν όσοι βρσίσκονταν στην Αγίου Νικολάου και την παραλία συνοδεύοντας τη Γαννούλα.

Μια βάρκα με έναν επιβάτη που φορούσε φράκο της κακιάς ώρας και γάντια καφέ έκανε την εμφάνισή της. Μαλλιά πασπαλισμένα με αλεύρι και μακριές φαβορίτες ζωγραφισμένες στα μάγουλα με φελλό.

Επεσαν ακόμη και πυροβολισμοί όταν φάνηκε ο γαμπρός ενώ η χαρά της Γιαννούλας ήταν απερίγραπτη.

Η άμαξα με την νύφη και τον γαμπρό βρισκόταν στην οδό Καλαβρύτων όταν ένας λούστρος πηδάει και αρπάζει τη βαλίτσα με τα χρήματα που είχε φέρει τάχα μαζί του ο γαμπρός. Η Γιαννούλα βάζει πάλι τα κλάματα και ο Ουίλσον την παρηγορεί λέντοντάς της ότι πάει αμέσως να τηλεγραφήσει να τους στείλουν άλλα. Και φυσικά εξαφανίζεται.

Για να συνεχίσουν τον ντόρο στα 1923 ο Γιογκαράκης και οι φίλοι του αποφασίσουν να της προξενέψουν τώρα τον ίδιο τον Ουίλσον πείθοντάς την ότι είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της και θα ερχόταν για να παντρευτούν. Της έστελναν μάλιστα και ερωτικές επιστολές "Όλοι σε περιμένουν να φροντίσουν την νέα Δούκισσα" της γράφανε. "Να μου στείλεις μια φωτογραφία με τα μαλλιά ξέπλεκα ριγμένα μπροστά, να σε ιδούν οι βασιλείς. Ουίλσον"

Αλλά γάμος ξανά δεν έγινε. Στα 1930 πεθαίνει ο Γιογκαράκης που του είχε εμπιστοσύνη και την παρέσυρε. Και μαζί με αυτόν, τέρμα και τα σούρτα φέρτα της Γιαννούλας, η οποία όμως είχε ήδη γίνει θρύλος.

Το 1940 βρίσκει τη Γιαννούλα γρια 72 χρόνων και μόνη. Στην εποχή της Κατοχής δεν μπορούσε πια να ασκήσει το επάγγελμά της. Το στάρι ήταν ακριβό και το αλεύρι δυσεύρετο. Ξεχασμένη, περνούσε τις ώρες της στη χαμοκέλα, χαμένη από όλους ώσπου κάποια μέρα βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της. Η ιστορία της όμως, δεν είχε κλείσει τα μάτια.