Δεν πήγαινε ο νους μου, αν και συνήθως οι έννοιες έχουν να κάνουν με το τι βλέπεις. Η ελιά σχηματοποιείται στα μάτια σου και νοηματοδοτείται από την καρδιά σου. Είναι δένδρο αειθαλές και γνώριμο του μέρους που γεννήθηκα. Σημαίνει βόμβο τζιτζικιών, ζέστη καλοκαιρινή ακόμη και ράντζο κάτω από το πλούσιο φύλλωμά της. Εδώ γεννιούνται αγάπες και ενίοτε έρωτες, ελπίδες για εισόδημα και αιτιάσεις για συζητήσεις περί επανεκκίνησης της οικονομίας.
Κάθε χωράφι θυμίζει την ίδια την ζωή. Βρέφη θηλάζουν, παιδιά τρέχουν ανάμεσα σε μάνες ρίζες γελώντας και φωνάζοντας, κορίτσια με την άνοιξη φορεμένη επάνω τους, γριές και άντρες με μαύρα πουκάμισα, μια παπαρούνα ντυμένη στα κόκκινα.
Το δένδρο είναι ναός. Κρύβει σκηνές του χρόνου και της ιστορίας. Φυλακίζει κουβέντες και μυστικά. Κάθε κορμός έχει μια τράπεζα μνήμης. Από εδώ πηγάζει το ιδιαίτερο σχήμα του, αν και γενικά θυμίζει τη σκιά του προσώπου, σαν αγιογραφία του κόπου του. Κάθε ανάσα και ένας βλαστός, κάθε λυγμός και ένας κόμπος.
Το καλύτερο λάδι βγαίνει εκεί που υπάρχει φροντίδα. Όσο μεγαλύτερη ενασχόληση απαιτεί η γεωγραφία, τόσο πιο πλούσιο είναι το αποτέλεσμα. Καθόλου παράξενο. Όπως κάθε ζωντανή ύπαρξη απαιτεί τα χάδια και τα κανακέματά μας χωρίς διαστήματα αδιαφορίας και λησμονιάς. Πάντα με την αξιοπρέπεια που την χαρακτηρίζει. Δηλαδή όχι υπερβολές. Έχουμε να κάνουμε με δύναμη. Η σχέση είναι δοτική και το αποτέλεσμα φάρμακο. Για να φτάσει μέσα στο μπουκάλι χυμός πράσινος, διαφορετικά θυμίζει χρυσό και μυρίζει απληστία ή τσιγκουνιά, εγωισμό ή πλήξη. Ο άριστος καρπός εξάγει έκρηξη των αισθήσεων. Απλώνεται πάνω στην γλώσσα και αφήνεται σε μια περιήγηση στον έσω εαυτό μας. Κατεβαίνει αργά και καίει τον ουρανίσκο, αφήνει αρώματα και μπουκέτα ανθέων. Ύστερα πάλι θέλεις να πιεις.
Προσωπικά δεν αρκούμαι στην κατάποσή του. Δεν μου είναι αρκετό. Προτιμώ να βουτηχτώ ολόκληρος. Γι’ αυτό και ραβδίζω. Πάει παντού. Στα μαλλιά μου, στο σώμα, ποτίζει τα πάντα. Είναι σαν να μπαίνω βαθιά μέσα σε κοχυλιού σπείρα. Θυμάμαι τον Όμηρο, ακούω ξανά φωνές που χάθηκαν, νοιώθω το χάδι της γιαγιάς μου, κοιτώ τον ορίζοντα. Ένα πειρατικό πλοίο ανεμίζει σημαία του φόβου. Στο κάστρο κλείνουν οι πόρτες, ανάβουν φωτιές, τα άλογα τρέχουν αφηνιασμένα κάποιος υψώνει τη σημαία της λευτεριάς και ύστερα πάλι φωτιές και βουή. Τουρμπάνια και λάβαρα, ερείπια παντού μόνο τούτο το γέρικο δένδρο ξέμεινε για να θυμίζει την ιστορία του τόπου. Το αγγίζεις και βλέπεις, σου ψιθυρίζει τη λύση. Να τι σημαίνει ανάπτυξη.
Το χελιδόνι με ανοιχτές τις φτερούγες πετάει ανάμεσα στα κλαριά. Ποιος μάστορας άραγε να κλάδεψε τούτο το δέντρο; Γιατρό τον φωνάζουν. Καλλιτέχνης θα ήταν, αλλιώτικα πώς τέτοιο πάθος ; Σαν μια γυναίκα γυμνή με ανάγλυφο σώμα. Ανοιχτό μουσείο με γλυπτά. Βόλτα στον ελαιώνα χωρίς εισιτήριο. Άνθρωπος και φύση γεννούν ομορφιά.
Ένα παιδί τεντώνει το λάστιχο. Πάλι αστόχησε. Βάζει την πεταχτάρα στην τσέπη. Γεμάτος με βόλια ψάχνει για θήραμα. Το φίδι λιάζεται. Σημαδεύει και ρίχνει στον όφι. Ένα γεράκι αφήνει τη λαλιά του κορώνα στο λόγγο. Το παιδί περπατά και μαζεύει χαλίκια. Από μακριά έρχονται σύννεφα. Οι πρώτες βροχές. Αποκρεύουμε στο χωράφι. Γέλια, πειράγματα, μηχανές που δουλεύουν. Όλο το δάσος με τις ελιές στρωμένο τραπέζι. Βροχή ο καρπός. Σακιάζεται και μετά στο ελαιοτριβείο. Καψάλα και προσδοκίες. Βγαίνει. Στο σπίτι ανάβουμε το καντήλι. Λουκουμάδες και τηγανόψωμα. Να σβήσει ο χρόνος.
Δεν γίνεται. Μετά από εμάς έρχονται χιλιάδες. Σαν σε παράταξη. Σειρές και σειρές που διαρκούν τα αισθήματα. Εντάσεις και ρίγη, εκείνος ο πόνος που το πρωί φεύγει . Ξανά στην δουλειά. Δεν υπάρχει το τέλος. Όσο κι αν προσδοκάς να βρεις την αρχή σε ένα κύκλο που κυλά είναι μάταιο. Έτσι γίνεται πάντοτε. Λες «τελευταία ελιά, τελευταίο κόψιμο». Πατάς γερά και πριονίζεις το τέλος. Πέφτει. Κοιτάς την θάλασσα που από μακριά σε μαγεύει. Κάτω οι άλλοι κλαρίζουν, μαζεύουν πανιά και γελούν. Το πόδι αποσύρεται πίσω. Πέφτει το βάρος σου πάνω σε αυτό. Πετώ και όλα παγώνουν. Σκέφτομαι τη ζωή μου όλη. Τα παιδιά, σκηνές από τόσα και τόσα. Μάλλον φεύγω. Εκεί νοιώθω βαρύς. Πρώτα η πλάτη μετά το κεφάλι να στέλνει τον χτύπο μπροστά και το χέρι. Ο Γιώργος μπροστά μου όρθιος. Νομίζει ότι πέθανα. Του ψελλίζω: « μην φοβάσαι». Με συντρέχει και ύστερα σηκώνομαι πάνω.
Δεν πάει ο νους μου. Οι λέξεις σηματοδοτούνται πάντα με νόημα. Έχουν να κάνουν πάντοτε με το τι βλέπεις. Ελιά σημαίνει λοιπόν ζωή, με τον θάνατο κρυμμένο συνήθως σε κάποια οπή του κορμού της.