«Υπάρχουν σοβαροί λόγοι οι οποίοι συνηγορούν στο ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να επιταχυνθεί την επόμενη χρονιά» υποστηρίζει ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Μελετών και άτυπος σύμβουλος της καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ, Μάρτσελ Φράτσερ.
Ο κ. Φράτσερ εκτιμά ότι η Ελλάδα έχει κάνει προόδους στις μεταρρυθμίσεις, σημειώνοντας ωστόσο ότι «δεν θα πρέπει να κοροϊδεύει κανείς τον εαυτό του ότι αυτές θα ολοκληρωθούν το 2018 με την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος», αλλά «σε 10-15 χρόνια, διότι το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι η κρατική μηχανή».
Όπως εξηγεί, η Ελλάδα «πρέπει να αποκτήσει ένα κράτος στο οποίο να λειτουργεί, όπου όλοι οι πολίτες θα πληρώνουν φόρους, που θα επιτρέπει στους επενδυτές να πάρουν άδεια χωρίς χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες», ενώ «βραχυπρόθεσμα πρέπει να εξυγιανθούν τα δημόσια οικονομικά της ώστε σε ένα-ενάμιση χρόνο να τα θέσει υπό έλεγχο και να έχει μια προοπτική για να μην εξαρτάται πλέον από τους δανειστές της».
Για τις κυβερνητικές παροχές προς τους χαμηλοσυνταξιούχους ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Μελετών εκτιμά πως «είναι γελοία με τέτοια διαφωνία» που όμως δείχνει το πραγματικό πρόβλημα, την απώλεια εμπιστοσύνης και από τις δύο πλευρές. «Μπορώ κάλλιστα να φανταστώ ότι οι δανειστές δεν θα είχαν αντίρρηση αν είχε συμφωνηθεί ανοικτά και με διαφάνεια», αναφέρει, προσθέτοντας ότι «και οι δυο πλευρές πρέπει να ενεργούν με τέτοιο τρόπο ώστε να οικοδομείται εμπιστοσύνη».
Το ουσιαστικό θέμα κατά τον Μάρτσελ Φράτσερ είναι «εάν το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% είναι ρεαλιστικό». Όπως αναφέρει, «εάν η Ελλάδα αναπτύσσεται με ρυθμό 2-2,5%», είναι. Προσθέτει όμως πως «το πρόβλημα είναι πώς θα έχουμε αυτήν την ανάπτυξη την στιγμή κατά την οποία υπάρχει το βάρος του χρέους, για να επιτευχθεί αυτό το πλεόνασμα».
Ο Φράτσερ υπενθυμίζει την πρόταση του «να συνδεθούν οι τόκοι με την ανάπτυξη, «εάν δεν υπάρχει δηλαδή ανάπτυξη η Ελλάδα δεν θα πληρώνει, εάν υπάρχει θα τους καταβάλει». Στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, στο υπουργείο Οικονομικών άκουσαν μεν την ιδέα, αλλά «είπαν ότι είναι πολιτικά δύσκολα εφαρμόσιμο», δηλώνει, προσθέτοντας: «Από οικονομικής απόψεως όμως είναι δυνατός ένας συμβιβασμός, διότι αυτό το οποίο γίνεται τώρα με τους τόκους δεν έχει νόημα. Οι τόκοι αυτοί είναι συνδεδεμένοι με την ανάπτυξη στην Ευρώπη, με την αγορά και όχι με την ανάπτυξη της Ελλάδας. Αυτό είναι το λάθος κατά την γνώμη μου και η Ελλάδα πρέπει με τον τρόπο που προτείναμε να απαλλαγεί από το βάρος αυτό σε δύσκολους καιρούς. Θα καταβάλλεται δηλαδή ένα μέρος μόνον των τόκων και μόνον σε καλύτερους καιρούς, όταν αναπτύσσεται».
Ερωτηθείς για τη μη αύξηση του ΦΠΑ σε νησιά του Αιγαίου την χαρακτηρίζει μη αναγκαία, διότι «δεν θα βελτιώσει την ζωή των κατοίκων». Η ελληνική κυβέρνηση κατά τη γνώμη του Γερμανού οικονομολόγου «δεν θα έπρεπε να εισάγει συνέχεια εξαιρέσεις, οι οποίες βραχυπρόθεσμα βελτιώνουν κάπως την ζωή ορισμένων πολιτών αλλά κάνουν συνολικά κακό σε όλους και στην ελληνική οικονομία». Το θέμα, τονίζει, «δεν είναι ο ΦΠΑ, αλλά το ότι δεν πληρώνουν φόρους αυτοί που έχουν να πληρώσουν».
«Φυσικά και συμμερίζομαι να δώσει (η κυβέρνηση) κάτι στους μη έχοντες, αλλά πρέπει προηγουμένως να πληρώσουν τους φόρους τους οι έχοντες. Εκεί πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να επιμείνει, να μεταρρυθμίσει την κρατική μηχανή, έτσι ώστε να μπορεί να συλλέξει φόρους από όσους μπορούν να πληρώσουν και δεν το κάνουν», υπογραμμίζει.
Για το θέμα της ελάφρυνσης του χρέους και τη διαφωνία ΔΝΤ-Σόιμπλε, λέει πως δεν αναμένει κάποια σοβαρή εξέλιξη πριν το 2018, τονίζει όμως ότι βλέπει «την απόλυτη αναγκαιότητα της ελάφρυνσης του χρέους. Νομίζω ότι κανένας δεν το βλέπει διαφορετικά και εδώ στο Βερολίνο. Νομίζω ότι όλοι έχουν καταλάβει ότι πρέπει να γίνει ελάφρυνση του χρέους».
Ερωτηθείς εάν εννοεί και τον κ. Σόιμπλε, απαντά: «Όταν λέω όλοι, είναι σαφές ποιος μπορεί να συμπεριλαμβάνεται. Η διαφωνία βρίσκεται στο πώς θα γίνει. Ορισμένοι λένε ότι πρέπει να γίνει τώρα για να βοηθήσουμε τους Έλληνες και να στείλουμε ένα θετικό μήνυμα, άλλοι λένε ότι αν το κάνουμε τώρα οι Έλληνες θα πάψουν να κάνουν μεταρρυθμίσεις, όχι δηλαδή μέχρι το 2018 για να ολοκληρωθεί επιτυχώς το πρόγραμμα. Και μετά βέβαια τίθεται το θέμα τι ύψους ελάφρυνση πρέπει να γίνει. Φυσικά οι δανειστές θέλουν όσο γίνεται μικρότερη».
Σύμφωνα με τον Γερμανό οικονομολόγο «αναγκαίο θα ήταν στην πραγματικότητα ένα κούρεμα μέρους του χρέους, αλλά είναι αδύνατο πολιτικά διότι η γερμανική κυβέρνηση έχει υποσχεθεί στους πολίτες ότι δεν πρόκειται να συμβεί». «Αναμένω ότι θα γίνει κάτι ανάλογο με την αναδιάρθρωση του χρέους το 2012, δηλαδή μείωση των επιτοκίων, περαιτέρω παράταση του χρόνου αποπληρωμής του, ότι δηλαδή ο χρόνος από 30 χρόνια θα επιμηκυνθεί και άλλο και ότι το επιτόκιο θα μειωθεί επίσης ή θα γίνει ένα διάλειμμα στις πληρωμές. Δεν είναι το καλύτερο, πιστεύω ότι είναι προτιμότερο ένα κούρεμα του χρέους από οικονομικής απόψεως, αλλά από πολιτικής δεν θεωρώ ρεαλιστικό ότι θα γίνει», δηλώνει.
Για το αν το ΔΝΤ, θα παραμείνει στο πρόγραμμα, ο κ. Φράτσερ πιστεύει «ότι θα βρεθεί ένας συμβιβασμός, ώστε να παραμείνει το ΔΝΤ τουλάχιστον ως τεχνικός σύμβουλος. «Πιστεύω ότι η γερμανική κυβέρνηση θα βρει τελικά μια λύση με το ΔΝΤ, την κ. Λαγκάρντ. Σημαντικό για τους Ευρωπαίους και την γερμανική κυβέρνηση είναι να παραμείνει το ΔΝΤ, αλλά ενδεχομένως αυτό να γίνει χωρίς να συμμετέχει με δικά του χρήματα», παρατηρεί.
Ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Μελετών δηλώνει πεπεισμένος ότι «η Ευρώπη και η Γερμανία επιθυμούν από καρδιάς να ανακάμψει η Ελλάδα οικονομικά και να βελτιωθεί η κατάσταση». Aστειευόμενος, λέει ότι θα συμβούλευε την κ. Μέρκελ να κάνει ως δώρο τα Χριστούγεννα στους Έλληνες «έναν καινούριο Ότο Ρεχάγκελ, για να ξανακερδίσει το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα φυσικά».
Στο ερώτημα τι θα της έλεγε αν ρωτούσε η ίδια, τι δώρο να κάνει στην Ελλάδα απαντά: «Μιλάτε για χρήματα, το κατάλαβα... Το έχω ήδη πει. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα κούρεμα του χρέους. Στις πολιτικές όμως διαπραγματεύσεις δεν υπάρχουν μονομερή δώρα. Είναι δούναι και λαβείν. Αν δίνει μόνο η μια πλευρά, δεν λειτουργεί το πράγμα. Η Ελλάδα ίσως πιστεύει ότι συνεχώς δίνει και δεν παίρνει τίποτα και το αντίθετο συμβαίνει με τους Ευρωπαίους. Νομίζω, όμως, ότι η συμφωνία η οποία έγινε είναι καλή. Θα πρέπει να συγκεντρώνεται κανείς όμως στην ουσία και να αποφεύγει τις διαμάχες. Το σημαντικότερο θα ήταν ίσως η περαιτέρω υποστήριξη από την γερμανική κρατική Τράπεζα Επενδύσεων (KfW) και άλλους θεσμούς, για να δημιουργήσουν φορείς δανείων για επιχειρήσεις, ώστε να καταπολεμηθεί η ανεργία των νέων που είναι μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα. Αυτή είναι νομίζω η καλύτερη συμβολή της Γερμανίας, το δώρο το οποία μπορεί να κάνει η Γερμανία».