Ανδρομάχη του Ευριπίδη: Τραγωδία εξουσίας και γυναικείας αντοχής

26/09/2025 | 10:26

του Ελισσαίου Βγενόπουλου, σκηνοθέτη-συγγραφέα

Η μορφή της Ανδρομάχης, γνωστή ήδη από τον Όμηρο ως η αφοσιωμένη σύζυγος του Έκτορα και τραγική μητέρα του Αστυάνακτα, μεταφέρεται από τον Ευριπίδη στη Θεσσαλία, χήρα πλέον, αιχμάλωτη και παλλακίδα του Νεοπτόλεμου. Ο Στάθης Δρομάζος στο Αρχαίο Δράμα υπογραμμίζει ότι ο ποιητής παίρνει το «θαυμάσιο πλάσμα του Ομήρου» και το μεταπλάθει σε φωνή των ηττημένων, σε μάρτυρα της σπαρτιατικής σκληρότητας και της αλαζονείας των νικητών.

Η «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη είναι μια από τις τραγωδίες που δεν καταθέτουν απλώς ένα μύθο στη σκηνή, αλλά εκθέτουν με οδυνηρή καθαρότητα τις παθογένειες της εξουσίας, της μνήμης και της ανθρώπινης εκδικητικότητας. Ο ποιητής, ευρισκόμενος στο μέσον του Πελοποννησιακού πολέμου, σκιαγραφεί μέσα από τη μοίρα της Τρωαδίτισσας χήρας του Έκτορα μια αλληγορία για τη βία που ασκείται στους αδύναμους, για την αλαζονεία των ισχυρών, αλλά και για την επίμονη αντοχή του ανθρώπου απέναντι στο αμετάκλητο τραύμα.

Η Ανδρομάχη, ηρωίδα που κουβαλάει στα σωθικά της το κάψιμο της Τροίας και την απώλεια των αγαπημένων της, παρουσιάζεται σκλάβα στο σπίτι του Νεοπτόλεμου, λάφυρο πολέμου και ταυτόχρονα μητέρα του γιου του, Μολοσσού. Στον αντίποδα βρίσκεται η νόμιμη σύζυγος, η Ερμιόνη, κόρη του Μενέλαου και της Ωραίας Ελένης, που δεν αντέχει την ατεκνία και μετατρέπει την ανασφάλειά της σε μίσος. Ο Ευριπίδης στήνει έτσι μια σύγκρουση δύο γυναικών: η μία, ελεύθερη από γέννα, δεμένη με αίμα στον οίκο, μα ανίσχυρη απέναντι στην αλήθεια της ατεκνίας, η άλλη, σκλάβα και ξένη, αλλά γόνιμη, ριζωμένη πλέον με το παιδί της σε έναν οίκο που δεν της ανήκει.

Η «Ανδρομάχη» αναδεικνύεται η τραγωδία του θύματος που γίνεται διπλά θύμα: όχι μόνο από τον πόλεμο, αλλά και από την ίδια την κοινωνία στην οποία αναγκαστικά ενσωματώνεται. Ο Ευριπίδης απογυμνώνει την αθηναϊκή σκηνή από τα ηρωικά στολίδια και προβάλλει το γυμνό πρόσωπο μιας γυναίκας που αγωνίζεται μόνο με όπλο τη λογική και την αξιοπρέπειά της.

Η σκηνή της καταφυγής της Ανδρομάχης στο ιερό της Θέτιδας έχει ιδιαίτερη θεατρική ισχύ. Εδώ η τραγωδία συνομιλεί με το κοινό γύρω από το ιερό δικαίωμα της ικεσίας, ένα από τα θεμέλια της ελληνικής θρησκευτικής και πολιτικής ζωής. Ο Μενέλαος, που επιχειρεί να παραβιάσει αυτό το άσυλο, δεν εκτίθεται μόνο ως φαύλος και μικρόψυχος, αλλά και ως φορέας της ύβρεως. Το κείμενο αναδεικνύει την πολιτική διάσταση της τραγωδίας: ποιος έχει τελικά το δικαίωμα να αποφασίζει για τη ζωή του άλλου;

Η μορφή του Πηλέα, του γέροντα παππού, λειτουργεί ως αντίβαρο. Είναι η μνήμη μιας άλλης ηρωικής εποχής που τώρα βλέπει να καταρρέει. Ο ίδιος δεν έχει πια δύναμη να αλλάξει τον κόσμο, αλλά διατηρεί την ηθική φωνή που αποκαθιστά προσωρινά την ισορροπία. Ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί τον Πηλέα όχι μόνο ως θεατρικό όργανο σωτηρίας, αλλά και ως τιμητή της παρακμής του ηρωικού ιδεώδους.

Κι ενώ περιμένουμε ίσως μια λύση μέσα από την επιστροφή του Νεοπτόλεμου, ο ποιητής ανατρέπει την προσδοκία: ο ήρωας έχει ήδη δολοφονηθεί, θύμα της συνωμοσίας του Ορέστη στους Δελφούς. Η εξουσία αλλάζει χέρια όχι με δίκαιη μάχη, αλλά με πολιτική ίντριγκα. Ο Ορέστης, με κυνισμό σχεδόν σύγχρονο, παίρνει την Ερμιόνη μαζί του, καταδεικνύοντας την ευθραυστότητα των δεσμών που θεωρούνται ιεροί.

Από θεατρικής πλευράς, η «Ανδρομάχη» εντυπωσιάζει για την πολυεστιακή της δομή. Δεν είναι ένα δράμα με έναν μόνο κεντρικό ήρωα, αλλά μια σύνθεση από αντιτιθέμενες φωνές: Ανδρομάχη και Ερμιόνη, Μενέλαος και Πηλέας, Ορέστης και ο απόντας Νεοπτόλεμος. Αυτή η διάσπαση της ηρωικής εστίασης είναι χαρακτηριστική του Ευριπίδη, που συχνά υπονομεύει την ενότητα της δράσης για να φωτίσει τις πολλαπλές όψεις της ανθρώπινης εμπειρίας.

Η τραγωδία,  συνδυάζει το οικείο με το πολιτικό. Η σύγκρουση των δύο γυναικών, πέρα από προσωπικό μίσος, αντανακλά τη σύγκρουση ανάμεσα στον νικητή και στον ηττημένο, στον γηγενή και στον ξένο, στον ισχυρό και στον αδύναμο. Η Ανδρομάχη γίνεται έτσι σύμβολο όλων όσων ο πόλεμος ξεριζώνει, υποτάσσει, αλλά δεν κατορθώνει να συντρίψει ηθικά.

Ο λόγος της Ανδρομάχης δεν ξέρει κανείς αν είναι τραγούδι, ελεγεία ή μοιρολόι.

Νεκρό τον Έκτωρα είδα να σέρνουν 

φρικτά οι τροχοί, την Τροία μέσα στις φλόγες,

κι απ τα μαλλιά αρπαγμένη μπήκα σκλάβα

μεσ’ των Αργείων τα πλοία κι όταν στη Φθία

έφθασα εδώ, σμίγω μ’ εκείνους που ήταν 

φονιάδες του Έκτορά μου

………………………………………………………………….

Ένα έμενε για μένα φως ο γιος μου

και θα τον σφάξουν…

Την άθλια θα γνοιαστώ ζωή μου; Η μόνη

ελπίδα είναι να ζήσει το παιδί μου,

θα ‘ναι ντροπή να μη χαθώ για κείνο. 

Η «Ανδρομάχη» δεν είναι η πιο διάσημη τραγωδία του Ευριπίδη. Όμως ακριβώς η σχετική της παραμέληση την καθιστά σήμερα δραματουργικά πολύτιμη: φωτίζει τον Ευριπίδη ως τον τραγικό που έδωσε φωνή στους απόκληρους της Ιστορίας, στις γυναίκες, στους δούλους, στους πρόσφυγες. Και μας υπενθυμίζει πως η αληθινή τραγωδία δεν βρίσκεται στις μεγάλες μάχες, αλλά στη σιωπηλή επιβίωση εκείνων που δεν έχουν καμία δύναμη, αλλά κουβαλούν όλο το βάρος της ήττας.

Το μήνυμα του Ευριπίδη είναι διπλό: από τη μια καταγγελία της σπαρτιατικής βίας, από την άλλη αποτύπωση της ματαιότητας του ανθρώπινου αγώνα απέναντι σε μια μοίρα που καθορίζεται από τον πόλεμο.

Ο Ευριπίδης αξιοποιεί το μυθολογικό υλικό για να μιλήσει εμμέσως για το παρόν: οι Σπαρτιάτες παρουσιάζονται ως απειλή για τον ελληνικό κόσμο, ενσάρκωση μιας βαρβαρότητας που δεν γνωρίζει όρια. Το έργο δεν είναι μόνο προσωπικό δράμα, είναι πολιτική δήλωση, είναι ένα αλύπητο κατηγορώ της σπαρτιατικής ισχύος, της σκληρότητας των Σπαρτιατών και της συμφοράς των ηττημένων.

Στην Ανδρομάχη ο Ευριπίδης στήνει έναν αιχμηρό καθρέφτη πολιτικής ιδεολογίας: η Αθήνα προβάλλεται ως λίκνο ανθρωπισμού, σεβασμού των θεσμών και του ασύλου, η Σπάρτη, αντίθετα, προσωποποιεί την ασυδοσία της ισχύος. Η Ερμιόνη, άτεκνη και κατατρεγμένη, μετατρέπει τη ζήλια της σε φονικό μένος, ο Μενέλαος, μικρόψυχος και ανέντιμος, παραβιάζει ιερά και όσια, ο Ορέστης, αδίστακτος οδηγεί σε δολοφονία τον Νεοπτόλεμο. Οι τρεις μαζί γίνονται προσωπεία της σπαρτιατικής βαρβαρότητας, όπου η εξουσία ασκείται χωρίς ηθικά όρια. Ο Ευριπίδης καταγγέλλει έτσι την πολιτική Σπάρτη, αντιπαραθέτοντάς την στην ανθρωποκεντρική Αθήνα.

Οι δυο κόσμοι ο δημοκρατικός και ανθρωπιστικός της Αθήνας και ο πολεμοχαρής και πονηρός της Σπάρτης αποδίδονται με ένταση από την Ανδρομάχη.

Σπαρτιάτες, μισητοί σ’ όλον τον κόσμο.

Σύμβουλοι δολεροί και μηχανοράφοι

Των συμφορών ψευτιάς πρωτοτεχνίτες.

Ποτέ δεν πάει στον ίσιο δρόμο ο νους σας.

Πάντα λοξά, στριφτά, πονηρεμένα,

τρανοί μες την Ελλάδα, μα άδικο είναι,

και τι σας λείπει; Πρώτοι είστε στους φόνους

στ’ άτιμο κέρδος πρώτοι εσείς…

Στο πλαίσιο αυτό, η Ανδρομάχη γίνεται το όργανο μιας κριτικής στάσης. Η ιστορία της, γεμάτη θρήνους και καταστροφές, λειτουργεί ως μαρτυρία των αμάχων που πληρώνουν το τίμημα της πολιτικής αλαζονείας. Η μορφή της δεν είναι πια μόνο ομηρική ηρωίδα, είναι η ίδια η Ιστορία, που υψώνει φωνή ενάντια στη βία.

Η Ανδρομάχη του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Μαρίας Πρωτόπαππα, αποδείχθηκε μια παράσταση τολμηρή, αιχμηρή και βαθιά πολιτική. Η σκηνοθέτιδα επέλεξε μια διανομή που ανέτρεψε τα δεδομένα: οι γυναικείοι ρόλοι ανατέθηκαν σε άνδρες ηθοποιούς. Ο Αργύρης Ξάφης ως Ανδρομάχη με μια ερμηνεία όπου το φύλο σβήνει μπροστά στην τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας και ο πόνος της μάνας αιχμάλωτης γίνεται πανανθρώπινο βίωμα. Ο Τάσος Λέκκας ως Ερμιόνη απέδωσε με σπάνια ένταση την τοξικότητα της ζήλιας και την αδυναμία μιας γυναίκας που βλέπει τη θέση της να καταρρέει. Η επιλογή αυτή λειτουργεί σκηνικά: αντί να εγκλωβίζει, ανοίγει το βλέμμα του θεατή στη γενικότερη ανθρώπινη συνθήκη.

Ο Γιάννης Νταλιάνης, στον ρόλο του Μενέλαου, έφερε επί σκηνής έναν ηγεμόνα μικρόψυχο, εγωκεντρικό, έτοιμο να καταπατήσει νόμους και άσυλα για να επιβάλει το θέλημά του. Αντίβαρο σε αυτή τη σκληρότητα αποτέλεσε η συγκλονιστική παρουσία του Δημήτρη Πιατά, που ερμήνευσε τον Πηλέα με τρυφερότητα, στοργή και ηθική βαρύτητα. 

Η σκηνογραφία του Σάκη Μπιρμπίλη, με το κατεστραμμένο δάπεδο σαν θρύψαλα μνήμης, έθεσε το έργο σε έναν τόπο ρημαγμένο, όπου οι ζωές σπάνε όπως οι πέτρες. Οι φωτισμοί υπογράμμισαν τη σύγκρουση ανάμεσα στη βία και την αδυναμία, ενώ η μουσική του Λόλεκ πρόσθεσε μια σύγχρονη ηχητική διάσταση που ενέτεινε το αίσθημα της απειλής. Ο χορός, αντί για παύση, λειτούργησε ως σπονδυλική στήλη της παράστασης, εκφέροντας λόγο που έσμιγε το αρχαίο με το σημερινό.

Η Ανδρομάχη της Πρωτόπαππα δεν αναβίωσε απλώς μια αρχαία τραγωδία. Την έκανε να μιλήσει με τρόπο αιχμηρό για το σήμερα, για τη βία, την εξουσία και την ανθρώπινη αντοχή. Η αντιστροφή φύλου στους ρόλους δεν ήταν αισθητικό εύρημα, αλλά εργαλείο που μετατόπισε τη συζήτηση από τη γυναικεία μοίρα στο συλλογικό δράμα του ανθρώπου απέναντι στη σκληρότητα της εξουσίας. Μέσα σ’ αυτή την ανθρώπινη τραγωδία, όπου ο Ευριπίδης χώρεσε μύθους, σκοπούς και σκοπιμότητες, ανθρώπινες κακίες και δεινά, κεντρικός στόχος παραμένει η πολυεδρική ψυχολογία του ανθρώπου. Ολοκλήρωση του στόχου αυτού είναι η κεντρική ηρωίδα, η Ανδρομάχη, που παλεύει με την ευγένεια και την ευαισθησία μέσα στα φοβερά κακά που μπορούν να βρουν τον άνθρωπο.

Πάτρα: Σήμερα το τελευταίο αντίο στον Γιάννη Μάζη

Δυτ. Ελλάδα: Θλίψη για τον ξαφνικό θάνατο 51χρονης γνωστής γιατρού

Πάτρα: Σφοδρή σύγκρουση στην Εθνική – Τούμπαρε αυτοκίνητο (ΦΩΤΟ)

Πάτρα: Επίδοξοι διαρρήκτες πιάστηκαν επ’ αυτοφώρω – Έμπαιναν σε σπίτι

Πάτρα: Απίστευτο τροχαίο πίσω από το νεκροταφείο! Τα οχήματα κατέληξαν στο πεζοδρόμιο! (ΦΩΤΟ)

Πάτρα: Έφυγε από τη ζωή ο Σάκης Γαβριλόπουλος

Πάτρα: Θρήνος για την Ελένη Σπυροπούλου – Tζέμα

Πάτρα: Γυναίκα παρασύρθηκε από ΙΧ την στιγμή που περνούσε το δρόμο – ΦΩΤΟ