Πέρα από το πολιτικό και κοινωνικό σκέλος των κινητοποιήσεων και το αν τα αιτήματα είναι δίκαια ή όχι, υπάρχει ένα σαφές νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται στους δρόμους, καθώς και ποιες ενέργειες οφείλει να κάνει η Πολιτεία μέσω της Τροχαίας και της Ελληνικής Αστυνομίας.
Ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας είναι απολύτως σαφής ως προς τη χρήση των δρόμων. Οι οδοί δημόσιας κυκλοφορίας προορίζονται αποκλειστικά για τη συνεχή και ασφαλή διέλευση οχημάτων και πεζών. Κάθε ενέργεια που παρεμποδίζει, διακόπτει ή καθιστά επικίνδυνη την κυκλοφορία θεωρείται παράνομη. Η κατάληψη δρόμων με σταθμευμένα οχήματα, αγροτικά μηχανήματα ή άλλα μέσα, χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, συνιστά σοβαρή παράβαση, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο γίνεται.
Η παρακώλυση της κυκλοφορίας αντιμετωπίζεται από τον νόμο ως πράξη που θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια. Για τον λόγο αυτό, ο Κ.Ο.Κ. προβλέπει διοικητικές κυρώσεις, όπως χρηματικά πρόστιμα, αφαίρεση πινακίδων και αδειών κυκλοφορίας, ενώ σε περιπτώσεις εκτεταμένου ή παρατεταμένου αποκλεισμού δρόμων προβλέπεται και ποινική αντιμετώπιση με βάση τη γενική ποινική νομοθεσία.
Σε καθαρά νομικό επίπεδο, τα μπλόκα που κλείνουν εθνικές οδούς ή βασικές αρτηρίες δεν θεωρούνται απλή διαμαρτυρία, αλλά αυθαίρετη κατάληψη δημόσιου χώρου. Ο νόμος δεν κάνει διάκριση ανάλογα με την επαγγελματική ή κοινωνική ιδιότητα των συμμετεχόντων. Αγρότες, επαγγελματίες ή οποιαδήποτε άλλη ομάδα πολιτών υπόκεινται στις ίδιες ακριβώς υποχρεώσεις όταν χρησιμοποιούν το οδικό δίκτυο.
Ο ρόλος της Αστυνομίας, σύμφωνα με το ισχύον πλαίσιο, δεν είναι διαπραγματευτικός αλλά εκτελεστικός. Οφείλει να διασφαλίζει την απρόσκοπτη κυκλοφορία, να προλαμβάνει την κατάληψη δρόμων και, όταν αυτή συμβεί, να επεμβαίνει άμεσα. Αυτό σημαίνει καταγραφή των παραβάσεων, βεβαίωση προστίμων, απομάκρυνση των οχημάτων που παρεμποδίζουν την κυκλοφορία και, εφόσον απαιτείται, σύλληψη των υπευθύνων στο πλαίσιο της αυτόφωρης διαδικασίας.
Στην πράξη, ωστόσο, η εφαρμογή του νόμου παραμένει επιλεκτική. Οι αρχές συχνά επιλέγουν την ανοχή ή τη διαχείριση μέσω διαλόγου, ειδικά όταν οι κινητοποιήσεις έχουν μαζικό χαρακτήρα. Αυτό δημιουργεί ένα ιδιότυπο καθεστώς εξαίρεσης, όπου ο νόμος υπάρχει αλλά δεν εφαρμόζεται πλήρως. Το αποτέλεσμα είναι η εμπέδωση της αντίληψης ότι ο αποκλεισμός δρόμων μπορεί να λειτουργεί ως μέσο πίεσης χωρίς άμεσες συνέπειες.
Η μη εφαρμογή του νόμου, όμως, έχει κόστος. Υπονομεύει την ισονομία, πλήττει την αξιοπιστία της Πολιτείας και μεταφέρει το βάρος στους πολίτες που δεν συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις αλλά υφίστανται τις συνέπειες. Παράλληλα, δημιουργεί επικίνδυνο προηγούμενο για κάθε μελλοντική μορφή διαμαρτυρίας που θα μπορούσε να επιλέξει τον ίδιο δρόμο.
Το ισχύον νομικό πλαίσιο δεν αφήνει γκρίζες ζώνες. Οι δρόμοι δεν είναι χώρος διαπραγμάτευσης αιτημάτων, αλλά υποδομή ζωτικής σημασίας για την κοινωνία και την οικονομία. Αν η Πολιτεία επιθυμεί να διασφαλίσει την ομαλή λειτουργία τους, οφείλει να εφαρμόζει τον νόμο με συνέπεια, ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους. Διαφορετικά, κάθε μπλόκο δεν αποτελεί απλώς μια κινητοποίηση, αλλά μια έμπρακτη απόδειξη ότι ο νόμος παραμένει, για ακόμη μία φορά, στα χαρτιά.
newsauto
