Κάτω Αχαΐα: Ρετρό “ταξίδι” στα παλιά καφενεία … Όταν οι γυναίκες δεν περνούσαν ούτε απ έξω! ΦΩΤΟ

Λατρεύουμε τα ρετρό “ταξίδια” στις αναμνήσεις από μια άλλη εποχή από τον Κώστα Δεληγιάννη.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον και αυτό το άρθρο του που αφορά τα καφενεία στην Κάτω Αχαΐα: 

 

“Είναι γνωστό ότι τα καφενεία στα χωριά, ήταν χώροι καθαρά ανδροκρατούμενοι και ότι οι συζητήσεις αφορούσαν τα πάντα. Ήταν μια κουβέντα μεταξύ ανδρών, που είχε τα καλά της, αλλά και τα στραβά της, αφού το υπόλοιπο μισό του κοινωνικού γίγνεσθαι, οι γυναίκες, δεν χωρούσαν. Ήταν τόσο άβατος ο χώρος του καφενείου για τις γυναίκες, που αυτές επέλεγαν να μην περάσουν ούτε καν, από τον δρόμο που βρισκόταν. Το να πηγαίνουν οι άντρες στο καφενείο, βόλευε πάρα πολύ τις παλιές νοικοκυρές, που δεν τους ήθελαν καθόλου μέσα στο σπίτι. Μάλιστα οι ίδιες είχαν βγάλει και το τσιτάτο:
“Ο άντρας στη γωνιά και ο διάβολος στην πόρτα”.
Στο χωριό μου, την Αχαγιά, υπήρχαν πολλά καφενεία και ακόμα περισσότερα, που δεν άντεχαν στο χρόνο και έκλειναν. Υπήρχαν και άλλα πάλι, που για να επιβιώσουν, οργάνωναν πανηγύρια με γνωστούς δημοτικούς τραγουδιστές, ή άλλαζαν σε καφέ-ζαχαροπλαστεία, αλλά ένα ήταν το καθαρόαιμο, καφενείο στο πέρασμα των χρόνων. Το καφενείο που είχε ο Αντρέας Καραβασίλης. Ένας άνθρωπος με έμφυτη την αίσθηση του χιούμορ, που έλεγε τα πιο σπαρταριστά αστεία, χωρίς να τον έχω θυμηθεί να γελάει ποτέ του.
Γυρίζοντας περίπου μισό αιώνα πίσω θυμάμαι, ότι το καφενείο είχε δύο χώρους. Ο ένας χώρος όταν πρωτοέμπαινες, ήταν τα ιστορικά ποδοσφαιράκια με τις μονομαχίες ζευγαριών και μερικούς που είχαν ένα απίστευτο ταλέντο να σκοράρουν από τις «τριάδες». Υπήρχαν και μερικά τραπέζια, που μπορούσαν να καθίσουν οι πελάτες, για ένα καφεδάκι, από τα χέρια του κυρ Αντρέα, που έφτιαχναν μοναδικό ελληνικό καφέ, που τότε τον λέγαμε Τούρκικο, ή για μια «τιτανομαχία» στο τάβλι, που μερικοί το έπαιζαν «μιλητό», δηλαδή ό,τι ζητούσαν από τα ζάρια, από τύχη, το έφερναν, σπάζοντας τα νεύρα στους συμπαίκτες τους.
«Τι θέλω τώρα; Μόνο πεντάρες ε;» έλεγε, κουνώντας τα ζάρια στο χέρι του και «γκραν» τις έφερνε.
Πολλές φορές το τάβλι, από αβάσταχτη αγανάκτηση, βρισκόταν πεταμένο στην πλατεία. Το μαγαζί σπάνια έκανε παρέμβαση, σε ενέργειες πελατών. Εκεί μπορούσε να κάνει ο καθένας ό,τι ήθελε.
Για πρώτη φορά είδα εκεί και τον πρώτο μηχανικό κουλοχέρη, που δεν νομίζω να υπάρχει σήμερα. Ένα μηχάνημα τοίχου, με έναν μεγάλο λεβιέ δεξιά του. Έβαζες την δραχμή στην σχισμή και τραβούσες τον λεβιέ τέρμα κάτω. Από την εκτίμηση που έχω, νομίζω ότι ήταν ένα «δραχμοβόρο» μηχάνημα, που όλο έτρωγε και «δεν μας έδινε». Θυμάμαι μόνο μια φορά, που κάποιος έπαιζε αρκετή ώρα. Του τελείωσαν όμως οι δραχμές και πήγε στο ταμείο του μαγαζιού να «χαλάσει». Εκείνη την στιγμή μπήκε ένας πελάτης μέσα, είδε αδειανό τον κουλοχέρη, έβαλε μέσα τη δραχμή του και τράβηξε τον λεβιέ, την ίδια στιγμή που ερχόταν ο προηγούμενος με τα «λιανά». Αυτό που ακολούθησε δεν περιγράφεται. Το μηχάνημα αποφάσισε εκείνη τη στιγμή να τα δώσει όλα και άρχισε να βγάζει δραχμές, γεμίζοντας το δοχείο, που είχε γι’ αυτόν τον λόγο και άρχισαν να πέφτουν κάτω, ρολάροντας σε κάθε σημείο της αίθουσας. Το σάστισμα ήταν διπλό, αλλά με αντίθετα συναισθήματα. Ο προηγούμενος για την ατυχία του και ο τελευταίος για την ανέλπιστη τύχη του, επιβεβαιώνοντας το συμπέρασμα: «Άμα σε θέλει, θα βρει τρόπο να σ’ τα δώσει».
Φυσικά σε μιαν άκρη, ήταν και το θρυλικό «τζουκ μποξ». Είχε πολύ καλό ήχο, ήταν πολύχρωμα φωτισμένο, είχε περίπου εκατό δίσκους που θα μπορούσε να παίξει, από πλάκες 45 στροφών και λειτουργούσε με αντίτιμο μία δραχμή, για κάθε τραγούδι που επέλεγε ο πελάτης. Υπήρχαν και διαστήματα, που έβαζαν τραγούδια περισσότεροι του ενός. Το μηχάνημα δεν κρατούσε ατομική σειρά των προτιμήσεων, αλλά έπαιζε όποια παραγγελία έβρισκε μπροστά του. Έτσι μετά από ένα δημοτικό, μπορούσε να ακολουθήσει ένα ξένο, μιας και υπήρχαν και λίγες τέτοιες επιλογές. Το πρόγραμμα συνεχιζόταν χωρίς να ενοχλεί κανέναν η ανομοιογενής αλληλουχία των τραγουδιών, αφού έτσι ήταν η λειτουργία του μηχανήματος και δεν μπορούσε κανείς να την αλλάξει. Οργανώνονταν μάλιστα και μικρά γλέντια, με τα χασάπικα και τα ζεϊμπέκικα να είναι πρώτα στις προτιμήσεις. Θυμάμαι ένα εκπληκτικό ζεϊμπέκικο του Βασιλάκη του Καραβασίλη, ή ακόμα ένα μικρό γλεντάκι, την παραμονή της παρουσιάσεως στο στρατό, του Κώστα του Μούστου, που χόρεψε με τον Κοκό τον Κότσαλη, ένα έξοχο χασάπικο γεμάτο λεβεντιά και νιάτα, που καλύτερο δεν έχω δει σε όλη στη ζωή μου.
Στον πιο μέσα χώρο τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά, αφού εκεί το «χαρτί» έδινε κι έπαιρνε. Φυσικό ήταν, για να έχει ενδιαφέρον το παιχνίδι, είχε και χρήμα. Εκεί μέσα ήταν παλιοί χαρτοπαίχτες, που κατά κανόνα, ήταν προληπτικοί και έκαναν διάφορα, για ν’ αλλάξει το γούρι, που δεν ερχόταν, γιατί η γκίνια έχει στρογγυλοκαθίσει δίπλα τους. Έκαναν μια στροφή γύρω από την καρέκλα τους και ξανακάθονταν, άλλαζαν τράπουλα, κάθιζαν δίπλα τους κάποιον που θεωρούσαν γουρλή και διάφορα άλλα ακόμα. Μια μέρα τον χρόνο, όπως ήταν το έθιμο, δεν ακουμπούσαν με κανένα τρόπο την τράπουλα. Ήταν η Μεγάλη Παρασκευή, που αν έμπαινες μέσα στο καφενείο, έβλεπες «κρεμασμένο», από το πατάρι, τον βαλέ. Το κλίμα έχει αποτυπώσει ανάγλυφα με τον στίχο του ο Κώστας Κινδύνης, σε ένα τραγούδι του Σταύρου Ξαρχάκου, που ερμηνεύει ο Γιάννης Πάριος:
ΓΑΡΥΦΑΛΛΑ ΓΚΡΕΝΑ
Στα καφενεία τα μουντά
μόλις και σκοτεινιάζει
παίζουν τ’ αγόρια
της μέρας τα λεφτά
τάβλι, μπιλιάρδο και χαρτιά.
Κι όπως είναι σκυφτά
στα μουντά καφενεία,
μοιάζουν να ‘ναι γυρτά.
Σιωπή κι αγωνία…
Μοιάζουν να ‘ναι γυρτά
σαν απότιστα γαρύφαλλα γκρενά.
Το χρόνο πάντα μια φορά
κρεμάνε τους βαλέδες,
κι έχουν τ’ αγόρια
μια πίκρα στη ματιά
στα καφενεία τα μουντά.
Ο κυρίαρχος των παιχνιδιών με χαρτιά τότε, ήταν το «κουμ-καν». Το παιχνίδι άρχιζε με χαμηλό «καπέλο» και όσο περνούσε ο χρόνος, γινόταν όλο και πιο «χοντρό». Κανείς δεν νοιαζόταν τι συνέβαινε στο καφενείο, αφού μέσα στους ιστορικούς χαρτοπαίχτες, ήταν και ο ιδιοκτήτης του καφενείου, ο κυρ Αντρέας.
Μια φορά, στα λίγα καθίσματα, που υπήρχαν έξω στο πεζοδρόμιο του καφενείου, κάθισε ένας πελάτης και χτύπησε «παλαμάκια» για να παραγγείλει.
– Μαγαζί, μια φασολάδα! φώναξε.
Τον άκουσε ο κυρ Αντρέας, αλλά δεν έδωσε σημασία, νομίζοντας ότι είναι ένα αστείο, από πελάτη του καφενείου και συνέχισε το κουμ καν που έπαιζε. Σε λίγο ακούστηκε πάλι ο πελάτης:
– Ρε μαγαζί, μια φασολάδα είπαμε!
Καμία απάντηση. Ο κυρ Αντρέας απτόητος συνέχισε το παιχνίδι του. Ο πελάτης όμως, είτε από άγνοια, είτε από στημένη «καζούρα» στον κυρ Αντρέα, ακούστηκε πάλι δυνατά:
– Ρε δεν υπάρχει μαγαζί; Μια φασολάδα έχω παραγγείλει!
Τότε σηκώθηκε ο κυρ Αντρέας και πήγε στον πελάτη που φώναζε, τον έπιασε από το χέρι, τον σήκωσε από την καρέκλα και τον ρώτησε:
– Γράμματα ξέρεις ρε φίλε;
– Και βέβαια ξέρω, απάντησε αυτός.
-Τότε τι γράφει εδώ; τον ρώτησε, δείχνοντάς του την ταμπέλα του μαγαζιού.
– Καφενείον Ανδρέα Καραβασίλη, διάβασε αυτός.
– Ωραίαααα! και συνέχισε γυρίζοντάς τον αντίθετα:
– Και τι γράφει η ταμπέλα απέναντι;
– Ταβέρνα.
– Ε, άντε τότε απέναντι, να μη σε στείλω εγώ μια ώρα αρχύτερα! του είπε και ξαναγύρισε στο παιχνίδι του…
Ένας άλλος πελάτης φώναξε για έναν μέτριο. Το είπε τρεις-τέσσερις φορές, δεν εμφανίστηκε κανένας αφού ο κυρ Αντρέας και ο Βασιλάκης ο γιος του, έπαιζαν σε ξεχωριστά τραπέζια, τι άλλο κουμ – καν. Ο πελάτης όπως ήταν φυσικό έφυγε, για να πιει τον καφέ του κάπου αλλού.
Μετά από ώρα ο κυρ Αντρέας ρώτησε:
-Ρε Βασιλάκη, τι έγινε μ’ αυτόν που φώναζε για καφέ;
-Έφυγε ρε πατέρα. Φαίνεται το πέρασε για καφενείο!…
Το μαγαζί ήταν υγειονομικού ενδιαφέροντος, γι’ αυτό περνούσαν και έλεγχοι προκειμένου να διαπιστώσουν αν τηρούνται οι κανόνες καθαριότητας και υγιεινής. Είχε εμφανιστεί, εν τω μεταξύ, ένα ποντίκι, που το μέγεθός του ήταν όσο μιας γάτας. Παρά τα κυνηγητά και τα φάρμακα που του έβαζαν για να το δηλητηριάσουν, εκείνο συνέχιζε απτόητο τις βόλτες του εμφανιζόμενο όποτε ήθελε, για τους δικούς του λόγους.
Έτσι μια μέρα ήρθε ο έλεγχος από το υγειονομικό. Όταν μπήκαν μέσα και έκαναν τον πρώτο έλεγχο στα χαρτιά, το ποντίκι έκανε μια περατζάδα κι εξαφανίστηκε. Λες και ήθελε μόνο να δηλώσει την παρουσία του. Γούρλωσαν τα μάτια οι υγειονομικοί και ρώτησαν:
-Τι ήταν αυτό κυρ Αντρέα μου; Δεν έχουμε ξαναδεί μεγαλύτερο ποντίκι!
-Ποιο ποντίκι ρε παιδιά; Η γατούλα μας είναι, που την έχουμε εδώ για να μας προστατεύει από τα ποντίκια…
Και άρχισε μισοσκύβοντας να κάνει την χαρακτηριστική κίνηση στα δάχτυλα, με το απαραίτητο «Ψουψουψου», δήθεν ότι φώναζε κάποιο γατάκι να βγει, για να το δει ο έλεγχος.
Αποφάσισαν λοιπόν την άμεση εξόντωση του ποντικού. Πήγαν δίπλα στο μπακάλικο του Παπαδημητρίου, πήραν ένα κομμάτι τυρί φέτα και το έβαλαν λίγο πιο μακριά από την τρύπα που έβγαινε το ποντίκι. Ο Βασιλάκης περίμενε όρθιος, με σηκωμένο το δεξί του χέρι, που κρατούσε ένα τούβλο. Αλλά το ποντίκι δεν έλεγε να βγει. Κουράστηκε ο Βασιλάκης και κατέβασε το χέρι του. Εκείνη την στιγμή ήταν, που αποφάσισε το ποντίκι να πάρει το κομμάτι της φέτας, που μάλλον του είχε «σπάσει τη μύτη». Βγήκε και με μία αστραπιαία κίνηση, πήρε το τυρί και εξαφανίστηκε, αφήνοντας τον Βασιλάκη άγαλμα, ευχαριστημένο φαντάζομαι από το υπέροχο δεκατιανό, που του έτυχε.
Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς έκλεισε το καφενείο του Καραβασίλη. Ίσως τότε που «έφυγε» από τη ζωή, ο εμβληματικός ιδιοκτήτης του. Σήμερα στην θέση του, βρίσκεται ένα καινούργιο κτήριο. Πιστεύω όμως ότι το κλίμα στο τότε καφενείο ήταν μοναδικό, γιατί μπορούσες να παίξεις από χαρτιά μέχρι κουλοχέρη. Να πειράξεις τους φίλους σου με ατάκες στο ποδοσφαιράκι και στο τάβλι. Να πιείς τον εξαίσιο Τούρκικο από τα χέρια του κυρ Αντρέα και να γλεντήσεις πίνοντας τα ποτάκια σου, μαζί με την μουσική που εσύ επέλεγες, σαν ένας DJτης στιγμής. Διαφορετικά χρόνια, που δεν ξέρω αν ήταν καλύτερα, αλλά νομίζω ότι τα σημερινά μαγαζιά του είδους, ποτέ δεν θα μπορέσουν να πλησιάσουν την απλότητα και την ευχαρίστηση, που θα ένιωθε κάποιος, στο καφενείο του Ανδρέα Καραβασίλη.
 

Πάρτι για τον Άρη, 4-2 τον Αστέρα Τρίπολης

Τέλος οι ψησταριές στα πανηγύρια, μόνο με catering

Πάτρα: Άγριο ξύλο μεταξύ ανηλίκων – Ένας 14χρονος στο νοσοκομείο

Έρευνα: Αυτές οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να έχουν απατήσει τον σύντροφό τους

Πάτρα: Χειροπέδες σε τέσσερα άτομα μετά από καταδίωξη

Αγοράζει μετοχές στην ομάδα μπάσκετ της Νάπολι ο Σακίλ Ο’ Νιλ

Greek Basketball League: Έμεινε κατηγορία το Μαρούσι, υποβιβάστηκε το Λαύριο

Αχαΐα: Άρπαξαν τσάντα με χιλιάδες ευρώ