«Γιατί δεν μπορώ να πείσω το παιδί μου να κινηθεί στα όρια που θέτω;». «Γιατί δεν μπορώ να διαχειριστώ τον θυμό του;». «Γιατί είναι θύτης ή θύμα σε ένα περιστατικό βίας;». «Γιατί δεν είναι καλή η σχέση μας;». «Επιτελώ σωστά τον ρόλο μου ως γονέας;».
Αυτές είναι μερικές μόνο από τις ερωτήσεις που θέτουν οι σημερινοί γονείς στον εαυτό τους και εμείς με τη σειρά μας απευθύναμε στη Νένη Περβανίδου, Καθηγήτρια Αναπτυξιακής και Συμπεριφορικής Παιδιατρικής ΕΚΠΑ, υπεύθυνη της «Μονάδας Αναπτυξιακής και Συμπεριφορικής Παιδιατρικής» στην A΄ Παιδιατρική Κλινική του ΕΚΠΑ, στο Χωρέμειο Ερευνητικό Εργαστήριο στο Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία».
Η κ. Περβανίδου είναι υπέρμαχος της θετικής γονεϊκότητας, μιας προσέγγισης που εστιάζει στη δημιουργία ενός υγιούς περιβάλλοντος για τα παιδιά, προάγοντας την ανάπτυξή τους χωρίς βία (σωματική, λεκτική) και με έμφαση στην ενθάρρυνση, την κατανόηση, την επικοινωνία, τα σαφή όρια. Η ίδια έχει επιμεληθεί προγράμματα και οδηγούς εκπαίδευσης γονέων στη θετική γονεϊκότητα.
Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε συχνά σοβαρά περιστατικά βίας ανάμεσα σε ανηλίκους. Πώς φτάνει ένας έφηβος να εκδηλώσει πολύ βίαιη συμπεριφορά;
Η αλήθεια είναι πως υπάρχουν περιπτώσεις νεανικής επιθετικότητας και παραβατικότητας ακραίες, πιο ειδικές. Αυτές οι περιπτώσεις υπήρχαν πάντα. Είναι δύσκολα επεισόδια βίας που τα βλέπουμε να συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο. Σε κάποιες περιπτώσεις σχετίζονται με ψυχικές δυσκολίες, δηλαδή με παιδιά που μπορεί να πάσχουν από μία ψυχική διαταραχή με αποτέλεσμα να έχουν κάποιες μη ρεαλιστικές ιδέες για την πραγματικότητα.
Σε κάποια παιδιά δεν υπάρχει εγγενώς η ηθική εμπλοκή, επικρατεί μια «εν ψυχρώ λογική». Δεν έχουν δηλαδή ηθικό φίλτρο.
Σε κάθε περίπτωση, για να οδηγηθεί ένα παιδί σε ακραίες πράξεις βίας συνυπάρχουν πολλοί και ισχυροί παράγοντες.
Υπάρχει η γενετική προδιάθεση για τη βία, υπάρχουν και περιβαλλοντικοί παράγοντες, με ισχυρότερο φυσικά την οικογένεια. Ενα παιδί που μεγαλώνει σε οικογένεια με δυσκολίες, κοινωνικές ή οικονομικές, σε οικογένεια που εκδηλώνει κακοποιητικές συμπεριφορές, που εκθέτει ένα παιδί σε τραύμα και σε ένα περιβάλλον με ανεπαρκή φροντίδα, με παραμέληση, τότε όλα αυτά δρουν αρνητικά για τον ψυχισμό του. Η βίαιη συμπεριφορά είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων. Δεν είναι αποτέλεσμα μόνο ανατροφής ή κακής παιδικής ηλικίας.

Η κυρία Νένη Περβανίδου, Καθηγήτρια Αναπτυξιακής και Συμπεριφορικής Παιδιατρικής ΕΚΠΑ
Τα παιδιά με ευερεθιστότητα και πιο δύσκολες συμπεριφορές εμφανίζουν αυτά τα στοιχεία από πολύ νωρίς και όχι ξαφνικά στην εφηβεία. Για να φτάσουμε σε έναν έφηβο που είναι μονίμως θυμωμένος, είναι πολύ πιθανό αυτός ο έφηβος ως παιδί να ήταν συχνά θυμωμένο. Και δεν μιλάμε για τις κρίσεις θυμού που είναι στο πλαίσιο του αναμενόμενου για τα παιδιά έως δύο ετών.
Το σημαντικό που πρέπει να γνωρίζουμε είναι πως κάθε περίπτωση είναι εξατομικευμένη. Το βλέπουμε αυτό πολύ χαρακτηριστικά στα αδέλφια μιας οικογένειας. Μπορεί να δεις ένα πολύ κακό μοντέλο γονεϊκότητας και το ένα παιδί να έχει θετικές προσαρμογές και το άλλο όχι. Εχει μεγάλη σημασία το πως γεννιέσαι, το ιδιοσυγκρασιακό στοιχείο.
Αν ένα παιδί έχει αυτή τα χαρακτηριστικά από τη φύση του και ταυτόχρονα μεγαλώνει σε αρνητικό περιβάλλον τότε το μείγμα γίνεται εκρηκτικό.
Αναφέρατε το τραύμα. Πώς λειτουργεί αυτό στον ψυχισμό και στη συμπεριφορά ενός παιδιού;
Η έκθεση στο τραύμα στην παιδική ηλικία προκαλεί αρνητικές συνέπειες και στη ψυχική υγεία και στη σωματική υγεία. Στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγεί σε μία ανθεκτικότητα απέναντι στη βία.
Η κοινωνία των ενηλίκων δεν δίνει πατήματα για να αναπτύξουν τα παιδιά βίαιες συμπεριφορές;
Είναι αναντίρρητο πως παγκοσμίως υπάρχει αυξημένη έκθεση των παιδιών στη βία. Πάνω από τα μισά παιδιά εκτίθενται σε βία, είτε ζωντανά, στο σχολείο, είτε μέσα από τα social media και τις οθόνες. Η βία στις οθόνες και ειδικά στα games παίζει έναν πολύ αρνητικό ρόλο και αυτό γιατί δημιουργεί μια κακή επίγνωση της πραγματικότητας. Αν το παιδί βλέπει και ξαναβλέπει βίαιο περιεχόμενο, τότε στο τέλος αυτό κανονικοποιείται. Κανονικοποιείται η βία.
Δυστυχώς, η έκθεση σε πολύ βίαιο περιεχόμενο αφορά και παιδιά πολύ μικρής ηλικίας. Πολλές φορές έρχονται στο ιατρείο μας παιδιά και το μόνο που συζητούν είναι ιστορίες από βιντεοπαιχνίδια,με πυροβολισμούς κ.τ.λ. Μου κάνει τρομερή εντύπωση. Εσύ προσπαθείς να κάνεις μια συζήτηση γνωριμίας πριν αξιολογήσεις το παιδί και στην ερώτηση «πως περνάς τον ελεύθερο χρόνο σου;», απαντά: «μου αρέσει πολύ να παίζω αυτό βιντεοπαιχνίδι- γίνεται εκείνο, γίνεται το άλλο…». Η κουβέντα μονοπωλείται γύρω από αυτό.
Οι γονείς δεν έχουν επίγνωση του παραπάνω μηχανισμού που περιγράφετε;
Στο ιατρείο μου βλέπω συχνά παιδιά των οποίων οι γονείς βρίσκονται όλη μέρα στην εργασία τους. Είναι πολύ απασχολημένοι, εργάζονται πολλές ώρες, είναι πολύ εστιασμένοι στη δουλειά τους. Το αποτέλεσμα είναι τα παιδιά να μην έχουν πάντα την κατάλληλη επίβλεψη. Και παρότι οι γονείς δεν επιθυμούν την τόσο μεγάλη έκθεση των παιδιών τους στις οθόνες, τελικά αυτό συμβαίνει.
Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να τοποθετήσουμε αρνητικά στον συσχετισμό τις εργαζόμενες μητέρες. Αυτό ήταν ένα απαραίτητο κοινωνικό βήμα που έπρεπε να γίνει. Και είναι θετικό που οι πατεράδες συμμετέχουν σήμερα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν στο μεγάλωμα των παιδιών τους.
Προσωπικά, έχω λείψει πολλές ώρες από τα παιδιά μου. Από την άλλη είναι μια πραγματικότητα: τα σημερινά παιδιά παραμένουν πολλές ώρες χωρίς επίβλεψη και αυτό ξεκινά από την πολύ μικρή ηλικία. Είναι πολλές ώρες με άλλους ανθρώπους- συγγενείς και νταντάδες. Και έτσι είναι δύσκολο για τους γονείς να κρατήσουν την επαφή και να ανταποκριθούν στους ρόλους τους.
Χάνεται η ουσιαστική επαφή, η ουσιαστική επικοινωνία. Και αυτό δεν έχει να κάνει με την ποσότητα του χρόνου.

Αλλά με την ποιότητα όπως συχνά ακούμε να λέγεται;
Εχει να κάνει με τη διαθεσιμότητα, τη διαθεσιμότητα ενός γονέα στις ανάγκες του παιδιού. Το παιδί χρειάζεται τον σταθερό δεσμό με τον γονέα, θέλει να αισθάνεται ότι ο γονέας είναι εκεί.
Πολλοί γονείς δεν αναπτύσσουν τόσο ουσιαστική σχέση με τα παιδιά τους. Δυστυχώς σε κάποιες περιπτώσεις δεν υπάρχει ποιοτικός χρόνος, ακόμα και όταν υποτίθεται πως ο γονέας τον παρέχει. Βλέπω πολλούς γονείς που ακόμα και όταν είναι με το παιδί τους, τελικά επικρατεί η διαλείπουσα επικοινωνία.
Αν είμαι με το παιδί μισή ώρα και αυτή τη μισή ώρα που υποτίθεται πως θα παίξω μαζί του, εγώ ταυτόχρονα απαντάω σε μηνύματα, mail και στο τηλέφωνο, η διαθεσιμότητα μου διακόπτεται. Το παιδί δεν παίρνει στο τέλος αυτό που πρέπει να πάρει από τον γονέα. Ειδικά στις μικρές ηλικίες όπου απαιτούνται κοινωνικά, συναισθηματικά κι εκπαιδευτικά ερεθίσματα από το περιβάλλον, να μιλάς μαζί του, να του τραγουδάς, να πηγαίνετε βόλτες, αυτό έχει αρνητικά αποτελέσματα.
Πώς μπορεί ένας γονέας να «νικήσει» την εκδήλωση της βίας ή άλλων αρνητικών συμπεριφορών;
Ο ένας άξονας αφορά την ουσιαστική αλληλεπίδραση, όχι μέσα από την κατήχηση, αλλά μέσα από το προσωπικό παράδειγμα. Δεν μπορείς κάτι να το διδάξεις αν δεν το εφαρμόζεις ο ίδιος. Κάτι που θα συμβεί στη δική σου ζωή και το παιδί θα το δει από εσένα, θα το κάνει και το ίδιο, ακόμα και αν εσύ διδάσκεις στα λόγια κάτι άλλο
Ενας γονέας που κατανοεί, που προάγει την ενσυναίσθηση μέσα από καθημερινά παραδείγματα δικά του, που σε κάθε ευκαιρία μαθαίνει στο παιδί ότι πρέπει να σκέφτεται και την άλλη πλευρά, που μαθαίνει στο παιδί του ότι κάποιες συμπεριφορές μπορεί να πληγώνουν τους άλλους, προάγει τη θετική συμπεριφορά του παιδιού.
Τα παιδιά έχουν κεραίες από τις πολύ μικρές ηλικίες όσον αφορά την προσωπικότητα του γονέα.
Ο δεύτερος άξονας είναι η θετική πειθαρχία. Τα όρια και η επίβλεψη. Αυτό χρειάζεται ένας γονέας να το εφαρμόζει από την παιδική ηλικία. Αν φτάσεις στην εφηβεία χωρίς αυτόν τον διπλό άξονα είναι πολύ πιο δύσκολο να το εφαρμόσεις τότε γιατί αφενός το παιδί δεν έχει ενσωματώσει τις σωστές συμπεριφορές και τις κοινωνικές δεξιότητες που τις κατακτά σε πιο μικρή ηλικία και αφετέρου κάνει την εμφάνιση της η πρόκληση της εφηβείας. Μια περίοδος με πολύ γρήγορες αλλαγές που συντελούνται στον εγκέφαλο και στο σώμα, μια περίοδος με τάση για μεγαλύτερη παρορμητικότητα, για αμφισβήτηση.
Αν δεν έχεις βάλει θεμέλια στην παιδική ηλικία τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Οσο πιο έγκαιρα καλλιεργήσεις τον διπλό άξονα τόσο πιο εύκολα θα μπορείς να διαχειριστείς ένα παιδί.
Και πρέπει να θέτεις το πλαίσιο με έναν θετικό τρόπο- στο ένα χέρι είναι η επιβράβευση και στο άλλο η στέρηση προνομίων όταν αυτό απαιτείται λόγω μιας αρνητικής ή λανθασμένης συμπεριφοράς. Κι αυτό πρέπει ένας γονέας να το χειρίζεται με ισορροπημένο τρόπο.

Οι πιο παλιές γενιές γονέων συχνά προσάπτουν στους νεότερους γονείς ότι δεν ξέρουν πως να βάζουν όρια.
Πιθανώς να έχει κάποια βάση αυτό. Και ίσως ένας λόγος που να συμβαίνει αυτό να είναι γιατί οι γονείς προσπαθούν να επιβιώσουν και να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της καθημερινότητας ως άτομα και ταυτόχρονα να υπηρετήσουν και τον γονεϊκό τους ρόλο. Αυτή η ισορροπία σήμερα έχει γίνει πολύ δύσκολη.
Ποιες είναι οι λάθος αντιλήψεις που έχουν οι σημερινοί γονείς;
Πολλοί γονείς αισθάνονται πως τα παιδιά τους πρέπει να μεγαλώσουν… αυτόματα, όπως φυτρώνουν τα λουλούδια, για να το εκφράσω έτσι λίγο σχηματικά. Αισθάνομαι πως πολλές φορές δεν έχουν καλή συναίσθηση του ρόλου τους. Και είναι σημαντικό να γνωρίζουν πως σε πολλές περιπτώσεις πρέπει και οι ίδιοι να κάνουν κάποιες αλλαγές στον εαυτό τους για να προσαρμοστούν στα παιδιά τους.
Βλέπω παιδιά που έρχονται στο ιατρείο για αναπτυξιακές δυσκολίες- από κρίσεις θυμού μέχρι μαθησιακές διαταραχές. Πολλοί γονείς απευθύνονται αμέσως στον λογοθεραπευτή, στον εργοθεραπευτή, στον παιδοψυχολόγο και αυτό είναι σωστό.
Ομως, αυτό που τους είναι πιο δύσκολο είναι να προχωρήσουν στις αλλαγές που απαιτείται να κάνουν οι ίδιοι. Τους φαίνεται δύσκολο να αλλάξουν δικά τους χαρακτηριστικά.
Η γονεϊκότητα απαιτεί προσαρμογές. Πολλοί γονείς έχουν προσαρμόσει τον εαυτό τους περισσότερο στο επάγγελμα ή στις απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής και δεν έχουν τη διαθεσιμότητα να κάνουν τις απαιτούμενες προσαρμογές στον εαυτό τους.

Μπορείτε να μας δώσετε ένα παράδειγμα;
Υπάρχουν παιδιά που όπως συχνά το περιγράφουμε «μεγαλώνουν μόνα τους», παιδιά που εξελίσσονται με πιο χαλαρό τρόπο και υπάρχουν και αρκετά παιδιά με μικρότερες ή μεγαλύτερες αναπτυξιακές, συμπεριφορικές και συναισθηματικές δυσκολίες. Για παράδειγμα, ένα παιδί με κρίσεις θυμού, που χτυπάει άλλα παιδιά η εκσφενδονίζει αντικείμενα στον θυμό του, απαιτεί αλλαγές στη συμπεριφορά του γονέα.
Συχνά οι γονείς επισκέπτονται κατεπειγόντως τον παιδοψυχολόγο και τον εργοθεραπευτή και στη συνέχεια αναρωτιούνται: «γιατί το παιδί δεν αλλάζει;» Δεν γίνεται το παιδί να έχει κρίση θυμού και εσύ να φωνάζεις από πάνω του. Είναι σαν του μαθαίνεις ότι ο θυμός λύνεται με τον θυμό. Δεν είναι εύκολο. Στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο να προσαρμοστείς, όμως αυτός είναι ο μόνος δρόμος.
Υπάρχει τελικά ….εγχειρίδιο χρήσης για σύγχρονους γονείς;
Υπάρχουν τα προγράμματα εκπαίδευσης γονέων τα οποία βοηθούν. Μέσα από έναν συγκεκριμένο αριθμό συνεδριών οι γονείς μαθαίνουν συγκεκριμένες τεχνικές, όπως το time out ή οι θετικές αμοιβές, τα οποία τους βοηθούν να αντιμετωπίσουν μια σειρά από ζητήματα στα παιδιά προσχολικής αγωγής.
Οταν αναφέρω αυτές τις τεχνικές και τα προγράμματα, πολλοί γονείς με ρωτούν: «αυτά μπορεί να τα κάνει η γιαγιά; Μπορεί να τα κάνει η νταντά;»
Ή ακούω να λένε: «το παιδί συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο γιατί δεν το φροντίζει καλά η νταντά». Μετατοπίζουν την ευθύνη σε άλλους.

Αλλο ένα στοιχείο που βρίσκουν λάθος οι παλιότερες γενιές γονέων στις σημερινές είναι η παροχή πολλών υλικών αγαθών στα σημερινά παιδιά. Οτι οι γονείς τους δίνουν ο, τι ζητούν
Κι αυτό είναι αληθές σε έναν βαθμό. Το να μαθαίνεις όμως ένα παιδί πως μπορεί να τα έχει όλα και όλα είναι εύκολα διαθέσιμα είναι κάτι που θα φέρει απογοητεύσεις όταν το παιδί ενηλικιωθεί γιατί στην ενήλικη, πραγματική ζωή δεν ισχύει πως θα τα έχεις όλα. Γι’ αυτό απαιτεί προσοχή και εκπαίδευση στον τρόπο που ένας γονέας χειρίζεται τα δώρα και τις αμοιβές.
Για να επιστρέψουμε λίγο στο θέμα της βίας στα παιδιά και στους εφήβους πώς θεωρείτε ότι αντιμετωπίζει σήμερα το θέμα η κοινωνία; Εχουμε καλή απόκριση;
Καταρχάς πρέπει να πούμε ότι οι μορφές της βίας είναι πολλές και όχι μόνο τα πολύ βίαια επεισόδια που παρακολουθούμε στην επικαιρότητα. Υπάρχει η λεκτική κακοποίηση, η συναισθηματική κακοποίηση, η απομόνωση ενός παιδιού από τους συμμαθητές του. Δεν μπορείς εύκολα να τις ανακαλύψεις αυτές τις μορφές βίας.
Πολλές φορές τις ανακαλύπτουμε καθυστερημένα στο σπίτι και στο σχολείο.
Το προβληματικό είναι πως πολλοί γονείς θυμώνουν όταν το σχολείο εντοπίσει μια επιθετική ή προβληματική συμπεριφορά και το αναφέρει στους γονείς. Οταν για παράδειγμα πει: «το παιδί σας χτυπάει άλλα παιδιά» και οι γονείς θυμώσουν. Δηλαδή όχι μόνο δεν αφουγκράζονται το πρόβλημα, αλλά μπορεί να κατηγορήσουν και το σχολείο.
Εχουμε λοιπόν τους γονείς που πρέπει να έχουν ρόλο και ευθύνη, έχουμε και τους εκπαιδευτικούς που είναι εκ των πραγμάτων ευαισθητοποιημένοι αλλά πρέπει τα εργαλεία που έχουν στη διάθεση τους να γίνουν πιο πολλά και ολοκληρωμένα. Και φυσικά είναι και ένα θέμα οι κοινωνικές υπηρεσίες και πόσο καλά δουλεύουν.

Με την ιδιότητα της αναπτυξιακής παιδίατρου που έχετε ήθελα να σας ρωτήσω και αν όλες αυτές οι πολλές διαγνώσεις που υπάρχουν σήμερα για ΔΕΠΥ(Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας) και μαθησιακές διαταραχές ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Υπάρχει μια κριτική ότι συχνά υπάρχει υπέρ διάγνωση.
Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν πως η ΔΕΠΥ παγκοσμίως αφορά το 5% με 8% του πληθυσμού. Πρόκειται για το πιο συχνό νευροαναπτυξιακό πρόβλημα στα παιδιά. Η αλήθεια είναι πως υπάρχει μεγαλύτερη ταυτοποίηση και αναγνώριση αυτών των διαταραχών στην εποχή μας. Την ίδια στιγμή, η αύξηση των διαγνώσεων σχετίζεται και με τη ζήτηση.
Επίσης, η αύξηση των διαγνώσεων για ΔΕΠΥ είναι και θέμα ευαισθητοποίησης και αναγνώρισης. Είναι καλό να υπάρχει αναγνώριση των μαθησιακών διαταραχών και των άλλων δυσκολίων. Ο λόγος που το κάνουμε είναι για να συνδεθούν αυτές με κοινωνικές υπηρεσίες της πολιτείας.
Στον αυτισμό όμως, είναι πιθανόν να υπάρχει μια πραγματική αύξηση των ποσοστών. Μελέτες από τα ίδια ερευνητικά-διαγνωστικά κέντρα στις ΗΠΑ δείχνουν πως από την αναλογία 1 παιδί με αυτισμό στα 150 μέσα σε 10-15 χρόνια φτάσαμε στην αναλογία 1 προς 36.
Να τονίσουμε πως χαρακτηριστικά ΔΕΠΥ και αυτισμού ενυπάρχουν σε όλα τα άτομα. Ακολουθούν την κανονική κατανομή, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με την χοληστερίνη ή το βάρος. Κάποιος έχει παχυσαρκία και βρίσκεται στο ένα άκρο και κάποιος έχει νευρική ανορεξία και βρίσκεται στο άλλο.
Εν ολίγοις, τη διάγνωση για αυτισμό ή ΔΕΠΥ τη δίνουμε στο άτομο που σταματάει να είναι λειτουργικός/ή λόγω της ΔΕΠΥ ή του αυτισμού. Δημιουργείται πρόβλημα; Δημιουργείται εμπόδιο στη ζωή του ατόμου; Τότε ναι, μπορούμε να συζητήσουμε τη διάγνωση.
Να πούμε σε αυτό το σημείο πως οι Ελληνες γονείς δίνουν πολύ μεγάλη έμφαση στην απόδοση των παιδιών τους στο σχολείο σε σχέση με άλλες χώρες. Η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να κυνηγάει και να θαυμάζει την αριστεία και να δίνει μικρότερη βαρύτητα στα soft skills όπως η δημιουργικότητα ή η ενσυναίθσηση. Αν εμφανιστεί κάποιο ζήτημα απόδοσης στο σχολείο, αμέσως οι γονείς αναρωτιούνται; «Μήπως το παιδί έχει ΔΕΠΥ; Μήπως έχει μαθησιακή διαταραχή;». Υπάρχει ένα αυτόματο άγχος των γονιών.
