Του Θέμη Μπάκα*
Η στεγαστική κρίση στην Ελλάδα δεν είναι πια μια «δύσκολη συγκυρία» που θα ξεπεραστεί από μόνη της. Είναι ένα βαθύ, διαρθρωτικό πρόβλημα, αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών και παραλείψεων ετών, που σήμερα συνθλίβει νοικοκυριά, νέους ανθρώπους, εργαζόμενους, αλλά και εκείνους που κρατούν όρθιο το Δημόσιο: εκπαιδευτικούς, γιατρούς, νοσηλευτές.
Η κατοικία, από βασικό κοινωνικό δικαίωμα, μετατρέπεται σταδιακά σε προνόμιο για λίγους. Κάθε νέα κυβερνητική εξαγγελία για τη στέγαση γεννά εύλογες προσδοκίες. Όμως, η κοινωνία έχει πια μάθει να μην κρίνει από τις ανακοινώσεις, αλλά από το vαποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα μετριέται με ένα απλό, αμείλικτο, ερώτημα: μπαίνουν περισσότερες κατοικίες στην αγορά, σε τιμές που μπορεί να αντέξει ο κόσμος; Δυστυχώς, μέχρι σήμερα, η απάντηση είναι αρνητική.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να «κερδίσει» πίστωση χρόνου. Όμως, η στεγαστική κρίση δεν περιμένει. Κάθε μήνας καθυστέρησης σημαίνει ότι νέοι άνθρωποι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, οικογένειες μετακινούνται διαρκώς, δημόσιοι λειτουργοί αδυνατούν να ζήσουν εκεί όπου εργάζονται.
Τα δισεκατομμύρια που δαπανήθηκαν
και η επιδείνωση όλων των δεικτών
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά η συζήτηση για τα νέα μέτρα αν συνυπολογιστεί ένα κρίσιμο στοιχείο που συστηματικά αποσιωπάται από τον δημόσιο διάλογο: από το 2019 έως σήμερα η κυβέρνηση έχει δαπανήσει περίπου 6,5 δισ. ευρώ για τη στέγαση, μέσω ενός ευρέος πλέγματος 43 διαφορετικών στεγαστικών πολιτικών
και παρεμβάσεων.
Κι όμως, παρά αυτό το πρωτοφανές δημοσιονομικό αποτύπωμα, όλοι οι βασικοί δείκτες καταγράφουν επιδείνωση. Τα στοιχεία, τόσο της Eurostat όσο και της ΕΛΣΤΑΤ, δείχνουν μια ραγδαία αύξηση του κόστους στέγασης, τόσο στην αγορά κατοικίας όσο και στα ενοίκια.
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται πλέον στις χώρες με τη μεγαλύτερη επιβάρυνση στέγασης ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος, ιδίως για τα χαμηλά και μεσαία στρώματα.
Την ίδια ώρα, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις επαναλαμβανόμενες εκθέσεις τους, περιγράφουν με σαφήνεια:
∙ πού εντοπίζεται το πρόβλημα,
∙ ποια μέτρα είναι αποτελεσματικά,
∙ και προς ποια κατεύθυνση πρέπει να στραφεί η στεγαστική πολιτική: ενίσχυση της προσφοράς, κοινωνική κατοικία, στοχευμένες παρεμβάσεις και πραγματικά δεδομένα αγοράς.
Κι όμως, η κυβέρνηση δείχνει να μην ακούει. Ή, χειρότερα, να έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά οι πολίτες.
Όταν δαπανώνται 6,5 δισ. ευρώ και το αποτέλεσμα είναι η επιδείνωση όλων των δεικτών, τότε το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη πόρων. Είναι οι πολιτικές επιλογές.
Αν πράγματι έχουν δαπανηθεί δισεκατομμύρια χωρίς καμία ουσιαστική ανακούφιση για τους ενοικιαστές και τους νέους ανθρώπους, τότε η κυβέρνηση οφείλει να ανησυχήσει σοβαρά – όχι για την επικοινωνιακή διαχείριση του προβλήματος, αλλά για την αποτελεσματικότητα και τη στόχευση των αποφάσεων της.
1. Ανακαίνιση κλειστών κατοικιών: καλή
πρόθεση, κοινωνικά περιορισμένο αποτέλεσμα
Το πρόγραμμα ανακαίνισης κλειστών κατοικιών παρουσιάζεται ως κεντρικός πυλώνας της κυβερνητικής πολιτικής. Προβλέπει επιδότηση έως 90% του κόστους, με συνολικό προϋπολογισμό 400 εκατ. ευρώ και στόχο την επανένταξη 30.000-35.000 κατοικιών στην αγορά.
Όμως, πίσω από τους αριθμούς κρύβεται μια σκληρή πραγματικότητα. Αν ο προϋπολογισμός επιμεριστεί στα ακίνητα που ανακοινώνονται, η μέση επιδότηση δεν ξεπερνά τις 11.000-13.000 ευρώ ανά κατοικία. Ποσό που απέχει δραματικά από το κόστος μιας πραγματικής ανακαίνισης κατοικιών 45-55 ετών, δηλαδή της συντριπτικής πλειονότητας του αστικού αποθέματος.
Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι με 300€/τ.μ. δεν ανακαινίζεται αξιοπρεπώς ένα σπίτι της δεκαετίας του ’70. Γνωρίζει, επίσης, ότι απαιτούνται πλήρεις αντικαταστάσεις υποδομών, ενεργειακές παρεμβάσεις και συχνά δομικές ενισχύσεις. Παρ’ όλα αυτά, επιλέγει να παρουσιάζει το μέτρο ως γενναία κοινωνική παρέμβαση.
Ακόμη πιο αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία του ΤΕΚΕ: το 71% των καταθετών διαθέτει λιγότερα από 1.000 ευρώ, ενώ σχεδόν οι μισές καταθέσεις ανήκουν στο 0,8% του πληθυσμού. Με απλά λόγια, το πρόγραμμα δεν απευθύνεται στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, αλλά σε όσους ήδη διαθέτουν κεφάλαιο.
Χωρίς δεσμεύσεις για επίπεδα ενοικίων, χωρίς γεωγραφική στόχευση και χωρίς υποχρεωτική μακροχρόνια μίσθωση, το μέτρο κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια επιδότηση ιδιωτικής περιουσίας και όχι σε μια πολιτική προσιτής στέγης.
Η σύγκριση με την Κύπρο είναι αμείλικτη: εκεί η επιδότηση συνδέεται με συγκεκριμένη μείωση ενοικίου και υποχρεωτική κοινωνική ανταπόδοση. Στην Ελλάδα, αυτό απουσιάζει.
2. Δύο ενοίκια τον χρόνο: στήριξη με
λάθος δεδομένα και άδικους αποκλεισμούς
Η επιστροφή δύο ενοικίων σε περίπου 50.000 εκπαιδευτικούς, γιατρούς και νοσηλευτές παρουσιάζεται ως κοινωνική πολιτική. Όμως, στηρίζεται σε μια θεμελιώδη στρέβλωση: την αποδοχή ότι το μέσο ενοίκιο στην Ελλάδα είναι 250 ευρώ.
Η ίδια η κυβέρνηση γνωρίζει ότι αυτό δεν ισχύει. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός το έχει παραδεχθεί δημόσια. Κι όμως, πάνω σε αυτό το μη ρεαλιστικό δεδομένο σχεδιάζονται πολιτικές.
Ακόμη πιο προκλητικός είναι ο αποκλεισμός όσων υπηρετούν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, δηλαδή εκεί όπου η στεγαστική κρίση είναι εντονότερη. Εκεί όπου τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί, αλλά οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι.
Όταν η Ευρώπη προειδοποιεί και
η κυβέρνηση επιμένει (ECOFIN 2025)
Η κριτική στα κυβερνητικά μέτρα δεν αποτελεί ιδεολογική εμμονή ούτε ελληνική ιδιαιτερότητα. Επιβεβαιώνεται πλέον θεσμικά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στο πλαίσιο του ECOFIN 2025, η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προειδοποιεί με σαφήνεια ότι: πολιτικές που ενισχύουν αποκλειστικά τη ζήτηση, όπως επιδοτήσεις ενοικίων ή στεγαστικών δανείων, οδηγούν σε περαιτέρω άνοδο των τιμών, ενώ οι χώρες που κατάφεραν να συγκρατήσουν το κόστος στέγασης το έπραξαν μέσα από δομικές παρεμβάσεις, όπως:
*αύξηση της παραγωγής νέων κατοικιών,
*ενίσχυση του κοινωνικού αποθέματος στέγης,
*ταχεία και απλοποιημένη αδειοδότηση,
*σύγχρονο και λειτουργικό χωροταξικό σχεδιασμό.
Με άλλα λόγια, η Κομισιόν λέει αυτό που βιώνουν καθημερινά οι πολίτες: όταν ρίχνεις χρήμα στην αγορά χωρίς να αυξάνεις τα σπίτια, απλώς, ανεβάζεις τις τιμές.
Κι όμως, η κυβερνητική πολιτική – με χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρόγραμμα «Σπίτι Μου 2», «Σπίτι Μου 1» , επιστροφή ενοικίου – επιμένει ακριβώς σε αυτή τη λογική. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν περιλαμβάνει καμία ουσιαστική παρέμβαση στην προσφορά κατοικίας.
Δεν δημιουργεί νέο στεγαστικό απόθεμα, δεν ενισχύει την κοινωνική κατοικία, δεν απελευθερώνει γρήγορα και μαζικά κλειστά ή δημόσια ακίνητα με κοινωνικούς όρους.
Κι αυτή δεν είναι, απλώς, μια αδυναμία σχεδιασμού. Είναι η ρίζα του προβλήματος. Όσο η κυβέρνηση επιλέγει να στηρίζει τη ζήτηση χωρίς να αυξάνει την προσφορά, τόσο θα επιδοτεί – έμμεσα ή άμεσα – την άνοδο των τιμών, κυρίως εις βάρος των ενοικιαστών και των νέων ανθρώπων.
Η Ευρώπη προειδοποιεί. Οι θεσμοί καταγράφουν. Η κοινωνία πιέζεται. Και η κυβέρνηση επιμένει σε μια συνταγή που έχει ήδη αποτύχει.
3. Δημόσια κτίρια: εξαγγελίες χωρίς χρονοδιάγραμμα
Η μετατροπή δημοτικών και κρατικών κτιρίων σε κατοικίες εξαγγέλλεται εδώ και χρόνια. Χωρίς αριθμούς. Χωρίς χρονοδιάγραμμα. Χωρίς δεσμευτικούς στόχους. Χωρίς όλα αυτά, το μέτρο παραμένει ευχολόγιο και όχι πολιτική.
4. Βραχυχρόνια μίσθωση: Οι κυβερνητικές
παρεμβάσεις είναι αναποτελεσματικές
Οι περιορισμοί εφαρμόστηκαν με καθυστέρηση, οδηγώντας σε προεξόφληση της απαγόρευσης και αύξηση των Airbnb. Παράλληλα, 860 εκατ. ευρώ δημοσίων εσόδων δεν κατευθύνονται σε κοινωνική κατοικία, φοιτητικές εστίες ή δημόσια οικιστικά προγράμματα.
5. «Προσιτή στέγη» χωρίς ορισμό,
επενδύσεις χωρίς κοινωνική εγγύηση
Η κυβέρνηση μιλά για προσιτή στέγη χωρίς να ορίζει τι σημαίνει. Και όταν δεν ορίζεις, αφήνεις χώρο στην αγορά – όχι στην κοινωνία. Τα φορολογικά κίνητρα ευνοούν επενδυτές, όχι απαραίτητα ενοικιαστές, νέους ανθρώπους και οικογένειες που αναζητούν στέγη.
Η στεγαστική κρίση δεν θα λυθεί με αποσπασματικά μέτρα, με λανθασμένα δεδομένα και με πολιτικές που φοβούνται να συγκρουστούν με την αγορά.
Χρειάζεται αλήθεια στα ενοίκια, σαφή ορισμό της προσιτής στέγης, δεσμεύσεις για τιμές και περιοχές και – κυρίως – μια μαζική αύξηση της προσφοράς κατοικίας.
Πάνω απ’ όλα, όμως, χρειάζεται μια καθαρή πολιτική επιλογή: η κατοικία να αντιμετωπιστεί πρώτα ως κοινωνικό δικαίωμα, όχι ως επενδυτικό προϊόν.
ΣΣ: Ο Θέμης Μπάκας είναι πολιτευτής Αχαΐας
