Μείωση του ελληνικού χρέους την επόμενη πενταετία προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στη νέα του έκθεση Fiscal Monitor.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το χρέος της Ελλάδας θα υποχωρήσει από 146,7% του ΑΕΠ το 2025 στο 130,2% το 2030, σημειώνοντας πτώση σχεδόν 17 ποσοστιαίων μονάδων μέσα σε πέντε χρόνια και με συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα κάθε χρόνο.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα προβλέπεται να διαμορφωθούν στο 3,2% του ΑΕΠ το 2025, σημαντικά χαμηλότερα από την εκτίμηση της ελληνικής κυβέρνησης για 3,6%, ενώ για το 2026 ο πήχης τοποθετείται στο 2,3%, έναντι 2,8% που προβλέπει η Αθήνα. Σταδιακά, τα πλεονάσματα αναμένεται να διαμορφωθούν στο 1,8% του ΑΕΠ για το 2027 και το 2028, να αυξηθούν οριακά στο 1,9% το 2029, και να καταλήξουν στο 2% του ΑΕΠ το 2030.
Όσον αφορά το συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο, το ΔΝΤ προβλέπει ισορροπία το 2025, με μηδενικό έλλειμμα, και ήπια επιδείνωση τα επόμενα χρόνια, με το ισοζύγιο να διαμορφώνεται γύρω στο – 1,4% του ΑΕΠ από το 2027 και μετά. Το Ταμείο σημειώνει ότι τα μικρά αυτά ελλείμματα δεν ανατρέπουν τη συνολική δημοσιονομική εικόνα και σχετίζονται κυρίως με την αύξηση των δαπανών για ανάπτυξη και κοινωνική στήριξη.
Τα έσοδα, σύμφωνα με το ΔΝΤ, προβλέπεται να υποχωρήσουν σταδιακά στο 46,8% του ΑΕΠ το 2030, από 49,8% που είναι τώρα πιθανόν ως αποτέλεσμα περαιτέρω μειώσεων φόρων.
Οι δαπάνες αναμένεται να ακολουθήσουν παρόμοια πορεία, αυξανόμενες στο 50,8% του ΑΕΠ το 2026 και μειούμενες σταδιακά στο 48,2% το 2030.
Υψηλό το παγκόσμιο δημόσιο χρέος
Η έκθεση του ΔΝΤ προβλέπει ότι το παγκόσμιο δημόσιο χρέος θα αυξηθεί πάνω από το 100% του ΑΕΠ το 2029, στο υψηλότερο επίπεδο από το 1948, ακολουθώντας πιο απότομη ανοδική τροχιά από ό,τι προβλεπόταν πριν την πανδημία.
Πολλές μεγάλες χώρες -όπως ο Καναδάς, η Κίνα, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ- προβλέπεται ότι έχουν ή θα φτάσουν σε ένα επίπεδο δημόσιου χρέους μεγαλύτερο από το 100% του ΑΕΠ. Ωστόσο, ο δημοσιονομικός κίνδυνος για αυτές τις χώρες είναι μέτριος, επειδή έχουν συνήθως βαθιές και ρευστές αγορές κρατικών ομολόγων και συχνά ευρύτερες επιλογές πολιτικής.
Αντίθετα, πολλές αναδυόμενες αγορές και χώρες με χαμηλό εισόδημα αντιμετωπίζουν δυσκολότερες δημοσιονομικές προκλήσεις, παρά το σχετικά χαμηλό χρέος τους.
Γενικά, η δυναμική του παγκόσμιου δημόσιου χρέους έχει αυξηθεί θεαματικά, λόγω και της αύξησης των επιτοκίων τα τελευταία χρόνια, εγκυμονώντας δημοσιονομικούς κινδύνους, σύμφωνα με το ΔΝΤ, καθώς μάλιστα η μελλοντική πορεία των επιτοκίων είναι πολύ αβέβαιη.
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι χώρες για αυξημένες αμυντικές δαπάνες όπως και δαπάνες για φυσικές καταστροφές, για το δημογραφικό και την ανάπτυξη συνδυάζονται με «πολιτικές κόκκινες γραμμές κατά της αύξησης φόρων και με μειωμένη δημόσια συνειδητοποίηση των δημοσιονομικών ορίων», σημειώνει το Ταμείο.
«Το συμπέρασμα είναι αναπόδραστο: ξεκινώντας από υπερβολικά υψηλά ελλείμματα και χρέη, η επιμονή σε δαπάνες μεγαλύτερες από τα φορολογικά έσοδα θα ωθεί το δημόσιο χρέος σε όλο και υψηλότερα επίπεδα απειλώντας τη βιωσιμότητα και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα», τονίζεται στην έκθεση.