Tου Ελισσαίου Βγενόπουλου, σκηνοθέτη-συγγραφέα
Μερικά κτήρια δεν τα κοιτάς, σε κοιτάζουν αυτά. Δεν σε υποδέχονται με φωνές αλλά με τη σιωπή της μνήμης τους. Το κτήριο του Οργανισμός Λιμένος Πατρών είναι ένα τέτοιο σημείο στο σώμα της πόλης, ένα κέλυφος που δεν ανήκει μόνο σε όσους εργάστηκαν μέσα του αλλά σε όλους όσοι το πέρασαν, το προσπέρασαν, το χάραξαν με το βλέμμα τους. Τώρα στέκει στο μεταίχμιο, ανάμεσα στην κατεδάφιση και στη δυνατότητα να γίνει κάτι νέο χωρίς να απαρνηθεί το παρελθόν του.
Δεν είμαι αρχιτέκτονας ούτε μηχανικός. Δεν διαθέτω τα διαγράμματα, τις στατικές μελέτες, ούτε την τεχνική ορολογία που συνοδεύει μια συζήτηση για το μέλλον ενός κτηρίου. Έχω, όμως, την ικανότητα να βλέπω. Να αφουγκράζομαι τον ρυθμό μιας πόλης. Να διαβάζω όσα λέγονται σιωπηλά μέσα από τις ρωγμές των τοίχων, τις φθορές, τις σκιές. Και μερικές φορές, αυτό αρκεί για να καταλάβεις πως ένα κτήριο δεν είναι απλώς μια οικοδομή. Είναι μνήμη.
Με αφορμή τα δημοσιεύματα για την κατεδάφιση ή την αξιοποίηση του κτηρίου του Οργανισμός Λιμένος Πατρών, αποφάσισα να το επισκεφθώ ξανά. Όχι σαν ειδικός, αλλά σαν ένας άνθρωπος που θέλει να δει, να ακούσει και να καταγράψει. Κατηφόρισα τη Γούναρη με το κινητό στο χέρι και έναν ολόκληρο λαβύρινθο ερωτημάτων στο μυαλό.

Στάθηκα στη γωνία. Το κτήριο υψωνόταν μπροστά μου, πληγωμένο και περήφανο ταυτόχρονα. Οι γραμμές του δεν ήταν πια φρέσκες, μα είχαν μια αξιοπρέπεια που δεν φθείρεται με τον χρόνο. Τράβηξα μερικές φωτογραφίες από το πλάι. Ύστερα πλησίασα στην είσοδο, εκεί όπου η σκάλα –μια καμπύλη σαν γλυπτό– σε υποδέχεται σαν να σε οδηγεί σε κάτι σπουδαίο που όμως έχουμε ξεχάσει.
Σύμφωνα με τις περιγραφές, πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής. Απλός και επιδέξιος συνδυασμός όγκων. Χρώματα καθαρά και λιτά –γκρι, γαλάζιο, λευκό– χωρίς να καταλήγουν ποτέ σε μονοτονία. Οι οριζόντιες ζώνες των παραθύρων προστατεύονται από μπετονένια σκίαστρα. Και αυτά, καθώς το φως μετακινείται στη διάρκεια της ημέρας, μεταμορφώνουν το κτήριο σε ζωντανό οργανισμό. Ένα σώμα που αλλάζει διάθεση με τον ήλιο.
Περπάτησα δίπλα στους Αιγύπτιους ψαράδες που έραβαν τα δίχτυα τους σαν να υφαίνουν το δικό τους κομμάτι της πόλης. Πιο πέρα, το μακρόστενο κυματοειδές κτήριο της Ιχθυόσκαλας στεκόταν μες στα γαλάζια και τα λουλακί του. Κι όμως, μέσα σε αυτή την καθημερινότητα, όλα τα στοιχεία έδεναν μεταξύ τους. Σαν ένα κομμάτι συμφωνίας που παίζεται εδώ και δεκαετίες και κανείς δεν την προσέχει πια.

Την ίδια ώρα, αλλού, ο κόσμος χτίζει με σεβασμό στο παρελθόν. Το Νέο Ευρωπαϊκό Μπάουχαους απλώνει τις ιδέες του στην ήπειρο, φέρνοντας κοντά τέχνη, τεχνολογία, κοινωνία και οικολογία. Δεν μιλά για στείρο εκσυγχρονισμό αλλά για μεταμόρφωση. Για πόλεις που αναπνέουν μέσα από τα υπάρχοντα κελύφη τους. Για χώρους βιώσιμους, όμορφους, συμπεριληπτικούς. Εκεί όπου η αισθητική δεν είναι προνόμιο λίγων αλλά κοινό αγαθό.
Στον αντίποδα, εδώ συχνά σκεφτόμαστε το παρελθόν ως εμπόδιο και όχι ως γέφυρα. Αντί να καθαρίσουμε τη βρωμιά γύρω από το κτήριο, να αντιμετωπίσουμε την παρακμή, το χάος του διπλοπαρκαρίσματος, τις παραγκουπόλεις των πλαστικών σκουπιδιών, στρέφουμε το βλέμμα στην κατεδάφιση. Αντί να δούμε την ευκαιρία για έναν πολιτισμικό κόμβο, για έναν χώρο ζωής που θα μπορούσε να ενώσει την ιστορία με το μέλλον, ετοιμαζόμαστε να τον εξαφανίσουμε.

Η λογική, ο ορθός λόγος, δεν είναι μόνο εργαλείο της επιστήμης. Είναι και ο μόνος τρόπος να κρατηθούν οι πόλεις ζωντανές. Υπάρχουν τόσα παραδείγματα που φωτίζουν τον δρόμο: ο σταθμός του Musée d’Orsay στο Παρίσι, που από εγκαταλελειμμένο κτήριο έγινε ένα από τα πιο εμβληματικά μουσεία της Ευρώπης. Το εργοστάσιο του Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Αθήνα, που αντί να γκρεμιστεί, μεταμορφώθηκε σε ζωντανό πολιτισμικό οργανισμό. Πόλεις που σεβάστηκαν την αρχιτεκτονική τους κληρονομιά και σήμερα τη βλέπουν να επιστρέφει πολλαπλάσια σε ζωή, σε πολιτισμό, σε ταυτότητα.
Δεν είμαι ειδικός, μα ακούω τις φωνές των αρχιτεκτόνων, των συλλόγων, των ανθρώπων που μελετούν και υπερασπίζονται την αξία τέτοιων χώρων. Αυτές οι φωνές δεν είναι ψίθυροι. Είναι κραυγές λογικής, που προσπαθούν να σπάσουν το ομοιογενές βουητό μιας πλειοψηφίας που βιάζεται να «καθαρίσει» χωρίς να σκεφτεί τι χάνει.

Κάθε πόλη καθρεφτίζεται στα κτήριά της. Ό,τι κατεδαφίζουμε χωρίς σκέψη δεν είναι μόνο τσιμέντο και σίδερο, είναι κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης. Το κτήριο του Οργανισμός Λιμένος Πατρών δεν είναι ένα κουφάρι προς απομάκρυνση, αλλά ένας ζωντανός μάρτυρας μιας εποχής όπου η αρχιτεκτονική συνομιλούσε με το φως, το λιμάνι, την ίδια την πόλη. Αν το αφουγκραστεί κανείς δε μιλά με ρομαντισμό, αλλά με την αξιοπρέπεια του χρόνου που έχει περάσει από πάνω του, “Δώστε μου μια δεύτερη ζωή”. Και σε αυτή τη φράση, κρίνεται κάτι πολύ μεγαλύτερο από την τύχη ενός κτηρίου, κρίνεται ο τρόπος που θυμόμαστε, που δημιουργούμε, που εκτιμούμε το εμπνευσμένο και που σεβόμαστε τον εαυτό μας ως πόλη.
Άφησα τον φακό να μιλήσει εκεί όπου τα επιχειρήματα κουράζονται. Έκανα ένα σιωπηλό φωτορεπορτάζ. Όχι με βλέμμα νοσταλγίας, αλλά με επίγνωση. Γιατί αν μια εικόνα αξίζει χίλιες λέξεις, τότε μερικές φωτογραφίες ενός κτηρίου λίγο πριν χαθεί, αξίζουν όσο μια κραυγή που δεν θέλουμε να ακούσουμε. Κι ίσως, μέσα από αυτές τις εικόνες, να αντιληφθούμε ότι δεν φωτογραφίζουμε ένα ερείπιο. Φωτογραφίζουμε το μέλλον μας. Ή, για να το πω πιο καθαρά, αυτό που αποφασίζουμε να χάσουμε.