του Μιχάλη Ψύλου, δημοσιογράφου
δύο εκατομμύρια άνθρωποι στους δρόμους για συμπαράσταση στη Γάζα!
Ένα εντυπωσιακό «ποτάμι» σάρωσε χθες την Ιταλία, την ημέρα της γενικής απεργίας που κήρυξαν τα εργατικά συνδικάτα σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τον λαό της Γάζας και τον διεθνή στολίσκο Sumud, που αναχαιτίστηκε από το ισραηλινό πολεμικό ναυτικό, οδηγώντας στη σύλληψη εκατοντάδων ακτιβιστών.
Περίεργο συναίσθημα για πολλούς: Γενική απεργία με εκτιμώμενη μέση εθνική συμμετοχή περίπου 60% και μάλιστα, σε μια κινητοποίηση που δεν συνδέεται με οικονομικά αιτήματα, αλλά με την αλληλεγγύη σε έναν ξένο λαό; Τους Παλαιστινίους, για την ακρίβεια!
Ενας σχεδόν παλαιωμένος όρος που νομίζαμε ότι συνδεόταν με τον μύθο του εικοστού αιώνα, βρίσκει ξανά νόημα;
Με τους νέους στην πρώτη γραμμή, ένα συναίσθημα αλληλεγγύης διαπέρασε τους δρόμους, τους σταθμούς και τις πλατείες σε πάνω από 100 πόλεις στην Ιταλία . Μια Ιταλία εν κινήσει, επιλέγοντας να κάνει τη φωνή της να ακουστεί.
Αναπόφευκτα, η απεργία είχε σημαντικές επιπτώσεις σε ολόκληρο το δίκτυο μεταφορών: δρομολόγια τρένων ακυρώθηκαν, λιμάνια μπλοκαρίστηκαν, πτήσεις αναστάλθηκαν, το μετρό έκλεισε κατά διαστήματα. Μια ημι-παράλυτη χώρα, που δεν έλλειψαν βέβαια και κάποιες στιγμές έντασης.
«Είναι το «κίνημα του συναισθήματος», εξηγεί ο κοινωνιολόγος Τζουζέπε ντε Ρίτα στην Καθολική εφημερίδα Avvenire . «Οι άνθρωποι εκφράζουν «εξωσυνδικαλιστική, εξωκομματική, εξωπολιτική» συμμετοχή, που δεν γεννιέται από σύγκρουση αλλά από απογοήτευση»
Το «κίνημα του συναισθήματος» διαδηλώνει στις πλατείες, «χωρίς να ισχυρίζεται ότι είναι κόμμα», ακόμα κι αν μέσα σε αυτό -όπως συμβαίνει συχνά- «υπάρχουν εκείνοι που εκμεταλλεύονται το μήνυμα».
Ειναι ένα κίνημα που δεν είναι ακόμη δομημένο, που δεν θέλει ηγέτη και που βασίζεται στη διάδοση από στόμα σε στόμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
«Αυτό που μου φαίνεται, ωστόσο, είναι ότι ο «μηχανισμός» που δημιούργησε αυτή την τεράστια συμμετοχή είναι εξωσυνδικαλιστικός, εξωπολιτικός, θα μπορούσα ακόμη και να πω εξωκομματικός.Δεν είναι ένα κίνημα ταξικό, κοινών συμφερόντων, ή ακόμα και σύγκρουσης», λέει ο ντε Ρίτα.
Το κίνημα του συναισθήματος έχει απλώσει άλλωστε την επιρροή του και στη χώρα μας, μετά το έγκλημα των Τεμπών. Ενα κίνημα που έχει αγκαλιάσει δεξιούς, αριστερούς και κεντρώους, σε ένα απλό σύνθημα: Δικαιοσύνη και πάταξη της διαφθοράς.
Η πολιτική στους δρόμους
Οπως και στις κινητοποιήσεις για την τραγωδία των Τεμπών, τέτοια συμμετοχή ανθρώπων στους δρόμους για καθαρά πολιτικούς λόγους, δεν έχει ξαναδεί η Ιταλία εδώ και πολλά χρόνια
Δεν ήταν κάποιο πολιτικό κόμμα που γέμισε τις πλατείες, αλλά το μεγαλύτερο ιταλικό συνδικάτο, το CGIL του Μαουρίτσιο Λαντίνι , το οποίο έχει σαφώς χαράξει μια πορεία προς μια ριζοσπαστικοποίηση των θέσεών του προς τα αριστερά.
Φυσικά, όσοι βγαίνουν στους δρόμους περιμένουν πάντα να ακουστούν από τα πολιτικά κόμματα. Είναι μια φυσιολογική προσδοκία. Είναι ένας τρόπος να επηρεάσουν τα αισθήματα των πολιτικών κομμάτων.
Ουδείς γνωρίζει αν το κίνημα του συναισθήματος θα οδηγήσει στη δημιουργία νέων κομμάτων. Ποιος μπορεί να το αποκλείσει όμως;
Αναμφίβολα αυτό που βλέπουμε είναι η επιστροφή της πολιτικής υψηλού επιπέδου, στους δρόμους. Και αυτό θα αναγκάσει όλους να αντιμετωπίσουν μια νέα, ανοιχτά πολιτική πραγματικότητα που επιδιώκει να ανταγωνιστεί το σύστημα. Αντι να αποτελεί μέρος του συστήματος για να το διαχειριστεί.
Κεφάλαιο και εργασία
Τα προβλήματα των Παλαιστινίων, υποστηρίζουν τα ιταλικά συνδικάτα, δεν είναι άλλα από τα προβλήματα όλων των λαών που καταπιέζονται από το κεφάλαιο.
Ως εκ τούτου η πολιτική αλληλεγγύη των δρόμων δεν έχει τίποτα το ανθρωπιστικό ή αφηρημένα ειρηνιστικό. Αλλά πρόκειται μάλλον για αλληλεγγύη μεταξύ εκείνων που καταπιέζονται από το κεφάλαιο που επιδιώκει να πάρει τον έλεγχο της ζωής των ανθρώπων. Αυτό είναι το όραμα της CGIL, της μεγαλύτερης εργατικής συνομοσπονδίας της Ιταλίας και του ηγέτη της, Μαουρίτσιο Λαντίνι, είτε αρέσει σε όσους τον θέλουν ως σύμμαχο είτε όχι – και αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει αντικείμενο σκέψης και συζήτησης.
Η ερμηνεία είναι κλασικά μαρξιστική. Η αρχή παραμένει αυτή της σύγκρουσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, και οι κοινωνικές υπερδομές δεν είναι τίποτα περισσότερο από στοιχεία και εκφράσεις αυτής της σύγκρουσης.