Σε σημερινή δήλωση του ο Δήμαρχος Καλαβρύτων Θανάσης Παπαδόπουλος, με αφορμή οδηγίες του Υπουργείου Υγείας για κατάργηση της οργανικής αυτοτέλειας διασυνδεόμενων νοσοκομείων όπως είναι το Νοσοκομείο Καλαβρύτων, αναφέρει τα εξής:
«Η σχεδιαζόμενη κατάργηση της οργανικής αυτοτέλειας του Νοσοκομείου Καλαβρύτων είναι εξέλιξη που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Η αντίδραση όλων μας είναι δεδομένη, είναι δικαιολογημένη, αυτονόητη και ανυποχώρητη.
Μετά τη χθεσινή συζήτηση στο Δημοτικό Συμβούλιο Καλαβρύτων, μέσα στις αμέσως επόμενες μέρες θα επιδιώξω συνάντηση με τον Υπουργό Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη με σκοπό να εκτεθεί στις πραγματικές του διαστάσεις το ζήτημα και ν’ αποφευχθούν εξελίξεις που θα οδηγήσουν σε υπολειτουργία το νοσοκομείο μας.
Ένα νοσοκομείο που καλύπτει τις ανάγκες ιατρικής φροντίδας και περίθαλψης των κατοίκων ενός Δήμου με έκταση 1.066 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ορεινού, δυσπρόσιτου, με προβληματικό οδικό δίκτυο, ιδιαίτερες καιρικές συνθήκες και σε μεγάλη απόσταση απ’ τα κοντινότερα νοσοκομεία της κεντρικής ή βορειοδυτικής Πελοποννήσου.
Θέλω να θυμίσω ότι οι οδηγίες του Υπουργείου Υγείας μιλούν ρητά για κατάργηση της οργανικής αυτοτέλειας των διασυνδεομένων νοσοκομείων (όπως το Νοσοκομείο Καλαβρύτων) και τη σύσταση Ενιαίων Υπηρεσιών (Ιατρική, Νοσηλευτική, Διοικητική, Τεχνική), στην περίπτωση μας στο Γενικό Νοσοκομείο Ανατολικής Αχαΐας – Ν.Μ. Αιγίου.
Κάτι που αν συμβεί -και θ’ αγωνιστούμε να μη συμβεί- είναι βέβαιο ότι θ’ ανοίξει αυτοστιγμεί τον δρόμο σε μετακινήσεις προσωπικού, όλων των ειδικοτήτων και απ’ όλες τις Υπηρεσίες, κυρίως δε σε μετακινήσεις γιατρών.
Ήδη γιατροί του Νοσοκομείου Καλαβρύτων που είχαν αποφασίσει να μείνουν μόνιμα εδώ, αναθεωρούν την απόφαση τους. Και αυτό γιατί πολλές φορές, με το σημερινό καθεστώς λειτουργίας και για να καλύψουν κενά στις εφημερίες στο Νοσοκομείο Αιγίου, αναγκάζονται να βρίσκονται σε μια συνεχή μετακίνηση, κάτι που τελικά λειτουργεί αποθαρρυντικά ώστε να συνεχίσουν να υπηρετούν στα Καλάβρυτα και να οργανώσουν τη ζωή τους εδώ. Έτσι αποφασίζουν να αιτηθούν μετάθεση για άλλες περιοχές.
Αν σ’ αυτά τα ήδη αρνητικά δεδομένα προστεθεί και η τυχόν κατάργηση της οργανικής αυτοτέλειας του Νοσοκομείου μας, τότε είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα οδηγηθούμε σε συνθήκες πλήρους υποβάθμισης, αποψίλωσης από προσωπικό και υπολειτουργίας του Νοσοκομείου μας, με ό,τι αυτό θα σημάνει για την υγειονομική κάλυψη των συνδημοτών μας.
Επιπλέον, σε μια εποχή που η συγκράτηση του πληθυσμού στις ορεινές περιοχές και η ανάσχεση της δημογραφικής συρρίκνωσης έχουν αποκτήσει χαρακτήρα εθνικής προτεραιότητας, είναι αδιανόητο να συζητούμε για αποδυνάμωση των νοσοκομείων και για υποβάθμιση του κοινωνικού αγαθού της Υγείας.
Δεν γίνεται απ’ τη μια πλευρά να προσπαθούμε να δημιουργήσουμε συνθήκες ικανές να κρατήσουν εδώ τον πληθυσμό και απ’ την άλλη πλευρά όλη αυτή η προσπάθεια ν’ ακυρώνεται στην πράξη με διοικητικού χαρακτήρα αποφάσεις που δεν λαμβάνουν υπόψη κατ’ ελάχιστον τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες μιας ορεινής περιοχής.
Δεν είναι αυτές οι ‘μεταρρυθμίσεις’ που χρειαζόμαστε.
Οι μεταρρυθμίσεις που χρειαζόμαστε είναι ισχυρές δομές Δημόσιας Υγείας στις ορεινές περιοχές, νοσοκομεία πλήρως στελεχωμένα, πραγματικά αποκεντρωμένες υπηρεσίες Υγείας που να φτάνουν έως τον πιο απομακρυσμένο οικισμό, ισότιμη πρόσβαση όλων στην ιατρική φροντίδα και περίθαλψη. Τίποτα λιγότερο».